Έναν «πόλεμο» (περισσότερο) και λιγότερο μια εκλογική αναμέτρηση μεταξύ δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών θυμίζει η αντιπαράθεση μεταξύ των αντίπαλων στρατοπέδων για τις εκλογές στις 6 και 13 Σεπτεμβρίου στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων. Ουσιαστικά η αντιπαράθεση έχει ως βασικούς πυλώνες από τη μια πλευρά την αποκαλούμενη ομάδα Σεβαστίδη (του επι 2 θητείες προέδρου της) και των αποκαλούμενων «ομάδων», Νίκου Σαλάτα, Παν. Λυμπερόπουλου και Μαργαρίτας Στενιώτη.
Το οξύμωρο βέβαια είναι πως στις δυο προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις η στήριξη των παρατάξεων Λυμπερόπουλου και Σαλάτα, είχε αναδείξει πρόεδρο τον κ. Σεβαστίδη, μέσω του αποκαλούμενου ενωτικού ψηφοδελτίου. Οι μέρες της νηνεμίας όμως πέρασαν και πλέον (εδώ και περίπου 1 χρόνο) τα πράγματα έχουν εκτραχυνθεί φραστικά και σε δημόσια θέα.
«Εξωδικαστική αντζέντα»
Χαρακτηριστικό είναι πως ο πρόεδρος Πρωτοδικών Δημ. Φούκας με πρόσφατο άρθρο του , απαντά σε προηγούμενη επιστολή του Χριστόφορου Σεβαστίδη λέγοντας πως «έχουν απενοχοποιήσει το ψεύδος και αυτό είναι πλέον το βασικό συστατικό της υποψηφιότητάς τους. Περιορίζονται στις αήθεις, ψυχολογικού τύπου, επιχειρήσεις «γκριζαρίσματος» των αντιπάλων, διότι δεν μπορούν με άλλο τρόπο να καλύψουν την έλλειψη θέσεων και προτάσεων».
Σε άλλο σημείο δε μιλάει ευθέως για «προπαγάνδα Σεβαστίδη» και «εξωδικαστική αντζέντα».
«Η απενοχοποίηση του ψεύδους και η υπεράσπιση της αλήθειας» Απάντηση στην από 10-8-2020 επιστολή Χρ. Σεβαστίδη
Το άρθρο του Δημητρίου Φούκα, Προέδρου πρωτοδικών, δημοσιεύθηκε στο dikastis.blogspot.com στις 17-8-2020 και αναφέρει:
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Η αγωνιώδης προσπάθεια του απελθόντος μειοψηφικού προέδρου της ΕνΔΕ και ορισμένων εκ των υποψηφίων της ομάδας του να προωθήσουν μία, βολική γι’ αυτούς, εκδοχή της πραγματικότητας, συνιστά πλήρη απόδειξη του άγχους που αισθάνονται μπροστά στην αλήθεια και στην επερχόμενη εκλογική συντριβή. Στην προσπάθειά τους αυτή, συνειδητά παραπληροφορούν, ψεύδονται και διαστρεβλώνουν τις θέσεις των λοιπών υποψηφίων, με μόνο δόγμα την με κάθε τρόπο κατάληψη της εξουσίας. Δεν αντιλαμβάνονται, ωστόσο, ότι ο μανδύας αυτού του στρεβλού ιδεολογήματος δεν επαρκεί για να προσδώσει ιδεολογικό βάρος στις μίζερες συνδικαλιστικές πρακτικές τους. Έχουν απενοχοποιήσει το ψεύδος και αυτό είναι πλέον το βασικό συστατικό της υποψηφιότητάς τους. Περιορίζονται στις αήθεις, ψυχολογικού τύπου, επιχειρήσεις «γκριζαρίσματος» των αντιπάλων, διότι δεν μπορούν με άλλο τρόπο να καλύψουν την έλλειψη θέσεων και προτάσεων. Και διότι ΔΕΝ έχουν το ανάστημα να αντιμετωπίσουν την αλήθεια.
