Το ότι το ρωσικό καθεστώς υπό τον Πούτιν έχει εξελιχθεί σε ιδιαιτέρως αυταρχικό είναι μάλλον η φυσική συνέπεια του ιδιότυπου καπιταλισμού της Ρωσίας –της απόπειρας δυτικοποίησης της εκτεταμένης αυτής χώρας μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.
του Όθωνα Καραγιάννη
Ας μη ξεχνάμε ότι μετά την διάλυση της ΕΣΣΔ είχαμε το πέρασμα της χώρας αυτής από τον κρατικό συγκεντρωτισμό των μέσων παραγωγής σε ένα καπιταλισμό, φορείς του οποίου ανεδείχθησαν αυτοί που υπό όρους δυτικών αντιλήψεων θα μπορούσαν να αποκληθούν μαυραγορίτες. Άλλωστε αυτή η τάξη ήταν πιο εξοικειωμένη με τις συναλλαγές. Ως προς δε την εξέλιξη του σημερινού καθεστώτος σε αυταρχικό, αυτό συνιστά μάλλον μία διάδοχη κατάσταση υπό άλλες οικονομικές συνθήκες, αφού ο ρωσικός λαός είναι επίσης εξοικειωμένος με δικτατορικής αντίληψης διακυβερνήσεις, είτε αυτές είχαν επικεφαλής τους Τσάρους είτε τους μπολσεβίκους.
Όλο αυτό το σύνθετο εσωτερικό σκηνικό σε συνδυασμό και με το δόγμα του σημερινού Ρώσου Προέδρου ότι η ισχύς είναι υπέρτερη συμφωνιών και συνθηκών, ασφαλώς και δεν απαλλάσσει την Δύση από τις δικές της ευθύνες που επέτρεψαν στον Πούτιν να ενεργήσει κατά τον τρόπο αυτό, ικανοποιώντας τις επεκτατικές του διαθέσεις.
Η Δύση με προεξάρχουσες τις Ηνωμένες Πολιτείες αντί να αξιολογήσει ως δυνητικό συνομιλητή την Ρωσία, όταν μάλιστα υπάρχει η απειλή της γιγαντωνόμενης Κίνας, θεώρησε σκόπιμο να την περικυκλώσει δια του ΝΑΤΟ εξ αιτίας ίσως της ψευδαίσθησης ότι για να συντηρείται η Συμμαχία πρέπει να υπάρχει ένα αντίπαλο δέος. Και συγκεκριμένα το δέος στο οποίο οφείλεται και η συγκρότηση της Συμμαχίας αυτής!!
Προφανώς δεν είναι τυχαίο ότι επί του ζητήματος είναι διχασμένη η Ευρωπαϊκή Ένωση, αν λάβουμε υπόψιν ότι (Α) οι μεν χώρες του πρώην Ανατολικού Συνασπισμού που εντάχθησαν στην Ένωση –όταν αφρόνως η ΕΕ θεωρούσε ότι «κουτσοί στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα»- θέλουν έντονες αντιδράσεις σε βάρος της Ρωσίας
(Β) οι δε δύο ηγέτιδες χώρες της Ευρώπης, η Γαλλία και η Γερμανία, για διαφορετικούς λόγους η κάθε μία ακολουθούν μία πιο ήπια και κατευναστική πολιτική. Η Γαλλία που θέλει να ηγηθεί της Ευρώπης θέλει να προωθήσει συνομιλίες με την Ρωσία ανεξάρτητα από τον διάλογο της χώρας αυτής με τις ΗΠΑ, έτσι ώστε να αναδειχθεί ο διεθνής ρόλος και η αναβάθμιση της ΕΕ στην διεθνή σκηνή. Με επικεφαλής βεβαίως την Γαλλία.
Από την άλλη πλευρά η Γερμανία θέλει να είναι ο βασικός ενεργειακός κόμβος της Ευρώπης με σαφή οικονομικά γι’ αυτήν πλεονεκτήματα μέσω της διάθεσης από αυτήν του ρωσικού φυσικού αερίου.
Δεδομένου ότι η Δύση δεν πρόκειται να εμπλακεί στρατιωτικά στο πεδίο, όπως άλλωστε άφησε να εννοηθεί ο Πρόεδρος Μπάϊντεν –εμπλοκή μόνο για την προάσπιση κρατών-μελών του ΝΑΤΟ- οι όποιες οικονομικές κυρώσεις δεν είναι βέβαιο ότι θα πλήξουν μόνο την Ρωσία- που έχει συγκεντρώσει θεαματικά συναλλαγματικά αποθέματα- ή τους ίδιους αυτούς που επιβάλλουν τις κυρώσεις. Κι αυτό διότι εξαρτώνται από τους ενεργειακούς πόρους της Ρωσίας και επηρεάζονται από το ύψος του κόστους των πόρων αυτών, με επιπτώσεις σε μία μεγάλη αλυσίδα της ευρωπαϊκής παραγωγής και της διάθεσής της.
Αυτό το γνωρίζει η Δύση και έτσι δεν προχώρησε σε κυρώσεις με αντικείμενο τον κλάδο ενέργειας και των βιομηχανικών μετάλλων. Συνετό μάλλον διότι
(α) Οι μεγάλοι όμιλοι του δυτικού κόσμου εμπλέκονται επιχειρηματικά και στους δύο κλάδους.
(β) Η Ρωσία αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους προμηθευτές σε διεθνές επίπεδο στις αγορές ενέργειας και μετάλλων και οι οποιεσδήποτε κυρώσεις απειλούν μία ήδη εύθραυστη παγκόσμια οικονομία.