Χθες έκανα μια βουτιά στο παρελθόν, τότε που το ΠΑΣΟΚ ήταν στα μεγάλα κέφια του, μιλάω για τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Αφορμή στάθηκε μια μεσημεριανή βόλτα στο ΜΙΝΙΟΝ, άνοιξε πάλι προχθές, δεν ξέρω αν μου αρέσει έτσι φυλακισμένο σε αυτά τα σίδερα ή από τι άλλο είναι το υλικό που το ντύνει. Θα το ξαναδώ όμως γιατί δεν θέλω να απορρίπτω τίποτα με την πρώτη ματιά.

Δεν βρέθηκαν ποτέ εκείνοι που του έβαλαν μπουρλότο τα ξημερώματα της 19ης Δεκεμβρίου του 1980, μαζί με τον Κατράντζο, ήταν η εποχή που κάποιοι –δεν θα τους μάθουμε ποτέ– πυρπολούσαν για κάναν χρόνο τα λιγοστά πολυκαταστήματα, μετά ήρθε το ΠΑΣΟΚ και η Ελλάδα έζησε τις μεγαλύτερες στιγμές της ως αλλοπρόσαλλη σοσιαλίστρια.

Κάτι τέτοιες στιγμές θυμήθηκα και χθες όταν μετά τα ψώνια κατέληξα σε ένα τσιπουράδικο της γειτονιάς. Στο διπλανό τραπέζι γύρω από ένα πιάτο γίγαντες και μία χόρτα σιγόπιναν τρεις δικηγόροι, φαίνονταν από τα μπλε κοστούμια με τη γυαλάδα στους αγκώνες ότι είναι δικηγόροι. Ήταν τόσο κοντινή η απόσταση που χώριζε τα τραπέζια μας που γίναμε μια παρέα – σε αυτό βοήθησε και η ηλικία μας. Όλοι από γενιά που μεγάλωσε χωρίς το άγχος να ποστάρει τον γίγαντα και τη φάβα στα σόσιαλ.

Κουβέντα στην κουβέντα, συμφωνήσαμε πως ο Νίκος Ανδρουλάκης καταστρέφει το κόμμα – οι δικηγόροι ήταν εγγεγραμμένα μέλη του ΠΑΣΟΚ από την εποχή που πήγαιναν στη Νομική, δηλαδή «γενιά του Πολυτεχνείου». Το τσίπουρο χωρίς γλυκάνισο βοήθησε να ειπωθούν αλήθειες, από αυτές που ασφυκτιούν μέσα στα κοστούμια της δουλειάς. «Μέχρι το καλοκαίρι θα έχει φύγει ο Ανδρουλάκης» είπε ο Μπάμπης, «εγώ ψήφισα Γερουλάνο και θα τον ξαναψηφίσω, είναι ο μόνος που μπορεί να σώσει το κόμμα», είπε ο Κούλης, ένας δαιμόνιος Πελοποννήσιος που όλοι τον προσφωνούσαν «πρόεδρο».

Έφυγα την ώρα που μαζεύτηκαν κι άλλοι δικηγόροι, είχαν κάτι σαν γιορτινό τσιμπούσι ή μνημόσυνο για τα χρόνια που πέρασαν με καλπασμό, χρήμα υπόκωφα χυδαίο και αδήλωτο, ζωή που άφησε στον ουρανίσκο μια επίγευση στυφή και στο στόμα λίγα δόντια σάπια ή χρυσά.