Έτοιμη να ξεκινήσει τον τρίτο «mega-κύκλο» ανάπτυξης είναι η ελληνική οικονομία, με την όποια αβεβαιότητα λόγω εκλογών να είναι αρκετά περιορισμένη, εκτιμά η Barclays σε έκθεσή της για την Ελλάδα.

Στην έκθεσή της η Barclays αναλύει διεξοδικά μια σειρά θεμάτων όπως τα εκλογικά σενάρια, τις οικονομικές επιδόσεις, την επενδυτική βαθμίδα και τη μετοχική αγορά. Αναφορικά με τις εκλογές, εκτιμά ότι μια κυβέρνηση υπό την ηγεσία της ΝΔ είναι μια πολύ ισχυρή βασική περίπτωση σε ενδεχόμενο δεύτερων εκλογών.

Σύμφωνα με την έκθεση, η Ελλάδα δεν είναι μια τυπική οικονομία που διανύει κύκλους 7-8 ετών, τουλάχιστον όχι με τρόπο που να επηρεάζει παρατηρητές και επενδυτές σε εσωτερικό και εξωτερικό. Αντίθετα, η οικονομική της ιστορία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο σημαδεύτηκε από δύο mega-κύκλους, βαθιά συνδεδεμένους με δομικές δυνάμεις και πολιτικές επιλογές.

Η ανάλυση της Barclays, που αναδημοσιεύουν οι Financial Times, αναδεικνύει τις σημαντικές στιγμές της ελληνικής οικονομικής ιστορίας από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το σκεπτικό σύμφωνα με το οποίο προβλέπει μια νέα «χρυσή εποχή».

Οι mega-κύκλοι

Ο πρώτος-mega κύκλος σύμφωνα με την Βarclays έλαβε χώρα μεταξύ της δεκαετίας του 1950 και των μέσων της δεκαετίας του 1970. Βγαίνοντας από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ελληνική οικονομία είχε καταστραφεί, ενώ μετά το τέλος του εμφυλίου το προσδόκιμο ζωής στην Ελλάδα ήταν χαμηλό -αποτέλεσμα της οικονομικής πίεσης και των κακών συνθηκών υγειονομικής περίθαλψης και υγιεινής.

Παράλληλα, η έκθεση επισημαίνει πως η άφιξη της ξένης βοήθειας, κυρίως ως αποτέλεσμα του Σχεδίου Μάρσαλ, σε συνδυασμό με προστατευτικές βιομηχανικές και συναλλαγματικές πολιτικές, καθώς και ξένη οικονομική εποπτεία, παρήγαγαν ένα οικονομικό θαύμα: η Ελλάδα, αν και από χαμηλή βάση, παρουσίασε επί χρόνια ρυθμούς ανάπτυξης, με τις συνθήκες διαβίωσης να αρχίζουν να μοιάζουν με αυτές των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1970.

Αυτόν τον πρώτο mega-κύκλο ακολούθησε σύμφωνα με την Barclays μια παρατεταμένη πτώση της δραστηριότητας, η οποία διήρκεσε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Στον απόηχο της πτώσης της δικτατορίας και της κυπριακής κρίσης, οι Έλληνες πολιτικοί αποφάσισαν να επιταχύνουν την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ, παρά τις σαφείς οικονομικές αδυναμίες που προέκυψαν από την «πρόωρη αποβιομηχανοποίηση».

Αξίζει να σημειωθεί πως σύμφωνα με την έκθεση, οι ισχύοντες εκλογικοί νόμοι δημιουργούν μια πληθώρα πιθανών αποτελεσμάτων, περιπλέκοντας τη βραχυπρόθεσμη πορεία, ωστόσο, τα περιθώρια για ριζικές πολιτικές ασυνέχειες είναι πολύ μικρότερα από ό,τι το 2015, χάρη στην ευρεία μετακίνηση της ελληνικής πολιτικής προς τον κεντρώο χώρο.

Επιπροσθέτως και στο ίδιο μήκος κυματος, η έκθεση υπογραμμίζει πως η άφιξη των διαρθρωτικών ταμείων από την ΕΕ, η υποτίμηση της δραχμής, οι μεγάλες επενδύσεις σε υποδομές και οι πολιτικές σύγκλισης οδήγησαν σύντομα σε εκ νέου ανάπτυξη. Ξεκινώντας κατά διαστήματα από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, αλλά επιταχυνόμενη με σοβαρότητα μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ το 1992, η ελληνική οικονομία είχε υπερπενταπλασιαστεί ως μερίδιο της γερμανικής οικονομίας μέχρι το 2008.

