Ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, Κώστας Τζαβάρας, κατέθεσε επίκαιρη ερώτηση προς τους υπουργούς Οικονομικών, Χρήστο Σταϊκούρα και Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Άδωνι Γεωργιάδη, με θέμα τη μεταβίβαση «κόκκινων» δανείων σε εταιρείες διαχείρισης/απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις.

Αναλυτικά το κείμενο της επίκαιρης ερώτησης του κ. Τζαβάρα:

«Με τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 3 του Ν. 4354/2015 (Περί Διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων κλπ) προβλέφθηκε η δυνατότητα πώλησης τόσο των μη εξυπηρετούμενων όσο και των εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα σε εταιρείες διαχείρισης/απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις.

Κατ’ εφαρμογή των διατάξεων αυτών, και ιδίως κατά το τελευταίο οκτάμηνο, τα αποκαλούμενα «συστημικά» πιστωτικά ιδρύματα της χώρας προβαίνουν σε μαζικές πωλήσεις δανείων σε τέτοιου τύπου ημεδαπές ή αλλοδαπές εταιρείες. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι πολλές από αυτές τις εταιρείες – αν όχι και όλες – θρυλείται ότι είναι θυγατρικές των πωλητριών τραπεζών.

Το φαινόμενο αυτό ήδη εξελίσσεται σε κοινωνική μάστιγα που πλήττει ανηλεώς και αδιακρίτως εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά και επιχειρήσεις, που βλέπουν τα δάνειά τους να αλλάζουν χέρια χωρίς να είναι σε θέση να αντιληφθούν την οικονομική σκοπιμότητα χάριν της οποίας επιχειρείται μια τόσο μεγάλη κοινωνική και οικονομική αναστάτωση.

Απέναντι όμως σε αυτό το φαινόμενο καθημερινά ορθώνεται ένα κύμα δικαιολογημένης λαϊκής αγανάκτησης, το οποίο μάλιστα, από τη στιγμή που έγινε γνωστό το γεγονός ότι η πώληση των δανείων αυτών γίνεται με τίμημα που δεν υπερβαίνει το 3% έως 7% της αξίας των μεταβιβαζομένων δανειακών απαιτήσεων, έχει πλέον προσλάβει εκρηκτικές διαστάσεις.

Το φαινόμενο αυτό φαίνεται να καλύπτεται από μια «παροξυσμική αδιαφορία» όλων των ελεγκτικών και κυρωτικών μηχανισμών του Κράτους, που αυτοδικαίως οφείλουν να επιλαμβάνονται κάθε αθέμιτης, καταχρηστικής, αντικαταναλωτικής δράσης, που στη συγκεκριμένη περίπτωση μάλιστα προσβάλλει τα οικονομικά συμφέροντα εκατομμυρίων καταναλωτών/δανειοληπτών.

Πώς είναι δυνατόν σε τόσο μαζική κλίμακα οι τράπεζες που κατά τη διάρκεια της κρίσης ανακεφαλαιοποιήθηκαν επανειλημμένως με χρήματα του Έλληνα φορολογούμενου, να ξεπουλούν τα περιουσιακά τους στοιχεία σε τιμή που είναι μικρότερη από το 10% της αξίας τους; Και αν αυτό αποτελεί θεμιτή εμπορική πρακτική (η πώληση δηλαδή επί ζημία) γιατί να μην επωφελείται από το μειωμένο τίμημα των μεταβιβαζόμενων δανείων ο ενδιαφερόμενος δανειολήπτης, όπως ακριβώς είχε συμβεί με τις τράπεζες της Κύπρου κατά τη διάρκεια που η χώρα αυτή διερχόταν ανάλογες οικονομικές δυσκολίες;

Αναπόφευκτα ανακύπτουν τα εξής εύλογα ερωτήματα:

1. Εάν το γλίσχρο αυτό τίμημα της πώλησης αντιστοιχεί στην πραγματική αξία του μεταβιβαζομένου δανείου, τότε γιατί δεν προτιμάται η πώληση του δανείου αυτού στον ενδιαφερόμενο δανειολήπτη, ώστε να υπάρξει μια γενικότερη οικονομική ανακούφιση της κοινωνίας που πλήττεται επί μία δεκαετία από τα δεινά της οικονομικής κρίσης;

