Με τη δήλωση του πρωθυπουργού αναμένεται να δοθεί συνολική απάντηση στην παραφιλολογία που συντηρούν τα τελευταία εικοσιτετράωρα ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ.
Γράφει ο Νίκος Αρμένης
Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά, λένε στην κυβέρνηση για την υπόθεση που έχει προκαλέσει πολιτική θύελλα από την Παρασκευή, όταν έγινε γνωστό πως η ΕΥΠ παρακολουθούσε νόμιμα το τηλέφωνο του Νίκου Ανδρουλάκη.
Η δήλωση σήμερα του Κυριάκου Μητσοτάκη θα διαλύσει τις όποιες σκιές και τα ερωτήματα που κάποιοι εξακολουθούν να εγείρουν. Η απόφασή του να χυθεί άπλετο φως δεν αποτελεί απλώς μια δήλωση προθέσεων. Στην τοποθέτησή του ο πρωθυπουργός θα περιγράψει σαφώς τι συνέβη και όσα θα γίνουν από εδώ και στο εξής.
Κατ’ αρχάς θα τονίσει ότι η συγκεκριμένη νόμιμη επισύνδεση έγινε κατόπιν ειδικής εισαγγελικής άδειας και πως ο νόμος δεν επιτρέπει να αποκαλυφθούν περισσότερα για όλη αυτήν την υπόθεση. Κυβερνητικές πηγές σημειώνουν ότι για αυτόν ακριβώς τον λόγο ο Γιώργος Γεραπετρίτης επιχείρησε να επικοινωνήσει με τον Νίκο Ανδρουλάκη ώστε να υπάρξει πλήρης ενημέρωση από τους αρμοδίους, αλλά εκείνος δεν ανταποκρίθηκε.
«Η κυβέρνηση έχει εξαρχής ταχθεί υπέρ της πλήρους διερεύνησης της υπόθεσης, στο πλαίσιο που ορίζει ο νόμος. Ολες οι απαντήσεις θα δοθούν με τον δέοντα τρόπο, με πλήρη θεσμικό σεβασμό. Η κυβέρνηση δεν έχει να κρύψει τίποτα», τονίζουν κυβερνητικές πηγές.
Παράλληλα σημειώνουν ότι το προβλεπόμενο διάστημα της επισύνδεσης έληξε όταν ο κ. Ανδρουλάκης εκλέχτηκε αρχηγός του ΠΑΣΟΚ και πως αυτό και μόνο δείχνει ότι το ζήτημα δεν έχει να κάνει σε καμία περίπτωση με τις εγχώριες εξελίξεις, γιατί είναι εύκολα αντιληπτό ότι μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχουν οι θέσεις κάποιου όταν είναι αρχηγός και όχι όταν είναι απλώς υποψήφιος ή ευρωβουλευτής.
Επειδή στον δημόσιο διάλογο γίνεται αναφορά σε υπηρεσίες άλλων χωρών οι ίδιες πηγές επαναλαμβάνουν πως η εισαγγελική άδεια δόθηκε για λόγους εθνικής ασφαλείας, υπάρχει συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο για αυτό και δεν είναι αντικείμενο δημόσιας συζήτησης.
«Ο πρωθυπουργός σε όλες τις κρίσιμες στιγμές, όχι μόνο στις επιτυχίες αλλά και στις δυσκολίες, είναι αυτός που πρώτος βγαίνει μπροστά. Το ίδιο θα κάνει και τώρα», λένε συνεργάτες του Κυριάκου Μητσοτάκη σημειώνοντας πως οι αντιδράσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης και ιδίως του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ ήταν πολύ βιαστικές και πρόωρες. «Οσοι επιχείρησαν και πιστεύουν ότι μπορούν να εργαλειοποιήσουν αυτήν την ιστορία, θα διαψευστούν παταγωδώς», λένε στο κυβερνητικό στρατόπεδο συνιστώντας υπομονή και διαβεβαιώνοντας πως στο τέλος τα συμπεράσματα που θα βγουν δεν θα επιδέχονται δεύτερων ή τρίτων ερμηνειών.
Επιτελείς του Μαξίμου υπογραμμίζουν πως για την επισύνδεση το πρωθυπουργικό μέγαρο δεν είχε ενημέρωση. «Αν υπήρχε ενημέρωση, ο πρωθυπουργός δεν θα είχε δώσει έγκριση για την παρακολούθηση λόγω της ιδιότητας του προσώπου», ξεκαθαρίζουν.
Να σημειωθεί ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης ενημερώθηκε για τη νόμιμη επισύνδεση την περασμένη Πέμπτη και η αντίδρασή του ήταν άμεση και δραστική καθώς ζήτησε πάραυτα την παραίτηση του διοικητή της ΕΥΠ ενώ παραιτήθηκε και ο γενικός γραμματέας του πρωθυπουργού Γρηγόρης Δημητριάδης, δείχνοντας πολιτική ευθιξία και αναλαμβάνοντας την πολιτική ευθύνη, αφού η ΕΥΠ υπάγεται στο γραφείο του πρωθυπουργού. «Ευθιξία δεν έχουν δείξει άλλοι σε υποθέσεις πολύ πιο ακανθώδεις. Τα περί νόμιμης επισύνδεσης τα πληροφορήθηκε και αυτός την Πέμπτη, παρ’ όλα αυτά ένιωσε την ανάγκη να υποβάλει παραίτηση. Επί έξι χρόνια έχει σηκώσει πολύ μεγάλο βάρος κι έχει δεχθεί πολύ σκληρές επιθέσεις, όχι μόνο από την αντιπολίτευση που τον είχε στοχοποιήσει, αλλά από διάφορες πλευρές», αναφέρουν συνομιλητές του.