Η αλήθεια, λοιπόν, είναι ότι η διάλυση του Ενωτικού Προεδρείου, για την επιτυχία του οποίου δώσαμε όλες μας τις δυνάμεις χωρίς να ζητούμε ανταλλάγματα και χωρίς να επιδιώκουμε την προβολή μας, έγινε με υπαιτιότητα και ενέργειες του απελθόντος προέδρου και δεν συνέβη τον Ιούλιο του 2019, όπως διατείνεται η προπαγάνδα Σεβαστίδη, αλλά λίγους μήνες μετά τον κυβερνητικό ανασχηματισμό του Αυγούστου του 2018. Τότε κατέστη σαφές σε όλους, ακόμα και στους πιο καλόπιστους, ότι ο απελθών μειοψηφικός πρόεδρος της ΕνΔΕ χρησιμοποιούσε την Ένωση για την εξυπηρέτηση της, ενίοτε εξωδικαστικής, ατζέντας που κάθε φορά υιοθετούσε, «προσαρμόζοντας» την θέση της Ένωσης ανάλογα με την προσωπική σχέση που διατηρούσε ο τότε πρόεδρός της με τον εκάστοτε Υπουργό και τις εκάστοτε επιδιώξεις του. Αυτό, άλλωστε, προκύπτει αβίαστα από τα θέματα που την περίοδο αυτή εισήχθησαν στο ΔΣ από τον πρόεδρο, ιδίως από τα εκτός ημερήσιας διάταξης, και από το περιεχόμενο των προσωπικών του ανακοινώσεων, οι οποίες περιστρέφονταν γύρω από δύο κομβικά ζητήματα: την λειτουργία και την «αναγκαιότητα» κατάργησης της Εισαγγελίας Διαφθοράς και τη χορήγηση αδειών σε πρόσωπα καταδικασμένα για τρομοκρατικές πράξεις. Οι άθλιες και απεχθείς απόπειρες του απελθόντος προέδρου, ορισμένων εκ των μελών της ομάδας του και των μηχανισμών του να αποδώσουν μομφές κομματισμού σε όλα τα μέλη του ΔΣ που δεν συμμερίζονται τις μειοψηφικές θέσεις του, είναι καταδικασμένες σε αποτυχία και επιστρέφονται στους οικτρούς εμπνευστές των.
Μας κατηγόρησε όλους ως «πρόθυμους, ενδοτικούς, εγκάθετους» κλπ διότι δεν αντιδράσαμε στην υποτιθέμενη μείωση των πόρων του ΤΑΧΔΙΚ και τη μεταφορά της Γραμματείας Αντεγκληματικής Πολιτικής στο Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως. Κατά την προσφιλή του τακτική, αποκρύπτει ότι η όποια μείωση των πόρων του ΤΑΧΔΙΚ, οφείλεται στην κατάργηση των χρηματικών ποινών και των πταισμάτων με τον νέο Ποινικό Κώδικα και ότι το τελικό ποσό που διατίθεται για την λειτουργία της Δικαιοσύνης δεν μειώθηκε. Αποκρύπτει, επίσης, ότι η μεταφορά της Γραμματείας Αντεγκληματικής Πολιτικής στο Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως, τελικά αφορούσε την ενοποίηση της εσωτερικής και εξωτερικής φύλαξης των καταστημάτων. Αυτοί ήταν οι λόγοι που η πλειοψηφία των μελών του ΔΣ έκρινε τότε ότι δεν συνέτρεχε λόγος έκδοσης σχετικής ανακοίνωσης. Μας κατηγόρησε, επίσης ότι μεταβάλαμε την θέση μας στο ζήτημα της διαμεσολάβησης μεταξύ του Φεβρουαρίου του 2018 και του Νοεμβρίου του 2019, υπονοώντας ότι αυτή η υποτιθέμενη αλλαγή στάσης οφείλεται στην κυβερνητική αλλαγή του περασμένου έτους. Ουδέν ψευδέστερον τούτου. Η θέση της πλειοψηφίας των μελών του ΔΣ, την οποία κάποιοι από εμάς έχουμε διατυπώσει δημοσίως και με σχετική αρθρογραφία εδώ και έτη, ήταν και παραμένει αυτή που δύο φορές διατύπωσε η Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Ο,τιδήποτε άλλο είναι απλά κακόβουλο και ψευδές. Ο μόνος που δεν μπόρεσε ή δεν ήθελε να αντιληφθεί το περιεχόμενο της απόφασης της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου ήταν ο απελθών πρόεδρος, ο οποίος κατά την ανάγνωσή της διαπίστωσε ότι ο Άρειος Πάγος κήρυξε συλλήβδην τον θεσμό της διαμεσολάβησης αντισυνταγματικό(!).