Κλείνοντας την αναφορά στους δύο κύκλους, η Barclays, τονίζει πως το τέλος αυτού του δεύτερου mega-κύκλου, η Ελλάδα είχε δημιουργήσει σημαντικές ανισορροπίες. Βασιζόμενη σε αυξανόμενα ποσά κρατικού δανεισμού και εξωτερικής χρηματοδότησης, λειτουργώντας σε μη ανταγωνιστικό επίπεδο κόστους και καταναλώνοντας ένα παράλογο μερίδιο δυνητικού εισοδήματος, η οικονομία προετοιμαζόταν για την κατάρρευση της περιόδου 2010-2019. Και πάλι ως τμήμα της γερμανικής οικονομίας, η ελληνική οικονομία μειώθηκε σχεδόν στο μισό για πάνω από μια δεκαετία.

Σήμερα, η Barclays εκτιμά ότι η Ελλάδα έχει την ευκαιρία για έναν τρίτο mega-κύκλο με τρεις βασικές δυναμικές:


Οι παγκόσμιες υπηρεσίες γίνονται πιο εμπορεύσιμες, δίνοντας στην Ελλάδα μια καλή ευκαιρία να οικοδομήσει έναν διεθνώς ανταγωνιστικό τομέα για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία της.

Ειδικότερα η έκθεση επισημαίνει πως:


«Η τάση αυτή επιταχύνθηκε στα χρόνια της ελληνικής κρίσης και η Ελλάδα τώρα την προλαβαίνει. Οι υπηρεσίες αποτελούν περίπου το 75-80% του ΑΕΠ, ως εκ τούτου πλέον είναι πολύ πιο πιθανό να είναι ανταγωνιστική στους τομείς των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της (τουρισμός, ακίνητα, μεταφορές, πληροφορική, καθαρή ενέργεια, υγειονομική περίθαλψη) παρά να δημιουργήσει μια νέα αυτοκινητοβιομηχανία.


Τα ζητήματα που αντιμετωπίζει η Ευρώπη στο σύνολό της (ενεργειακή ασφάλεια, ενεργειακή μετάβαση, προστατευτισμός από την Κίνα και τις ΗΠΑ) μειώνουν την προσοχή στις ενδοευρωπαϊκές δημοσιονομικές τριβές και εισάγουν μια νέα εστίαση στις διευρωπαϊκές πολιτικές που έχουν στόχο την αντιμετώπιση των μελλοντικών προκλήσεων.

Η Ελλάδα ξεκινά από χαμηλό επίπεδο δραστηριότητας, με πολύ λιγότερες ανισορροπίες από ό,τι στο παρελθόν, επωφελούμενη από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις σε υποδομές και λαμβάνει κεφάλαια από το Ταμείο Ανάκαμψης (NGEU), τα οποία με τη σημερινή τους μορφή μπορεί να φτάσουν έως και τα 60 δισ. ευρώ -ποσό εξαιρετικά μεγάλο στο πλαίσιο του μεγέθους της ελληνικής οικονομίας (περίπου 200 δισ. ευρώ).

Μπορεί η Ελλάδα να κεφαλαιοποιήσει αυτή τη δυναμική, δεδομένων των πολλών θεσμικών και οικονομικών μειονεκτημάτων της; Οι άμεσες ξένες επενδύσεις (FDI) τόσο στη μεταποίηση όσο και στις υπηρεσίες έχουν εκτοξευθεί τα τελευταία δύο χρόνια. Υπάρχει ξεκάθαρα η αίσθηση ότι η Ελλάδα είναι πρόσφορο έδαφος για επενδύσεις σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι στο πρόσφατο παρελθόν της, και ορισμένες μεγάλες συμφωνίες στον τομέα της τεχνολογίας και των πληρωμών επιβεβαιώνουν αυτή την τάση. Κατά συνέπεια, η ταχεία ανάκαμψη της Ελλάδας μετά την πανδημία φαίνεται σχετίζεται με παράγοντες πέραν της βασικής ανάπτυξης που σημειώθηκε από την πανδημία. Η διατήρηση αυτής της δυναμικής θα είναι το κλειδί για την είσοδο σε έναν ακόμη πολυετή mega-κύκλο υψηλής ανάπτυξης.