2. Εάν όμως τα συγκεκριμένα δάνεια έχουν απαξιωθεί σε τέτοιο συντριπτικό βαθμό με ποιο ηθικό και νομικό δικαίωμα, τόσο τα πιστωτικά ιδρύματα πριν από τις πωλήσεις των δανείων, όσο και οι εταιρείες που τα αποκτούν μετά την πώλησή τους, επιμένουν σε συνθήκες δεινής οικονομικής δυσπραγίας να απαιτούν το (δυσανάλογα μεγαλύτερο) 100% της αρχικής τους αξίας πλέον μάλιστα όλων των τόκων που κανείς δε γνωρίζει τον ακριβή μηχανισμό του εκτοκισμού τους;

3. Εάν όμως συμβαίνει τα δάνεια αυτά να μην έχουν απωλέσει σε τόσο θηριώδη βαθμό την αξία τους, με βάση ποια λογική, ηθική και διαχειριστική αρχή επιτρέπεται πώληση περιουσιακών στοιχείων των «συστημικών» ελληνικών τραπεζών με έκπτωση 95-97% της αξίας τους;

Προδήλως πρόκειται για αθέμιτες, καταχρηστικές και ανοίκειες μεθοδεύσεις που δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες καμιάς ορθολογικής εμπορικής οικονομικής δραστηριότητας, που εξ ορισμού οφείλει να επιδιώκει το κέρδος και σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να εκποιεί την περιουσία της με ζημία που φτάνει το 95%. Η δωρεά, ως γνωστόν, δεν αποτελεί οικονομική δραστηριότητα. Εξάλλου, τέτοιες δραστηριότητες παραβιάζουν και ποδοπατούν κάθε ηθικό, νομικό και κοινωνικό σκοπό, στον οποίο στηρίζεται και νομιμοποιείται η λειτουργία του εγχωρίου πιστωτικού συστήματος. Ενός πιστωτικού συστήματος το οποίο ως γνωστόν έχει ανακεφαλαιοποιηθεί τρεις φορές με την οικονομική συνδρομή του Ελληνικού Δημοσίου.

Τα ερωτήματα αυτά δε μπορεί πλέον να παραμένουν αναπάντητα, όπως επίσης θα πρέπει να δοθούν και πειστικές εξηγήσεις εκ μέρους των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, για το αν με τις πωλήσεις αυτές επιδιώκεται συγκεκριμένος θεμιτός οικονομικός σκοπός ή αν γίνονται για την απόκτηση αθέμητων φορολογικών πλεονεκτημάτων και τη δημιουργία επίπλαστων καταστάσεων χωρίς να επιβάλλονται από καμία οικονομική ανάγκη.

Ως γνωστόν, η απόκτηση φορολογικών πλεονεκτημάτων, μέσω φαινομενικά «νόμιμων» συναλλαγών, είναι παράνομη, όταν η συναλλαγή γίνεται με κύριο και πρωτεύοντα στόχο την απόκτηση φορολογικού πλεονεκτήματος και όχι επειδή προέκυψε από πραγματική ανάγκη της επιχειρηματικής δραστηριότητας ενώ χρησιμοποιείται κατά κατάχρηση η νομοθεσία για τη δημιουργία «επίπλαστων καταστάσεων» μέσω των οποίων αποκτάται φορολογικό πλεονέκτημα.

Υπό τα δεδομένα αυτά ερωτώνται οι αρμόδιοι Υπουργοί:

1. Σε ποιες ενέργειες πρόκειται να προβούν για να διαπιστωθεί η νομιμότητα των ανωτέρω δραστηριοτήτων και να ερευνηθεί αν οι συγκεκριμένες μαζικές μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών σε τιμή μικρότερη του 90% της αξίας τους, αποτελεί θεμιτή εμπορική πρακτική, η οποία μάλιστα, κατά ομοιόμορφο τρόπο, έχει υιοθετηθεί τους τελευταίους μήνες από όλες τις συστημικές τράπεζες;

2. Ποια μέτρα προτίθενται να λάβουν για την προστασία των καταναλωτών, που ως γνωστόν, δυνάμει των διατάξεων του Ν. 2251/1994, τα οικονομικά τους συμφέροντά τελούν υπό καθεστώς κρατικής προστασίας;

3. Εάν παρ’ όλα αυτά διαπιστωθεί ότι αποτελούν οι πρακτικές αυτές θεμιτή οικονομική δραστηριότητα των τραπεζών με ποια νομοθετικά μέτρα θα προβλεφθεί η επί ίσοις όροις μεταβίβαση των δανείων αυτών στους ενδιαφερόμενους δανειολήπτες;».