Η βραδύνοια και ο φανατισμός όταν συναντώνται δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στους άλλους και όχι φυσικά σε εκείνους που διευκολύνουν τη συνεύρεση. Προφανώς το πρόβλημα με τους φανατικούς βλάκες εμπίπτει στην αρμοδιότητα του ψυχιάτρου. Αυτό αντιμετωπίζεται. Εκείνο που δυστυχώς φαίνεται ότι δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί, ίσως γιατί έχει αποκτήσει χαρακτηριστικά εθνικού ιδεολογήματος, είναι ότι οι κατά τεκμήριο σοβαροί διαμορφωτές της κοινής γνώμης διευκολύνουν την εξάπλωση της βλακείας και του φανατισμού.

Του Χάρη Παυλίδη

Είναι αυτονόητο ότι ο καθείς έχει το δικαίωμα να εκφράζει τις απόψεις του και μάλιστα αντιπαραθέτοντας τις να επιδιώκει την επικράτηση τους. Η διαδικασία της αντιπαράθεσης των ιδεών ενέχει κινδύνους, αλλά σε κάθε περίπτωση αντιμετωπίζονται εφόσον ο διάλογος τηρείται επί ίσοις όροις και ο σεβασμός μεταξύ των διαλεγομένων διαμορφώνει το πλαίσιο. Συνήθως το αυτονόητο της κοινής λογικής δεν τηρείται όταν ο διάλογος διεξάγεται επί θεμάτων που άπτονται του εθνικού συμφέροντος.

Στην προκειμένη περίπτωση οι απόψεις για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις κατατίθενται μονομερώς και όταν διατυπώνεται μια διαφορετική άποψη, κι αυτή σπανίως, εκ προοιμίου θεωρείται ενδοτική. Η συνάντηση φανατισμού και βραδύνοιας υποδαυλιζόμενη από τους έχοντες γνώση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, εν προκειμένω από εκείνους που βγάζουν… μεροκάματο από την ένταση αυτών των σχέσεων, απαγορεύει ουσιαστικά την κατάθεση απόψεων που θα οδηγούσαν στην αποκλιμάκωση της έντασης.

Βλάκες και «επιτήδειοι» υπάρχουν και στις δύο πλευρές. Η Τουρκία υπερτερεί και σε αμόρφωτους, γεγονός που καθιστά περισσότερο επικίνδυνο κάποια στιγμή η ένταση να οδηγήσει σε θερμό επεισόδιο. Αυτό ακριβώς το ενδεχόμενο θα έπρεπε στην κοινή γνώμη της Ελλάδας, όπου οι δημοκρατικοί θεσμοί λειτουργούν και υποτίθεται ότι ο δυτικός άνεμος φυσάει και ανανεώνει τα μυαλά, να εκλαμβάνεται ως συγκριτικό πλεονέκτημα και όχι ως απειλή. Το εθνικό φρόνημα είναι πολύ σοβαρή υπόθεση ώστε να το εμπιστεύεται κανείς σε αποστράτους και καθηγητές διεθνών σχέσεων.

Είναι προφανές ότι κανείς δεν θέλει να χάσει τη… δουλειά του, είτε εκείνοι που χειραγωγούν την κοινή γνώμη στη Τουρκία, είτε οι άλλοι που συντηρούν το μύθο ότι ο «τούρκος δεν πιάνεται φίλος» στην Ελλάδα. Και βέβαια ό,τι καλύτερο για τα ΜΜΕ που έχουν θέμα να «πουλήσουν» και μια πελατεία πρόθυμη να αγοράσει τσάμπα πατριδοκαπηλία. Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι όποιες πρωτοβουλίες από όποια κυβέρνηση μένουν στα συρτάρια του υπουργείου των Εξωτερικών. Αντιδράμε στις τουρκικές προκλήσεις, αλλά καμία πρωτοβουλία που θα αλλάξει την ατζέντα.

Και η κρίση παρατείνεται στο διηνεκές. Το μόνο όφελος είναι ότι όσοι έχουν συμφέρον από την κρίση περνάνε καλά σε βάρος του καλώς εννοουμένου εθνικού συμφέροντος. Οι φανατικοί κραυγάζουν και οι υπεύθυνες και συνετές φωνές σιωπούν. Και την ίδια ώρα κάποιοι κάνουν «δουλειές» που αποφέρουν πολλά κέρδη, αλλά η χώρα δεν αποκομίζει κανένα βραχυπρόθεσμο ή μακροπρόθεσμο κέρδος. Πόσες δεκαετίες παραμένει διχοτομημένη η Κύπρος; Πόσες ευκαιρίες χάθηκαν; Δεν προβληματίζει το γεγονός ότι διαβάζοντας τα πρωτοσέλιδα της δεκαετίας του ’80, και του ’90 είναι τα ίδια με τα πρωτοσέλιδα του 2020; Πόσες δεκαετίες πρέπει να περάσουν και πόσα εκατομμύρια ευρώ θα χρειασθούν για να δοκιμάσουμε κάτι διαφορετικό;

Ο τούρκος ποιητής Κανίκ είχε αναρωτηθεί: «Και τι δεν κάναμε γι αυτή την πατρίδα». Και είχε καταλήξει στη διαπίστωση: «Άλλοι σκοτωθήκαμε άλλοι βγάλαμε λόγους». Η απάντηση βρίσκεται στις λέξεις ενός ραδιοφωνικού σχόλιου του Μάνου Χατζιδάκι: «Πότε θ’ ανθίσουνε τούτοι οι τόποι, πότε θαρθούνε κανούριοι άνθρωποι να συνοδεύσουνε τη βλακεία στην τελευταία της κατοικία;». Προς το παρόν η βραδύνοια και ο φανατισμός ζουν και βασιλεύουν και στις δύο πλευρές του Αιγαίου.