Η «Δημοκρατική Παράταξη» την οποία επικαλείται ο ΣΥΡΙΖΑ και ένα μέρος της θεωρητικά επιθυμεί να εκπροσωπήσει το ΚΙΝΑΛ, είχε σημείο αναφοράς την ιδεολογία του Κέντρου. Ως έννοια σήμερα είναι κενή πολιτικού περιεχομένου. Ανήκει στην ιστορία και ως εκ τούτου η επίκληση της έχει νόημα προκειμένου να καταδείξει και να αναδείξει πτυχές μιας περιόδου που η Ελλάδα είχε διχαστεί και οι κεντρώες πολιτικές δυνάμεις αποτελούσαν «ουδέτερη ζώνη» ανάμεσα στην κομμουνιστική Αριστερά και την… «βασιλευομένη» Δεξιά. Η πόλωση και ο διχασμός μοιραία ταύτισε την έννοια της προοόδου με την Αριστερά και της συντήρησης με τη Δεξιά. Σε καμία όμως περίπτωση άδικα, αφού η Δεξιά ταυτιζόμενη με τη βασιλεία φρόντισε η ίδια να αυτοεξαιρεθεί από το προοδευτικό κίνημα και να απομονωθεί στη δημοκρατική συνείδηση του λαού.
Του Χάρη Παυλίδη
Όλα αυτά ωστόσο αποτελούν παρελθόν και αφορούν περιόδους της ιστορίας από τις οποίες όλες τα πολιτικά κόμματα οφείλουν να μελετούν και να διδάσκονται. Η ιστορία όμως δεν κληρονομείται και κυρίως με την ιστορία δεν κάνεις πολιτική. Η ταύτιση με έννοιες και πρόσωπα έχουν σημασία αλλά ενίοτε εγλωβίζουν τους «κληρονόμους» στο παρελθόν και αναπόφευκτα δεν τους αφήνουν ανεπηρέαστους να προσεγγίσουν το παρόν ώστε να προετοιμάσουν το μέλλον. Οι ηγεσίες των πολιτικών κομμάτων με μακρά ιστορική διαδρομή οφείλουν να το γνωρίζουν αυτό ώστε να αποφύγουν συνειρμούς που ενίοτε οδηγούν σε συγκρίσεις με μύθους που έχουν ισχυρά ερείσματα στην κοινωνία.
Δυστυχώς για το πολιτικό σύστημα, και ατυχώς για τις ηγεσίες των πολιτικών κομμάτων που επιχειρούν αντί να γράφουν ιστορία να αντιγράφουν την ιστορία, η αυθεντικότητα του πρωτοτύπου όσο τέλεια κι αν είναι δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις αλλαγές που έχουν συντελεσθεί με την πάροδο του χρόνου. Η αποτυχία του Αλέξη Τσίπρα, πέραν των άλλων εμφανών πολιτικών αδυναμιών, σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στο αντίγραφο της Αριστεράς που εμφάνισε ως πρωτότυπο. Χρειάστηκαν μερικά χρόνια διακυβέρνησης προκειμένου να αποκαλυφθεί η πλαστότητα. Και τώρα έρχεται και αντί να καταθέσει νέες ιδέες, ξαναζεσταίνει τη «Δημοκρατική Παράταξη».
Πώς ορίζεται όμως η «Δημοκρατική Παράταξη» το 2020; Ποια είναι η αφετηρία της και σε ποια Στάση της διαδρομής της συναντήθηκε με αυτό που εκπροσωπεί ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας; Γιατί δεν είναι «Δημοκρατική Παράταξη» η Νέα Δημοκρατία και είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΙΝΑΛ και ων ουκ έστιν αριθμός «προοδευτικών» δυνάμεων; Γιατί είναι «προοδευτικός» ο Αλέξης Τσίπρας που στην ουσία αναμασά συνθήματα και ενεργεί ως «συντηρητής έργων» και αντιγραφέας στερεοτύπων; Από που προκύπτει ως «Συντηρητική» η παράταξη που αποκατέστησε το δημοκρατικό πολίτευμα, εκδίωξε την βασιλεία και νομιμοποίησε το ΚΚΕ; Σε τελευταία ανάλυση η δημοκρατία και η πρόοδος είναι εξ ορισμού υπόθεση της Αριστεράς και μάλιστα σε «απευθείας ανάθεση» στον Αλέξη Τσίπρα;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Αλέξης Τσίπρας είναι ένας ταλαντούχος αντιγραφέας και κυρίως ένας δεινός αφηγηματογράφος. Ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που κάνει πολιτική καριέρα με αυτά τα προσόντα. Εκπρόσωπος όμως της «Δημοκρατικής Παράταξης» έστω και με την ιστορική σημασία του ορισμού, από κι έως που; Μήπως γιατί κάποια ορφανά του ΠΑΣΟΚ με στερητικό σύνδρομο εξουσίας φροντίζουν να τροφοδοτούν με μύθους την υστεροφημία του; Ή μήπως γιατί το σύνδρομο του αντί-μητσοτακισμού κάποιων δεξιών διερχόμενων από τη Νέα Δημοκρατία τον καθιστά μετριοπαθή, προοδευτικό και κεντρώο;
Δεν μπορώ να ξέρω τι πιστεύει ο ίδιος για τον εαυτό του, αλλά ο Αλέξης Τσίπρας δεν έχει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του κεντρώου πολιτικού. Δεν είμαι σίγουρος αν έχει και του αριστερού με την ευρωπαϊκή σημασία του όρου, αλλά αυτό είναι ένα ζήτημα που μπορεί να απασχολεί το ΣΥΡΙΖΑ και τους παροικούντες στα πέριξ. Το πλέον βέβαιο είναι ότι οι απόψεις του, όπως και οι απόψεις της πλειονότητας των στελεχών και των οπαδών του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς κι ενός μεγάλου μέρους της σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής αριστεράς, ποτέ δεν υπήρξαν κεντρώες. Ούτε στην οικονομία, ούτε στα κοινωνικά θέματα, πολλώ δε μάλλον στα εθνικά.
Στον αντίποδα ο Κυριάκος Μητσοτάκης στον πρώτο χρόνο διακυβέρνησης, εκτός της αποτελεσματικότητας που επέδειξε στην αντιμετώπιση της διπλής κρίσης(Έβρος-Κορωνοϊός), επιχειρεί αποφεύγοντας την ταύτιση με την ιστορικότητα των εννοιών και το συναισθηματικό φορτίο που αναμφισβήτητα έχουν, να δώσει το δικό του πολιτικό στίγμα. Με σαφές κεντρώο προοδευτικό προσανατολισμό, απελευθερωμένο από τις ιστορίες των άλλων, φιλικό στην επιχειρηματικότητα, κοινωνικά ευαισθητοποιημένο, καθώς και πλήρως εναρμονισμένο με τα ατομικά δικαιώματα.
Ο πρώτος χρόνος της «πολιτικής αλλαγής» έδωσε την ευκαιρία στον Κυριάκο Μητσοτάκη να αποδείξει ότι το Κέντρο δεν είναι «ουδέτερη ζώνη» ούτε «κέντρο διερχομένων», αλλά ένας χώρος σύνθεσης όπου οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται με κριτήριο την ιδεολογία, αλλά τις παραγματικές ανάγκες της κοινωνίας. Ο δεύτερος χρόνος που ξεκινά σήμερα θα δείξει ότι ο κεντρώος πραγματισμός μπορεί να συνυπάρξει με τις μεταρρυθμίσεις ώστε τα επόμενα χρόνια η Ελλάδα να αποκτήσει σύγχρονο κράτος.