Δεν μας εξέπληξε η εκ μέρους του απελθόντος προέδρου επιλογή αυτής της τακτικής. Έχει αποδείξει, άλλωστε, ότι δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει τις πλέον ευτελείς πρακτικές των πιέσεων και της λογοκρισίας για να εξυπηρετήσει τους εξίσου ευτελείς σκοπούς του. Εξακολουθεί όμως να μας εκπλήσσει η εμμονή του στην «ανακάλυψη» εχθρών και συνωμοσιών. Τελευταία θύματα της μανίας του είναι οι συνάδελφοι που τόλμησαν να εκκινήσουν την διαδικασία σύγκλισης έκτακτης ΓΣ, χωρίς να έχουν λάβει την άδειά του και οι, κατά την αντίληψή του για τα πράγματα, «δολεροί υποκινητές» τους. Συνάδελφοι δυσφημίστηκαν, λοιδορήθηκαν, καταγγέλθηκαν ως πέμπτη φάλαγγα, ως υποκινούμενοι από σκοτεινά κέντρα και ως υποκινητές, η δε προσπάθειά τους χαρακτηρίστηκε ως «δήθεν αυθόρμητη» και «επικίνδυνο παιχνίδι». Η αντίδραση όλων των συναδέλφων στις συκοφαντίες ήταν αρκετή για να βάλει τους τραγικούς υβριστές, ιδίως δε τον απελθόντα πρόεδρο, στην θέση τους και να καταδείξει σε όλους την αναξιοπιστία του λόγου τους και το μέγεθος της υποκρισίας τους. Αυτοί που θέλουν να εμφανίζονται ως ανεξάρτητοι και ακηδεμόνευτοι, επιδιώκουν απλά να φιμώσουν κάθε αντίθετη φωνή. Αδυνατούν να αντιληφθούν ότι το σθένος και η ανεξάρτητη συνείδηση του Έλληνα Δικαστή και Εισαγγελέα δεν θα επιτρέψουν την ανάπτυξη των απολυταρχικών λογικών τους. Όλοι πλέον έχουν αντιληφθεί ότι η εξουσία στην ΕνΔΕ είναι γι’ αυτούς αυτοσκοπός και ότι, προκειμένου να πετύχουν τον στόχο τους, θα πουν και θα κάνουν ο,τιδήποτε, χωρίς να περιορίζονται από τις αρχές ή τους ηθικούς φραγμούς που ισχύουν για όλους τους άλλους.
Το ζοφερό κλίμα του διχασμού, του ψεύδους, της εμπάθειας, της αμετροέπειας, της απρέπειας και των προσωπικών προσβολών που έφερε στην Δικαιοσύνη το ατυχές πέρασμα της ομάδας Σεβαστίδη από την διοίκηση της ΕνΔΕ θα ανατραπεί από τη συμπαράταξη όλων των θετικών και δημιουργικών δυνάμεων του θεσμικού τόξου της Ένωσης. Οι δυνάμεις αυτές που, με μόνο γνώμονα την δημοκρατική αρχή, απορρίπτουν το λαϊκιστικό ιδεολόγημα της άρνησης και την αήθεια της διαστρέβλωσης, θα επαναφέρουν την ΕνΔΕ σε τροχιά δημοκρατίας και, με απόλυτο σεβασμό στην ιστορία και την συνταγματική θέση του Σώματος, θα εξασφαλίσουν θεσμική, ειλικρινή και αξιόπιστη εκπροσώπηση, για το σύνολο των συναδέλφων, προσηλωμένη στην υπεράσπιση της δικαστικής ανεξαρτησίας, των συμφερόντων και της προσωπικότητας των συναδέλφων δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών».