Η υφιστάμενη κυβέρνηση θα πρέπει επίσης να πιστωθεί αυτήν την αύξηση των επενδύσεων, καθώς η εμπιστοσύνη της αγοράς είναι σημάδι φιλικών προς τους επενδυτές πολιτικών. Επομένως, δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί οίκοι αξιολόγησης περιμένουν το εκλογικό αποτέλεσμα και τις επιπτώσεις του στην πολιτική σταθερότητα και τη δυναμική των μεταρρυθμίσεων πριν από την κρίσιμη αναβάθμιση της επενδυτικής βαθμίδας. Προς το παρόν, λοιπόν, μπορούμε να είμαστε χαρούμενοι απλά και μόνο επειδή η Ελλάδα φαίνεται να είναι σε ανάκαμψη», καταλήγει η έκθεση της Barclays.

Τα εκλογικά σενάρια και οι πιθανές κυβερνήσεις που θα προκύψουν

Αναφορικά με το μείζον ζήτημα των ημερών, τις εκλογές 2023, η Barclays εκτιμά ότι μπορεί οι ελληνικές βουλευτικές εκλογές της 21ης Μαΐου να προσελκύουν και πάλι την προσοχή των αγορών, ωστόσο τα περιθώρια για ριζική πολιτική ασυνέχεια είναι πολύ μικρότερα από ό,τι το 2015 σε όλα τα σενάρια.

Με βάση τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, τρεις βασικές πιθανότητες εκτιμά η Barclays:

1) το κεντροαριστερό ΠΑΣΟΚ είναι ο μόνος πιθανός εταίρος,

2) μια κυβέρνηση συνασπισμού υπό την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ με ορισμένα από τα μικρότερα κόμματα και

3) δεύτερες εκλογές με τον νεότερο εκλογικό νόμο της Νέας Δημοκρατίας, που αντικαθιστά την απλή αναλογική.

«Η βασική υπόθεση είναι ότι θα χρειαστούν δεύτερες εκλογές, δεδομένης της χαμηλής πιθανότητας οποιασδήποτε από τις επιλογές συνασπισμού.

Επιπλέον η έκθεση υπογραμμίζει τα εξής:

«Ένας συνασπισμός μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ έχει σχεδόν αποκλειστεί και από τα δύο κόμματα όσον αφορά τις εκλογές της 21ης Μαΐου. Θα μπορούσε να προκύψει αν ο συνδυασμός καταλήξει σε μια άνετη πλειοψηφία μεταξύ των δύο, αλλά οι τρέχουσες δημοσκοπήσεις δεν δείχνουν ότι αυτό το αποτέλεσμα είναι πολύ πιθανό. Σε κάθε περίπτωση, αυτό το αποτέλεσμα συνεπάγεται σχεδόν πλήρη πολιτική συνέχεια με την απερχόμενη κυβέρνηση.

Ένας συνασπισμός υπό την ηγεσία του δεύτερου ΣΥΡΙΖΑ θα απαιτούσε τη συνεργασία του ΠΑΣΟΚ συν ενός ή περισσοτέρων κομμάτων όπως το ΜέΡΑ25 ή το ΚΚΕ. Η περισσότερο ή λιγότερο αναγκαία παρουσία του κεντρώου ΠΑΣΟΚ αλλά και ενός πολύ λιγότερο ριζοσπαστικού ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με το 2015 περιορίζουν αναμφισβήτητα τον βαθμό πολιτικής ασυνέχειας με την τελευταία τετραετία, ακόμη και αν οι πολιτικές προτεραιότητες είναι πιθανό να μετατοπιστούν. Και τα τρία μικρότερα κόμματα έχουν αποκλείσει τη συμμετοχή σε έναν τέτοιο συνασπισμό με διαφορετικό βαθμό, με το ΚΚΕ να είναι ιστορικά το λιγότερο δεκτικό σε συνασπισμούς με ιδεολογικά μη προσκείμενα κόμματα. Το ριζοσπαστικό αριστερό ΜέΡΑ25, ηγέτης του οποίου είναι ο πρώην υπουργός Οικονομικών Γ. Βαρουφάκης, έχει επίσης αποκλείσει τη συμμετοχή και μπορεί να είναι ένας αρκετά ασύμβατος εταίρος σε σχέση με το πολύ πιο κεντρώο ΠΑΣΟΚ. Συνολικά, ένα τέτοιο σενάριο δεν φαίνεται ιδιαίτερα πιθανό επί του παρόντος.

