Η ραγδαία αύξηση των κρουσμάτων, που ήλθε πολύ νωρίτερα από όσο είχαν εκτιμήσει οι επιδημιολόγοι και είχαν ελπίσει οι πολιτικές εξουσίες, αναγκάζει τώρα τις κυβερνήσεις πολλών ευρωπαϊκών χωρών να επαναφέρουν τα περιοριστικά μέτρα.

Το αποτέλεσμα θα είναι βέβαια να προχωρήσει η ΕΚΤ σε νέα μέτρα στήριξης της οικονομίας και μάλιστα εντός του έτους. Στην εκτίμηση αυτή κατατείνουν στην πλειονότητά τους οικονομολόγοι που συμμετείχαν σε σχετική δημοσκόπηση του Bloomberg από τις 16 έως τις 22 Οκτωβρίου.

Κίνηση

Προεξοφλούν ειδικότερα νέα τονωτική ένεση ύψους 500 δισ. ευρώ, που θα προστεθεί στο ήδη ιλιγγιώδες πρόγραμμα αγοράς ομολόγων ύψους 1,35 τρισ. ευρώ, το οποίο αποφάσισε να υιοθετήσει η ΕΚΤ τον Μάρτιο εν μέσω του πρώτου κύματος της πανδημίας. Οι περισσότεροι εκτιμούν μάλιστα πως η ΕΚΤ θα προχωρήσει στη νέα αποφασιστική κίνηση τον  Δεκέμβριο.

Όπως δήλωσαν οι περισσότεροι στη σχετική δημοσκόπηση, προβλέπουν πως το διοικητικό συμβούλιο θα διατηρήσει αμετάβλητη την πολιτική του στη συνεδρίαση της Πέμπτης, όταν θα εξετάσει το μέγεθος της ζημίας που έχει ήδη υποστεί η οικονομία της Ευρωζώνης. Δεν είναι λίγοι, πάντως, όσοι προεξοφλούν πως η πρόεδρος της τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ θα αποκαλύψει ότι δρομολογεί ήδη νέα μέτρα για τη στήριξη της οικονομίας.

Δεδομένου ότι σε πολλές περιοχές της Ευρώπης επανέρχονται οι απαγορεύσεις και οι περιορισμοί σε μετακινήσεις, σε ταξίδια, στα μπαρ και στα εστιατόρια, ενώ οι κυβερνήσεις προχωρούν σε απαγόρευση κυκλοφορίας για να αναχαιτίσουν την περαιτέρω μετάδοση της πανδημίας, η οικονομία της Ευρωζώνης παρουσιάζει ήδη τα πρώτα σημάδια στασιμότητας. Βρίσκεται, έτσι, και πάλι ενώπιόν της το φάσμα της διπλής ύφεσης. Σχολιάζοντας το δεύτερο κύμα της πανδημίας, που ουσιαστικά άρχισε να κλιμακώνεται ενώ σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης δεν είχε ακόμη λήξει το καλοκαίρι, η κ. Λαγκάρντ δήλωσε προ τριών ημερών ότι «έρχεται πιο γρήγορα, και υπό αυτήν την έννοια μας εκπλήσσει, γι’ αυτό και δεν είναι καλός οιωνός».

Όπως υπογραμμίζουν, πάντως, αναλυτές του Bloomberg, η ΕΚΤ δεν έχει λόγο να σπεύσει. Τα κονδύλια από το πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης δεν έχουν ακόμη δαπανηθεί, ενώ οι αναθεωρημένες εκτιμήσεις για την κατάσταση της οικονομίας δεν πρόκειται να είναι διαθέσιμες πριν από τον Δεκέμβριο. Ο λόγος, για τις πρώτες εκτιμήσεις για το οικονομικό έτος 2021, που ενδεχομένως θα καθορίσουν και πόση στήριξη θα χρειαστεί επιπλέον η ευρωπαϊκή οικονομία.

Σύμφωνα με τον Κρίστιαν Τόντμαν, οικονομολόγο της DekaBank στη Φρανκφούρτη, «η ΕΚΤ πρόκειται να επιβεβαιώσει απλώς πως είναι έτοιμη να χαλαρώσει περαιτέρω τη νομισματική της πολιτική, αλλά δεν είναι ακόμη αναγκαίο να το υλοποιήσει». Ο ίδιος εκτιμά πως η προετοιμασία για τη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου θα επικεντρωθεί στην εικόνα της οικονομίας και στο πώς είναι ο κατάλληλος σχεδιασμός ενός πακέτου στήριξης.

Ένδειξη

Η πλειονότητα των συμμετασχόντων στην εν λόγω δημοσκόπηση προβλέπει, πάντως, παράταση του προγράμματος έκτακτης ανάγκης κατά έξι μήνες, μέχρι δηλαδή το τέλος του 2021. Και μόνον το ¼ των οικονομολόγων εκτιμά πως θα ενισχυθεί το παλαιότερο και σαφώς λιγότερο επιθετικό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Όπως τονίζουν αναλυτές του Bloomberg, αν επαληθευθεί η εκτίμηση για μια αύξηση του προγράμματος έκτακτης ανάγκης κατά 500 δισ. ευρώ, θα αποτελεί ένδειξη του πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση, καθώς θα υπερδιπλασίαζε τελικά το αρχικό μέγεθος του προγράμματος όπως ήταν όταν ανακοινώθηκε για πρώτη φορά τον Μάρτιο.

Τα τελευταία στοιχεία είναι πράγματι απογοητευτικά. Η οικονομική δραστηριότητα στην Ευρωζώνη υποχώρησε τον Οκτώβριο και φαίνεται να φέρνει κοντά την απειλή μιας νέας ύφεσης. Η Γαλλία έχει ήδη προβλέψει στασιμότητα για το τέταρτο τρίμηνο, ενώ περισσότερες από τις μισές μικρομεσαίες επιχειρήσεις της Ευρώπης δηλώνουν ότι κινδυνεύουν να πτωχεύσουν μέσα στο επόμενο έτος, αν δεν αυξηθούν τα έσοδά τους.

Την ίδια στιγμή, οι εξελίξεις στο μέτωπο του πληθωρισμού εξακολουθούν να ανησυχούν έντονα την ΕΚΤ. Ο δείκτης υποχώρησε σε αρνητικό έδαφος τον Αύγουστο και αναμένεται να παραμείνει σε αρνητικό έδαφος για το υπόλοιπο του έτους. Οι οικονομολόγοι εκτιμούν μάλιστα πως ακόμη και το 2023 ο δείκτης δεν πρόκειται να υπερβεί έναν ρυθμό της τάξης μόλις του 1,5%.

Όπως υπογραμμίζει ο Ντέιβιντ Πάουελ, οικονομολόγος της Bloomberg Economics, «τα σύννεφα γίνονται όλο και πιο μαύρα πάνω από την Ευρωζώνη, και η ΕΚΤ θα αναγκαστεί να το αναγνωρίσει». Ο ίδιος προβλέπει πως η κ. Λαγκάρντ θα αναγκαστεί να δηλώσει «εμφανώς λιγότερο αισιόδοξη από όσο ήταν τον Σεπτέμβριο και να καταστήσει σαφές πως το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας είναι έτοιμο να αυξήσει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων».

Πηγή: kathimerini.gr