Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έδωσε στη δημοσιότητα τα μεγέθη των ευρωπαϊκών τραπεζών για το 2020. Τα στοιχεία επιβεβαιώνουν τις παρατηρήσεις και συστάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος που αναφέρονται στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.

Οι ελληνικές τράπεζες εμφανίζονται με το υψηλότερο στοκ κόκκινων δανείων, σε σχέση με το σύνολο των χορηγήσεων, μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης, παρά τις τιτλοποιήσεις ύψους περίπου 14 δισ. ευρώ, τις διαγραφές δανείων 3,8 δισ. ευρώ και τις συνολικές ρυθμίσεις ύψους 28 δισ. Αναγνωρίζεται το γεγονός ότι το 2020 τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια υποχώρησαν περαιτέρω, με αποτέλεσμα στο τέλος του 2020 το συνολικό απόθεμά τους να διαμορφωθεί σε 47,2 δισεκ. ευρώ, μειωμένο κατά 31,1% ή 21,3 δισεκ. ευρώ σε σχέση με το τέλος του 2019 (68,5 δισεκ. ευρώ). Όμως, το ποσοστό των κόκκινων δανείων ως ποσοστό στο σύνολο των χορηγήσεων ανήλθε στο 30,1% τον Δεκέμβριο του 2020, όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος στην ΕΕ ήταν 2,58%. Δηλαδή, στην Ελλάδα το ποσοστό των κόκκινων δανείων είναι μεγαλύτερο περισσότερο από 10 φορές, σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Την ίδια στιγμή, η χαμηλή κερδοφορία. Η ΕΚΤ παρουσιάζει τη σύγκριση σε ό,τι αφορά στην κερδοφορία το 2020 (ROE). Η κερδοφορία πανευρωπαϊκά κινήθηκε στο 2,3% και από τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές, σύμφωνα με δημόσιες δηλώσεις τις προηγούμενες ημέρες, χαρακτηρίστηκε ως αδύναμη. Ο αντίστοιχος δείκτης κερδοφορίας (return on equity) των ελληνικών τραπεζών το 2020 ήταν αρνητικός (περίπου -6%). Επίσης, ήταν η μεγαλύτερη αρνητική μεταβολή στην κερδοφορία, σε ετήσια βάση, στην Ε.Ε. Η δεύτερη μεγαλύτερη καταγράφηκε από τις Ιρλανδικές τράπεζες και η τρίτη από τις Ισπανικές. Σημειώνεται ότι οριακά αρνητική ήταν για τις τράπεζες της Βουλγαρίας, ενώ στα επίπεδα του -3% κινήθηκαν οι κυπριακές (και οι ισπανικές).

Μολονότι οι ελληνικές τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες με τους δείκτες εποπτικών κεφαλαίων να κινούνται σταθερά αρκετά υψηλότερα από το όριο που θέτει η ΕΚΤ, εντούτοις η σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές τράπεζες τις δείχνει με τα μικρότερα κεφάλαια. Συγκεκριμένα, ο δείκτης CET1 στην ΕΕ διαμορφώθηκε στο 15,8%, ενώ των ελληνικών τραπεζών οριακά χαμηλότερα, καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση πριν από τις τελευταίες (ισπανικές, με προτελευταίες τις πορτογαλικές) και την αμέσως επόμενη από τις ουγγρικές τράπεζες.

Όπως εξηγεί η Τράπεζα της Ελλάδος, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση μειώθηκε σε 14,9% το Δεκέμβριο του 2020 από 16,2% το Δεκέμβριο του 2019, και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio – TCR) σε 16,6%, από 17,3% αντίστοιχα. Αυτό οφείλεται από την αρνητική επίδραση από τη μετάβαση στο διεθνή λογιστικά πρότυπα ΔΠΧΑ-9 και τις ζημιές της χρήσης 2020. Μάλιστα, αν ληφθούν υπόψη τα ΔΠΧΑ-9, ο δείκτης CET1 των ελληνικών τραπεζικών ομίλων διαμορφώνεται χαμηλότερα στο 12,5%, σύμφωνα με την ΤτΕ.

Ποιότητα κεφαλαίων

Επιπρόσθετα, σημειώνει η ΤτΕ, σημαντική παράμετρο αποτελεί η χαμηλή ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων, καθώς τον Δεκέμβριο του 2020, οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Credits – DTCs) ανέρχονταν σε 15,1 δισεκ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας ποσοστό 53% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων.

Ωστόσο, θετική χαρακτηρίζει την εξέλιξη που αφορά στην επιτυχή ολοκλήρωση συναλλαγών κεφαλαιακής ενίσχυσης κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών του 2021, όπως η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου κατά 1,4 δισεκ. ευρώ και η έκδοση ομολόγου Additional Tier 1 ύψους 600 εκατ. ευρώ από την Τράπεζα Πειραιώς, καθώς και η έκδοση ομολόγου Tier 2 ύψους 500 εκατ. ευρώ από την Alpha Bank και η επικείμενη αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου.

Μάλιστα, η ΤτΕ προτρέπει τις ελληνικές τράπεζες να αντλήσουν κεφάλαια. Συγκεκριμένα τονίζει:”Υπό την προϋπόθεση της σταδιακής εξομάλυνσης του μακροοικονομικού περιβάλλοντος και της φθίνουσας πορείας της πανδημίας COVID-19, οι ελληνικές τράπεζες μπορούν να επιταχύνουν τις εκδόσεις χρεογράφων οι οποίες ξεκίνησαν ήδη από το τέλος του 2020 ενώ αναμένεται να προβούν ιδίως από το τέλος του 2021 και μετά σε έκδοση ομολόγων μειωμένης εξασφάλισης και EMTNs και προνομιούχων ομολόγων, συμπεριλαμβανομένων και των “πράσινων” ομολογιών. Ήδη, αξίζει να σημειωθεί ότι τον Οκτώβριο του 2020 εκδόθηκε το πρώτο πράσινο ομόλογο από ελληνικό πιστωτικό ίδρυμα (Εθνική Τράπεζα). Η ενίσχυση της πρόσβασης στις κεφαλαιαγορές μέσω της περαιτέρω έκδοσης χρεογράφων χωρίς εξασφαλίσεις (senior unsecured bonds) θα αυξήσει την ικανότητα των τραπεζών να καλύπτουν τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL) στα επόμενα χρόνια”.

Πηγή: Capital.gr