Η επιστολή Σεβαστίδη
Ειχε προηγηθεί η επιστολή του Χρ. Σεβαστίδη, που δημοσιεύθηκε στον ίδιο ιστότοπο
«Ποιοί είμαστε
Αγαπητοί φίλοι και συνάδελφοι,
Από τον Ιούνιο του 2016 μέχρι τον Ιούνιο του 2019 η ΕΔΕ εξέδωσε δεκάδες Ανακοινώσεις και Δελτία Τύπου καταγγέλλοντας επανειλημμένα Υπουργούς και Βουλευτές της τότε κυβερνητικής πλειοψηφίας για αντιθεσμική συμπεριφορά, για αστήρικτες κατηγορίες και στοχοποίηση συναδέλφων. Αναδείξαμε την αντισυνταγματικότητα του νόμου που υποβάθμιζε τον ρόλο και τη θέση των Ειρηνοδικών, μετατρέποντάς τους σε προϊσταμένους Υποθηκοφυλακείων και πρωτοστατήσαμε στην διαδικασία ακύρωσής του. Παρασταθήκαμε πολλές φορές στη διαδικασία ακρόασης φορέων στη Βουλή και καταγγείλαμε τις
πρωτοβουλίες της τότε κυβέρνησης που συρρίκνωναν την προστασία των εργαζομένων, με τον περιορισμό του δικαιώματος στην απεργία και τη διευκόλυνση των ομαδικών απολύσεων, τον απαράδεκτο αποκλεισμό Δικαστών από την επιλογή τους στο νέο θεσμό του Ευρωπαίου Εισαγγελέα. Καταγγείλαμε τον Αύγουστο του 2016 την ανεπίτρεπτη παρέμβαση στο έργο της Δικαιοσύνης με αφορμή δηλώσεις σχετικά με την υπόθεση της ΕΛΣΤΑΤ. Καυτηριάσαμε τον Οκτώβριο του 2016 την στάση της κυβέρνησης απέναντι στην απόφαση του ΣτΕ για τον νόμο για τις τηλεοπτικές άδειες. Αναδείξαμε από κοινού και με τις άλλες Δικαστικές Ενώσεις τις προβληματικές και αντισυνταγματικές διατάξεις του νόμου για το πόθεν έσχες, ερχόμενοι σε ευθεία σύγκρουση με τον τότε Υπουργό Δικαιοσύνης κ. Κοντονή. Ασκήσαμε σκληρή κριτική στην επιλογή της τότε κυβέρνησης να τοποθετήσει στη θέση της προϊσταμένης του νομικού γραφείου του Πρωθυπουργού την πρώην Πρόεδρο του Αρείου Πάγου κα. Θάνου. Μπήκαμε μπροστά στον αγώνα κατά της υποχρεωτικής ιδιωτικής διαμεσολάβησης που εισήγαγε τον Φεβρουάριο του 2018 ο τότε Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Κοντονής και πετύχαμε την αναστολή του νόμου για ένα έτος. Εκδόθηκε πλήθος Ανακοινώσεων και Δελτίων Τύπου που επέκρινε με σκληρό ύφος τη στοχοποίηση δικαστικών λειτουργών από τον Αν.Υπουργό Υγείας κ. Πολάκη. Και δεν είναι τυχαίο που η δική μας ομάδα και εγώ προσωπικά δεχθήκαμε σφοδρή επίθεση από παράγοντες της τότε κυβέρνησης, που μας χαρακτήρισε «Γραφείο Τύπου της αξιωματικής αντιπολίτευσης».
Μοναδικός γνώμονας στην σταθερή και αταλάντευτη στάση μας όλα αυτά τα χρόνια ήταν το δικαιοπολιτικά ορθό, το συνταγματικά επιτρεπτό και το συλλογικό συμφέρον των συναδέλφων που μας εξέλεξαν. Την ίδια ακριβώς στάση και για τους ίδιους λόγους εξακολουθούμε να τηρούμε και μετά την κυβερνητική αλλαγή από το καλοκαίρι του 2019. Αντιταχθήκαμε στο νομοσχέδιο για την υποχρεωτική ιδιωτική διαμεσολάβηση, στη μείωση των πόρων του ΤΑΧΔΙΚ, στη μεταφορά της Γραμματείας Αντεγκληματικής Πολιτικής από το Υπουργείο Δικαιοσύνης στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, που αποτελεί ευρωπαϊκή πρωτοτυπία, στην ανακατανομή των θέσεων Εφετών και Προέδρων Εφετών, Αντεισαγγελέων και Εισαγγελέων Εφετών, στις ανεπίτρεπτες παρεμβάσεις βουλευτών στο έργο δικαστικών λειτουργών, στον αποκλεισμό εισαγγελικών λειτουργών από το Κεντρικό Επιστημονικό Συμβούλιο Φυλακών, στις έμμεσες πιέσεις σε συναδέλφους Εισαγγελείς να ασκήσουν ποινικές διώξεις κατά τη βούληση των πολιτικών και των εκπροσώπων των αστυνομικών υπαλλήλων. Μόνη η ομάδα μας αντιστάθηκε στην από καιρό σχεδιαζόμενη μείωση των δικαστικών διακοπών, παραθέτοντας με εκτενή αρθρογραφία συγκριτικά στοιχεία από τα μεγαλύτερα Δικαστήρια και τις Εισαγγελίες της Χώρας που καταδεικνύουν τον σταθερό ρυθμό εργασίας μας και εντός της περιόδου του θέρους. Στην προσπάθειά μας αυτή οι υπόλοιπες ομάδες όχι μόνο δεν ήταν αρωγοί, αλλά πλειοδοτούσαν στην κυβερνητική τροπολογία, υποστηρίζοντας ότι οι θέσεις μας αποτελούν «σενάρια συνωμοσίας» και εφησυχάζοντας τους συναδέλφους ότι πρόκειται τάχα για πρόσκαιρο μέτρο. Τον ίδιο εφησυχασμό καλλιέργησαν και μετά την αποκάλυψη των απαράδεκτων σχεδιασμών του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, κ. Πικραμμένου.