Ο πρωθυπουργός στη δήλωσή του αναμένεται επίσης να ξεκαθαρίσει ότι θα γίνουν όλες εκείνες οι θεσμικές κινήσεις και αλλαγές στις διατάξεις που αφορούν τις νόμιμες επισυνδέσεις ώστε οι λανθασμένοι χειρισμοί που διαπιστώθηκαν στη συγκεκριμένη περίπτωση να μην είναι εφικτοί ποτέ ξανά στο μέλλον.
Πηγές που βρίσκονται κοντά στον πρωθυπουργό υπογραμμίζουν πως η συναίνεση της ΝΔ για τη συγκρότηση εξεταστικής επιτροπής καταδεικνύει επίσης την επιθυμία της κυβέρνησης να πέσει άπλετο φως.
Επιπλέον, από την κυβέρνηση επαναλαμβάνουν κατηγορηματικά ότι είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα η νόμιμη επισύνδεση με τα περί απόπειρας παρακολούθησης του κινητού του κ. Ανδρουλάκη από το σύστημα Predator. Επ’ αυτού διατυπώνουν το εύλογο ερώτημα ποια λογική έχει να επιχειρήσει να παρακολουθήσει κάποιος τον κ. Ανδρουλάκη με το Predator την ίδια χρονική περίοδο που η ΕΥΠ είχε λάβει εισαγγελική άδεια για τη νόμιμη επισύνδεση του τηλεφώνου του; Γιατί δηλαδή να επιχειρήσει να τον παρακολουθήσει και παράνομα, όταν έχει δοθεί άδεια τηρώντας όλες τις προβλέψεις του νόμου; «Το ποιος πάντως προσπάθησε να τον παρακολουθήσει παραμένει αναπάντητο και προφανώς χρειάζεται απάντηση ποιος ή ποιοι μπορεί να ήταν από τη στιγμή που σαφώς δεν επρόκειτο για ελληνική κρατική υπηρεσία», προσθέτουν.
Επιπρόσθετα, στην κυβέρνηση αναμένουν τα αποτελέσματα της έρευνας που διέταξε ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ισίδωρος Ντογιάκος για να διαπιστωθεί πώς διέρρευσαν στοιχεία άκρως απόρρητων εγγράφων που αφορούν στην άρση του απορρήτου επικοινωνιών που άπτονται της εθνικής ασφάλειας. Είναι σαφές άλλωστε ότι η διαρροή στοιχείων με παράνομο τρόπο προφανώς εγείρει ζητήματα εθνικής ασφάλειας και λόγω της σπουδαιότητας της υπόθεσης η έρευνα θα διενεργηθεί από τον ίδιο τον εισαγγελέα του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι νόμιμες επισυνδέσεις με εισαγγελική έγκριση για λόγους εθνικής ασφαλείας είναι κάτι που γίνεται από την ΕΥΠ επί όλων των κυβερνήσεων και η Ελλάδα διαθέτει ένα από τα πιο αυστηρά πλαίσια στην Ευρώπη. Μέχρι το 2018 η άρση του απορρήτου από την ΕΥΠ δεν προϋπέθετε μόνο σχετική διάταξη του αποσπασμένου στην ΕΥΠ εισαγγελικού λειτουργού αλλά και έγκριση του αρμόδιου εισαγγελέα Εφετών. Τα σχετικά εδάφια του νόμου καταργήθηκαν με το άρθρο 25 παρ. 3 του νόμου 4531/2018 από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και έκτοτε για τη νόμιμη επισύνδεση/παρακολούθηση αποφασίζει μόνο ο εισαγγελέας της ΕΥΠ. «Επίσης είναι γνωστή η παραθεσμική λειτουργία στον χώρο της Δικαιοσύνης και των ΜΜΕ για την οποία παραπέμπονται δύο υπουργοί του στο Ειδικό Δικαστήριο», προσθέτουν κυβερνητικά στελέχη.
Ταυτόχρονα, σημειώνουν ότι η υπαγωγή του ελέγχου της ΕΥΠ στο γραφείο του πρωθυπουργού είναι ένα από τα σημαντικά βήματα που έχει κάνει η κυβέρνηση για τη δημιουργία Συστήματος Εθνικής Ασφάλειας στην Ελλάδα. Υπενθυμίζουν μεταξύ άλλων ότι το 2015 το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, η Ελληνική Αστυνομία, απέκτησε τη δική της υπηρεσία πληροφοριών εσωτερικής ασφάλειας (ΔΙΔΑΠ) και εκ των πραγμάτων δεν υπήρχε πλέον κανένας λόγος η ΕΥΠ να παραμένει υπό την ευθύνη του συγκεκριμένου υπουργείου.
Διαψεύδουν δε όσους ισχυρίζονται ότι ο πρώτος που είχε υπαγάγει την ΕΥΠ απευθείας στον πρωθυπουργό είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης καθώς το ίδιο συνέβαινε επί Ανδρέα Παπανδρέου και Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, από το 1985 έως το 1992.