Δημογραφικό: Σημαντικές μεταβολές στον πληθυσμό εργάσιμης ηλικίας (20-64 ετών) και στους πολίτες άνω των 65 ετών αναμένεται να φέρει το μέλλον, σύμφωνα με τη νέα μελέτη του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών, υπογεγραμμένη από τον ομότιμο καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και διευθυντή του ΙΔΕΜ, κ. Βύρωνα Κοτζαμάνη. Το δημογραφικό πρόβλημα εξελίσσεται σε μία από τις σοβαρότερες προκλήσεις για την Ελλάδα έως το 2050, τόσο σε κοινωνικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο.

Η μείωση των γεννήσεων μετά το 1980 και η σταδιακή υποχώρηση της γονιμότητας —από 2,2 παιδιά ανά γυναίκα στη μεταπολεμική περίοδο σε κάτω του 1,5 σήμερα— έχει ως αποτέλεσμα τη συνεχή μείωση των νεότερων ηλικιακών ομάδων. Παράλληλα, η αύξηση του προσδόκιμου ζωής και οι πολυπληθείς γενιές του παρελθόντος οδηγούν σε αλματώδη άνοδο των 65 ετών και άνω. Αντίθετα, ο πληθυσμός 20-64 ετών αναμένεται να μειωθεί κατά 1,7 εκατ. άτομα έως το 2050 (από 5,95 σε 4,27 εκατ.), εφόσον το μεταναστευτικό ισοζύγιο παραμείνει μηδενικό.

Η γήρανση του πληθυσμού συνδυάζεται με ένα δεύτερο κρίσιμο πρόβλημα: τη διαρκώς συρρικνούμενη αναλογία εργαζομένων προς ηλικιωμένους. Από 1,64 απασχολούμενους ανά 65+ ετών σήμερα, ο λόγος αυτός αναμένεται να πέσει στο 1,1 το 2050 — και αυτό μόνο στο καλύτερο σενάριο, εφόσον αυξηθεί σημαντικά η συμμετοχή στην αγορά εργασίας και ιδιαίτερα των γυναικών και των ατόμων ηλικίας 20-29 και 55-64 ετών.

Ο κ. Κοτζαμάνης τονίζει πως μια προοδευτική αύξηση του ποσοστού απασχόλησης των 20-64 ετών από 67% σήμερα σε 82% μέχρι το 2050, θα μπορούσε να περιορίσει την απώλεια των εργαζομένων κατά 515 χιλιάδες και να διατηρήσει την απασχόληση κοντά στα σημερινά επίπεδα των 4 εκατομμυρίων.

Παράλληλα, ένα θετικό μεταναστευτικό ισοζύγιο (+28.000 άτομα/έτος) θα μπορούσε να μετριάσει τη δημογραφική γήρανση και να συμβάλει τόσο στην ενίσχυση του εργατικού δυναμικού όσο και στην ανανέωση του πληθυσμού αναπαραγωγικής ηλικίας. Οι γυναίκες 25-49 ετών, κρίσιμες για τη γονιμότητα, προβλέπεται να μειωθούν κατά 28% εάν δεν υπάρξει εισροή νέων μεταναστών.

Ωστόσο, ακόμα και υπό ευνοϊκές συνθήκες, η αναλογία εργαζομένων ανά ηλικιωμένο δεν θα επανέλθει στα σημερινά επίπεδα. Αυτό, όπως επισημαίνει ο κ. Κοτζαμάνης, καθιστά επιτακτική την ανάγκη για πολιτικές που θα αντιμετωπίζουν τις επιπτώσεις του φαινομένου σε βάθος: από την ενίσχυση της απασχόλησης και τη στήριξη της οικογένειας μέχρι τη βελτίωση της ποιότητας του ανθρώπινου δυναμικού.

Ο παραγόμενος πλούτος μιας χώρας δεν εξαρτάται μόνο από το πλήθος των εργαζομένων, αλλά και από την ποιότητα, την εκπαίδευση και την παραγωγικότητά τους. Γι' αυτό και η αντιμετώπιση της δημογραφικής πρόκλησης απαιτεί ολιστικές πολιτικές και διατομεακές παρεμβάσεις.