Μια παραλλαγή του παραπάνω σεναρίου που έχει συζητηθεί στον Τύπο είναι μια βραχύβια/περιορισμένης εμβέλειας κυβέρνηση συνασπισμού υπό την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, με στόχο την επαναφορά της απλής αναλογικής. Θεωρητικά, αυτό το σενάριο είναι προς το συμφέρον όλων των μικρότερων κομμάτων, καθώς μεγιστοποιεί την κοινοβουλευτική τους παρουσία. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει ακόμη και το μικρότερο δεξιό κόμμα Ελληνική Λύση, το οποίο θα ήταν πιθανώς ασύμβατο με έναν πιο οργανικό συνασπισμό, αλλά θα μπορούσε να διευκολύνει αυτή τη βραχύβια παραλλαγή, ειδικά αν το ΠΑΣΟΚ, το οποίο καταψήφισε την απλή αναλογική το 2016, μαζί με τη ΝΔ υπολείπονται του ορίου της πλειοψηφίας των 150 βουλευτών.

Αλλά για την άμεση επιστροφή στην απλή αναλογική απαιτείται πλειοψηφία 200 από τους 300 βουλευτές, η οποία δεν φαίνεται εφικτή, εκτός αν η ΝΔ υπολείπεται σημαντικά των σημερινών δημοσκοπήσεων και το ΠΑΣΟΚ στραφεί υπέρ της, μόλις λίγα χρόνια μετά την καταψήφιση. Επιπλέον, δεν είναι σαφές αν η αλλαγή των κανόνων του παιχνιδιού για άλλη μια φορά θα προσφέρει πολιτικά οφέλη βραχυπρΑλλά για την άμεση επιστροφή στην απλή αναλογική απαιτείται πλειοψηφία 200 από τους 300 βουλευτές, η οποία δεν φαίνεται εφικτή, εκτός αν η ΝΔ υπολείπεται σημαντικά των σημερινών δημοσκοπήσεων και το ΠΑΣΟΚ στραφεί υπέρ της, μόλις λίγα χρόνια μετά την καταψήφιση. Επιπλέον, δεν είναι σαφές αν η αλλαγή των κανόνων του παιχνιδιού για άλλη μια φορά θα προσφέρει πολιτικά οφέλη βραχυπρόθεσμα, ιδίως καθώς αυξάνει τον κίνδυνο παρατεταμένης αστάθειας. Συνεπώς, αυτό το σενάριο είναι επίσης αρκετά απίθανο, κατά την άποψη της Barclays.όθεσμα, ιδίως καθώς αυξάνει τον κίνδυνο παρατεταμένης αστάθειας. Συνεπώς, αυτό το σενάριο είναι επίσης αρκετά απίθανο, κατά την άποψη της Barclays.

Αν όλα τα παραπάνω αποτύχουν, θα ακολουθήσουν αμέσως μετά πρόωρες εκλογές στις 2 Ιουλίου. Αυτές οι εκλογές θα διεξαχθούν με το σύστημα ενισχυμένης αναλογικής που ψήφισε η απερχόμενη κυβέρνηση το 2020. Το όριο του 3% για την είσοδο στο κοινοβούλιο παραμένει σε ισχύ. Η πλειοψηφία είναι πιθανό να απαιτήσει ένα αποτέλεσμα της τάξης του 38% για το πρώτο κόμμα.

Υπάρχει μια γενική παραδοχή ότι η απλή αναλογικότητα συνεπάγεται κατακερματισμό, καθώς η έλλειψη πλειοψηφίας είναι λίγο πολύ δεδομένη, ενώ ένα λιγότερο αναλογικό σύστημα τείνει να ευνοεί τους πρωτοπόρους. Σε αυτή τη βάση, μια πρόωρη δημοσκόπηση θα παγίωνε πιθανότατα το πλεονέκτημα του πρώτου κόμματος, σε αυτή την περίπτωση της ΝΔ, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις. Το αν αυτό είναι αρκετό για μια πλειοψηφία είναι ένα διαφορετικό ζήτημα. Αλλά όπως και να έχει, μια κυβέρνηση χωρίς τη ΝΔ γίνεται πολύ πιο δύσκολο να σχηματιστεί». καταλήγει η ΄έκθεση.