Είναι προφανές και καλά κατανοητό ότι κάθε Κυβέρνηση ενοχλείται από την κριτική που γίνεται στις αποφάσεις της. Το Δικαστικό Σώμα έχει κακή εμπειρία από εκλεγμένα Διοικητικά Συμβούλια που σιωπούσαν τις κρίσιμες στιγμές, από αιρετούς εκπροσώπους της Ένωσης που μεταβάλλονταν ξαφνικά σε αποσπασμένους συμβούλους Υπουργών (περίπτωση του κ. Π. Λυμπερόπουλου) ή Πρωθυπουργών ή γίνονταν οι ίδιοι βουλευτές, από αυτούς που μεταπήδησαν σε θέσεις Προέδρων Ανεξάρτητων Αρχών και τέλος από άλλους που για προσωπικό τους όφελος δεν διστάζουν να εγκαταλείψουν τις πάγιες θέσεις τους και να απαιτούν φωτογραφικές ευνοϊκές νομοθετικές ρυθμίσεις (περίπτωση του κ. Ν. Σαλάτα). Το ζοφερό αυτό κλίμα θελήσαμε να αλλάξουμε. Ο τονισμός των αντιθέσεων με τις άλλες υποψήφιες ομάδες δεν έχει σκοπό να αναμοχλεύσει συγκρούσεις και άγονες αντιπαραθέσεις, αλλά να ενημερώσει τους συναδέλφους. Θα ήμασταν αυτοκαταστροφικοί εάν αυτή τη στιγμή που χαίρουμε της μεγαλύτερης αποδοχής από τους συναδέλφους μας, που είχαμε την τιμή να βρισκόμαστε στην ηγεσία της Ένωσης, λίγους μήνες πριν τις αρχαιρεσίες, δημιουργούσαμε εσκεμμένα εντάσεις και προστριβές. Τι παραπάνω θα μπορούσαμε να διεκδικήσουμε; Για ποιον λόγο δεν θα ήταν «συνετό» -κατά την αντίληψη ορισμένων- να σιωπήσουμε στις παραδοξότητες και αντιφάσεις που διαπιστώνουμε στη στάση των υπόλοιπων ομάδων του ΔΣ; Αποδείξαμε έμπρακτα ότι δεν είναι αυτοσκοπός μας η παραμονή μας στην ηγεσία της Ένωσης με τίμημα τον συμβιβασμό, τη σιωπή και τη συναλλαγή. Τέτοιες συμπεριφορές έπληξαν την Ένωση και την καταδίκασαν για πολλά χρόνια σε απομονωτισμό και εσωστρέφεια. Κανένας παλαιότερος συνάδελφος που γνωρίζει και κανένας νεότερος που μαθαίνει δεν θέλει επιστροφή στο παρελθόν. Η διαπίστωση των εσωτερικών συγκρούσεων που μαίνονται το τελευταίο διάστημα στην Ένωση είναι μια πρώτη απλουστευτική προσέγγιση, που μπορεί να γίνει από οποιονδήποτε πολίτη παρακολουθεί την επικαιρότητα. Ο συνάδελφος με τις ανακοινώσεις και την ενημέρωση που λαμβάνει τακτικά έχει τη δυνατότητα να διεισδύσει σε ένα δεύτερο επίπεδο και να διερευνήσει τις αιτίες των αντιπαραθέσεων, που διαφάνηκαν αμέσως μετά την κυβερνητική αλλαγή το καλοκαίρι του 2019.
