Λίγο πριν από την έλευση του χειμώνα η ενεργειακή κρίση που ταλανίζει την Ευρώπη φέρνει πιο κοντά την απειλή της ύφεσης και της κοινωνικής αποσταθεροποίησης. Οι εξελίξεις που διαμορφώνει η ξέφρενη κούρσα της τιμής του φυσικού αερίου και ένας συνδυασμός παραγόντων που επιτείνουν το πρόβλημα τιμών ηλεκτρικού ρεύματος και ενεργειακής επάρκειας φέρνουν σε απόγνωση τις κυβερνήσεις που υποχρεώνονται να σβήνουν και να ξαναγράφουν προϋπολογισμούς, αναζητώντας μάταια μια αποτελεσματική συνταγή διαχείρισης.
Εν μέσω του πανικού που προκάλεσε το νέο ράλι του φυσικού αερίου, με την τιμή στο ολλανδικό TTF να σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο ξεπερνώντας και τα 322 ευρώ/MWh και τις τιμές ρεύματος στις χονδρεμπορικές αγορές έχοντας αγγίξει ακόμη και τα 800 ευρώ/MWh να κινούνται σταθερά πάνω από τα 600 ευρώ/MWh και τα προθεσμιακά συμβόλαια του επόμενου έτους να διαπραγματεύονται στα 1.000 ευρώ/MWh, η τσεχική προεδρία ανακοίνωσε τη σύγκληση έκτακτης συνόδου των υπουργών Ενέργειας της Ε.Ε. για να εξεταστούν νέα μέτρα διαχείρισης της κρίσης, συμπεριλαμβανομένης και της επιβολής πλαφόν στην τιμή του ρεύματος.
Οσο βαθαίνει η κρίση όλο και περισσότερο ηγέτες στην Ευρώπη αντιλαμβάνονται ότι οι επιδοτήσεις και τα προγράμματα εξοικονόμησης δεν επαρκούν για να σβήσουν τη «φωτιά» που άναψαν οι υψηλές τιμές, με τις χώρες του Νότου να προσδοκούν ότι μετά τις πιέσεις που δέχεται και ο Βορράς, ίσως βρεθεί κοινός τόπος για μια ενιαία λύση. Την ανάγκη μια ευρωπαϊκής λύσης επανέλαβε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης σε συνομιλία που είχε την Τετάρτη με τον Τσέχο ομόλογό του. Η Ελλάδα, τόνισε ο πρωθυπουργός, στηρίζει με εθνικά μέτρα την κοινωνία, θα συνεχίσει όμως να διεκδικεί ευρωπαϊκή λύση στην ενεργειακή κρίση, καθώς κανένας εθνικός προϋπολογισμός δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την πρωτοφανή αυτή κρίση μόνος του.
Κονδύλια 280 δισ.
Οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν δαπανήσει μέχρι στιγμής 280 δισ. ευρώ για κοινωνικά μέτρα στήριξης, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ινστιτούτου Bruegel τα οποία δημοσίευσε το Bloomberg, με την Ελλάδα να βρίσκεται στην πρώτη θέση ως ποσοστό του ΑΕΠ (3,7%), διαθέτοντας μέχρι σήμερα 6,8 δισ. ευρώ.
Το κονδύλι θα βαίνει αυξανόμενο όσο αυξάνονται οι τιμές ρεύματος και θα διογκωθεί ακόμη περισσότερο από τον Οκτώβριο που θα αρχίσουν και οι καταναλώσεις φυσικού αερίου για θέρμανση. Ο συνολικός λογαριασμός των επιδοτήσεων σε ρεύμα και φυσικό αέριο για τους επόμενους μήνες έχει υπολογιστεί από το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης ότι θα αγγίξει τα 12 δισ. ευρώ για το 2022, με τιμή αναφοράς για το φυσικό αέριο στα 270 ευρώ/MWh. Από αυτά, τα 10 δισ. τα συνεισφέρει το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης (ΤΕΜ) από έσοδα που θα αντλήσει από τα υπερκέρδη στη χονδρεμπορική αγορά, τις δημοπρασίες ρύπων και τον λογαριασμό ΥΚΩ και 2 δισ. θα συνεισφέρει ο προϋπολογισμός, έπειτα από τροποποίηση για την κάλυψη του μη προβλεπόμενου ποσού, ύψους 1,2 δισ. ευρώ, αφού τα 800 εκατ. είχαν προϋπολογιστεί. Εάν συνεχιστεί το ράλι του φυσικού αερίου θα απαιτηθούν πολύ μεγαλύτερα ποσά για επιδοτήσεις μέχρι το τέλος του έτους. Το πρόβλημα θα πάρει άλλες διαστάσεις στην περίπτωση που οι υψηλές τιμές διατηρηθούν και πέραν του πρώτου εξαμήνου του 2023, καθώς δεν έχουν προβλεφθεί σχετικές δαπάνες στον προϋπολογισμό και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις θα επηρεάσει και το πρωτογενές πλεόνασμα.
