Ακόμη και η σύντομης διάρκειας έκθεση ενός ανθρώπου σε σχετικά χαμηλά επίπεδα μικροσωματιδίων αυξάνει τον κίνδυνο ξαφνικής ανακοπής της καρδιάς, πολύ περισσότερο αν η έκθεση είναι μακροχρόνια και σε υψηλά επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης, σύμφωνα με μια νέα αυστραλο-ιαπωνική επιστημονική έρευνα, τη μεγαλύτερη του είδους της μέχρι σήμερα που κάνει αυτή τη συσχέτιση.
Τα μικροσωματίδια ΡΜ2,5 με διάμετρο μικρότερη των 2,5 μικρομέτρων ή εκατομμυριοστών του μέτρου (περίπου το 3% της διαμέτρου μιας ανθρώπινης τρίχας) εκλύονται κυρίως από την καύση άνθρακα, τα οχήματα και τις πυρκαγιές. Οι επιστήμονες τόνισαν ότι τα ευρήματα δείχνουν πως οι πηγές ενέργειας πρέπει να γίνουν πιο καθαρές και ότι τα όρια ασφαλείας για τα μικροσωματίδια πρέπει να επανεξετασθούν.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον ιαπωνικής καταγωγής καθηγητή καρδιολογίας Καζουάκι Νεγκίσι της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό “The Lancet Planetary Health”, ανέλυσαν σχεδόν 250.000 περιστατικά εξωνοσοκομειακών καρδιακών ανακοπών και βρήκαν ότι πάνω από το 90% συνέβησαν σε μέρη όπου τα επίπεδα των ΡΜ2,5 ήσαν χαμηλότερα από τα όρια ασφαλείας του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), δηλαδή ένα μέσο ημερήσιο επίπεδο 25 μg/m3 (μικρογραμμαρίων ανά κυβικό μέτρο αέρα).
«Η εκτός νοσοκομείου καρδιακή ανακοπή είναι σοβαρό επείγον ιατρικό περιστατικό, καθώς ούτε ένας στους δέκα ανθρώπους διεθνώς δεν επιβιώνει από τέτοιο συμβάν. Αυξάνονται πλέον οι ενδείξεις ότι υπάρχει σχέση με την ρύπανση του αέρα, ιδίως των μικροσωματιδίων ΡΜ2,5. Η μελέτη μας δείχνει ότι υπάρχει ξεκάθαρη σχέση μεταξύ καρδιακών ανακοπών και επιπέδων ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Ακόμη επιβεβαιώνει ότι δεν υπάρχει ασφαλές επίπεδο ρύπανσης του αέρα», δήλωσε ο δρ Νεγκίσι, τονίζοντας ότι οι κίνδυνοι είναι μεγαλύτεροι για τους ηλικιωμένους άνω των 65 ετών.
Η έρευνα δείχνει, επίσης, ότι οι επιπτώσεις της ρύπανσης στην καρδιά μπορούν να εκδηλωθούν έως επτά μέρες μετά την έκθεση στη ρύπανση.