Φίλοι και συνάδελφοι, στις εκλογές αυτές δύο διαμετρικά αντίθετες αντιλήψεις αναμετρώνται: για το τι σημαίνει ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, δικαστική αξιοπρέπεια, ακηδεμόνευτος χαρακτήρας μιας Δικαστικής Ένωσης, δικαστικό σθένος, αγώνας και διεκδίκηση όλων των δίκαιων και συνταγματικών αιτημάτων μας, πολύπλευρες δραστηριότητες που συσπειρώνουν τους συναδέλφους και δίνουν αληθινό νόημα στις λέξεις συλλογικότητα και αλληλεγγύη. Τα νέα μέλη της Ομάδας μας είναι συνάδελφοι καταξιωμένοι, ικανοί να ανταποκριθούν στις ευθύνες που θα επωμιστούν. Μας ενώνουν κοινές αρχές και αξίες: ανιδιοτέλεια, διαφάνεια, ακεραιότητα, αγωνιστική διάθεση, συνέπεια, κοινωνικές ευαισθησίες. Με θεμέλιο τις αρχές αυτές ατενίζουμε το μέλλον αισιόδοξα. Η δύσκολη περίοδος που διέρχεται η Ένωση είναι παροδική και θα μείνει πίσω να μας θυμίζει ότι οι αιτίες της αμφισβήτησης της Δικαιοσύνης έχουν πολλές φορές τις ρίζες τους μέσα στο ίδιο το Δικαστικό Σώμα και ότι οι αποκαλύψεις και οι εσωτερικές συγκρούσεις όσο επώδυνες κι’ αν είναι , λειτουργούν εξυγιαντικά για έναν θεσμό σε βάθος χρόνου. Από τον Σεπτέμβριο θα οδηγήσουμε την Ένωση ακόμα πιο μπροστά, θα εξακολουθήσουμε αδέσμευτοι και ανεπηρέαστοι από κάθε παρέμβαση να δίνουμε καθημερινούς αγώνες για την περιφρούρηση της δικαστικής ανεξαρτησίας και την προάσπιση των συμφερόντων των συναδέλφων μας, θα συνεχίσουμε με πιο μεγάλη ορμή, ενότητα και αποφασιστικότητα, με ακόμα περισσότερες δράσεις το έργο που ξεκινήσαμε πριν από τέσσερα χρόνια.
Αναγκαία προϋπόθεση είναι η υπερψήφιση όλης της ομάδας (Χριστόφορου Σεβαστίδη, Χαράλαμπου Σεβαστίδη, Παντελή Μποροδήμου, Αικατερίνης Ντόκα, Αικατερίνης Μάτση, Ιωάννας Ξυλιά, Μιχάλη Τσέφα, Έφης Κώστα) και η σταθερή πλειοψηφία στο Δ.Σ. την επόμενη περίοδο.
Λίγες ώρες αργότερα ήρθε η απάντση από τον Παν. Λυμπερόπόυλο:
«Αντι απαντησεως- (Και μια υπενθυμιση), Παναγιωτη Λυμπεροπουλου,Εφετη
Αντί απαντήσεως- (Και μία υπενθύμιση)
Στις δύσκολες ημέρες που περνάμε οι προτεραιότητες είναι αυτονόητες. Αυτοί που επιμένουν, να επενδύουν το μέλλον τους στο διχασμό δεν είναι χρήσιμοι. Η χρησιμότητα τους εξαντλείται στο να διδάσκουν τους υπόλοιπους τι ζημιά έχουν προκαλέσει στο
παρελθόν και στο παρόν και γιατί πρέπει να απορρίπτονται οι κοσμοθεωρίες τους και οι ίδιοι για το αύριο, που όλοι μας θέλουμε να χτίσουμε.
Παναγιώτης Λυμπερόπουλος
Εφέτης
(ή κατά Χριστόφορο Σεβαστίδη : ο πρώην σύμβουλος του Υπουργού, που συμφώνησε μαζί του να τον ψηφίσει δύο φορές ως Πρόεδρο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων)»
Πηγή: dikastiko.gr