Τα υπερκέρδη στην πηγή
Ο νέος μηχανισμός λειτουργίας της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρισμού που επιτρέπει την άντληση των υπερκερδών στην «πηγή» έχει συνεισφέρει μέχρι και τις 25 Αυγούστου 1,273 δισ. ευρώ. Από τα ΑΠΕ μπήκαν στο Ταμείο 691,5 εκατ. ευρώ, από τον λιγνίτη 236,9 εκατ. ευρώ, από τα υδροηλεκτρικά 178,8 εκατ. ευρώ και από το φυσικό αέριο 165,9 εκατ. ευρώ. Μέχρι το τέλος Αυγούστου υπολογίζεται ότι θα προστίθενται στο ΤΕΜ περί τα 40 εκατ. την ημέρα. Οσο μεγαλύτερα είναι τα έσοδα του ΤΕΜ τόσο θα περιορίζεται το ποσοστό συμμετοχής του προϋπολογισμού στη χρηματοδότηση των επιδοτήσεων, γεγονός που υποχρεώνει ακόμη και τους ανθρώπους του οικονομικού επιτελείου να παρακολουθούν με αγωνία καθημερινά εάν φυσάει και εάν έχει ηλιοφάνεια. Αυτό γιατί η παραγωγή των ΑΠΕ θα κρίνει εν πολλοίς και το πού θα κινηθούν τα έσοδα του ΤΕΜ τους επόμενους μήνες, ο λιγνίτης αντιπροσωπεύει ένα μικρό μέρος του μείγματος και ως εκ τούτου η μειωμένη παραγωγή των ΑΠΕ υποκαθίσταται από το ακριβό φυσικό αέριο. Είναι ενδεικτικό ότι η άπνοια των τελευταίων ημερών περιόρισε την παραγωγή των ΑΠΕ στο 5%-15% το διάστημα από 17 έως και 26 Αυγούστου εκτοξεύοντας τη συμμετοχή του φυσικού αερίου στο 58%-63%. Η συμμετοχή του λιγνίτη έχει σταθεροποιηθεί το τελευταίο διάστημα στο 20%-24%. Η μέγιστη δυνατότητα παραγωγής των λιγνιτικών μονάδων λόγω παλαιότητας αλλά και περιορισμένων αποθεμάτων καυσίμου εκτιμάται στις 12 τεραβατώρες τον χρόνο, και αυτός είναι ο στόχος της ΔΕΗ μετά και τις κυβερνητικές αποφάσεις για διπλασιασμό της λιγνιτικής παραγωγής, προκειμένου να συγκρατηθεί το κόστος ρεύματος αλλά και να διασφαλισθεί η επάρκεια σε περίπτωση διακοπής των ροών ρωσικού αερίου.
Η υψηλή συμμετοχή του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή σε συνδυασμό με την πορεία που έχει πάρει η χρηματιστηριακή τιμή του καυσίμου οδήγησε σε ονομαστικές αυξήσεις πάνω από 40% την τιμή της κιλοβατώρας τον Σεπτέμβριο σε σχέση με τον Αύγουστο και εκτόξευσε τον λογαριασμό των επιδοτήσεων σε 1,9 δισ. ευρώ. Η κυβέρνηση για να συγκρατήσει τα τιμολόγια στα επίπεδα των 14-17 λεπτών/κιλοβατώρα, όπως έχει δεσμευθεί, απορρόφησε το 94% της αύξησης, αυξάνοντας την επιδότηση της κιλοβατώρας από τα 33,7 λεπτά τον Αύγουστο στα 63,9 λεπτά τον Σεπτέμβριο.
Ηλεκτρική διασύνδεση
Η Ελλάδα συγκυριακά έχει γλιτώσει από την καταιγίδα των τιμών που πλήττει τις άλλες χώρες της Ευρώπης, και αυτό γιατί η βασική ηλεκτρική διασύνδεση με τις αγορές της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης, που τιμολογούν τις ελλείψεις της πυρηνικής παραγωγής της Γαλλίας, είναι εκτός λειτουργίας από τις 24 Αυγούστου. Πρόκειται για το υποθαλάσσιο ηλεκτρικό καλώδιο διασύνδεσης με την αγορά της Ιταλίας, που λόγω υψηλής εξάρτησης από το φυσικό αέριο έχει καταστεί η ακριβότερη της Ευρώπης. H επαναλειτουργία του καλωδίου στις 3 Σεπτεμβρίου θα δώσει τη δυνατότητα εξαγωγών 500 MW στην ακριβότερη αγορά της Ευρώπης, κάτι που θα οδηγήσει προς τα πάνω τις τιμές στην Ελλάδα. Στην παρούσα συγκυρία, το μειονέκτημα –για κανονικές συνθήκες– των περιορισμένων διασυνδέσεων της χώρας μας λειτούργησε ως πλεονέκτημα και συγκράτησε τις τιμές στη χονδρεμπορική αγορά στα επίπεδα των 400 ευρώ/μεγαβατώρα σε μεγάλη απόσταση από τα 600 και 700 ευρώ/μεγαβατώρα των άλλοτε ανταγωνιστικών αγορών της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης με τις πολλαπλές διασυνδέσεις και τη μεγάλη ποικιλία μείγματος καυσίμων (πυρηνικά, ΑΠΕ, υδροηλεκτρικά και το υπό διωγμόν φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο…).
από την kathimerini