«Δεν πήγαινα τον ποινικό κώδικα στη Βουλή γιατί υπήρχαν διατάξεις με τις οποίες διαφωνούσα», ξεκαθάρισε ο Σταύρος Κοντονής και περνώντας στην αντεπίθεση κατηγορεί τον ΣΥΡΙΖΑ για συκοφαντία και σταλινισμό με αφορμή ανακοίνωση του γραφείου τύπου.
Σε δήλωσή του ξεκαθαρίζει πως « η παραίτησή μου υποβλήθηκε στον Πρόεδρο του κόμματος προ τριημέρου και σχετίζεται αποκλειστικά με την καταστροφική εσωστρέφεια, τις ομαδοποιήσεις, τους εσωτερικούς μηχανισμούς και τις δημόσιες αντεγκλήσεις στελεχών του κόμματος εν όψει του συνεδρίου και άλλων σοβαρών εσωκομματικών προβλημάτων τα οποία σε μόνιμη βάση συγκροτούν την πλέον αρνητική εικόνα για το κόμμα και την προοδευτική παράταξη.
Τη στιγμή μάλιστα που απέναντί μας υπάρχει μια κυβέρνηση η οποία έχει αποτύχει στη διαχείριση σοβαρών κοινωνικών προβλημάτων.
Επαναλαμβάνω όμως για μια ακόμη φορά, ότι απαράδεκτες διατάξεις στο νέο Ποινικό Κώδικα, όπως η κατάργηση της παρεπόμενης ποινής στερήσεως πολιτικών δικαιωμάτων και η μετατροπή του αδικήματος της δωροδοκίας από κακούργημα σε πλημμέλημα ήταν σοβαρά και ανεπίτρεπτα λάθη.
Χαίρομαι γιατί πληροφορήθηκα ότι με πρωτοβουλία της κοινοβουλευτικής ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ θα κατατεθεί τροπολογία επαναφοράς των καταργημένων διατάξεων και ελπίζω να τύχει της στήριξης όλων των δημοκρατικών κομμάτων.
Τέλος, επιστρέφω αυτούσια στους εκδότες της, την ανακοίνωση του γραφείου τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, ως μνημείο συκοφαντίας και σταλινισμού και απαξιώ να την σχολιάσω».
Την ίδια ώρα με συνέντευξη του στον Alpha τόνισε πως μολονότι υπήρξε υπουργός μέχρι και σήμερα δεν του έχει ζητηθεί απολογισμός, ένδειξη πως το κόμμα δεν λειτουργεί.
Ακούστε τη συνέντευξη
Η δήλωση που προκάλεσε την αντίδρασή του αναφέρει: «Οι δηλώσεις του Σταύρου Κοντονή, που υιοθετούν την προπαγάνδα και τα fake news της Νέας Δημοκρατίας, είναι απαράδεκτες και αντικειμενικά εξυπηρετούν πολιτικά συμφέροντα εχθρικά προς την Αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία».
Σύμφωνα με πληροφορίες που επικαλείται το iefimerida.gr ο Αλέξης Τσίπρας έδωσε εντολή το ζήτημα του Σταύρου Κοντονή να παραπέμπεται στην Οργάνωση Μελών, στην οποία συμμετέχει, με το ερώτημα της διαγραφής. Αν η οργάνωση αποφασίσει θετικά (με πλειοψηφία 3/4), τότε το ζήτημα παραπέμπεται στο αμέσως ανώτερο όργανο.