Την απαλλαγή του πρώην υπουργού Επικρατείας Νίκου Παππά και του επιχειρηματία Χρήστου Καλογρίτσα πρότεινε η εισαγγελέας της έδρας του Ειδικού Δικαστηρίου, Όλγα Σμυρλή.

Οπως ανέφερε στην αγόρευσή της όσα αποδίδονται στον κ. Παππά δεν συνιστούν το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος και είναι εκτός ποινικού ενδιαφέροντος. Κατά συνέπεια πρότεινε την απαλλαγή του κ. Παππά από την κατηγορία της παράβασης καθήκοντος που του αποδίδεται και του κ. Καλογρίτσα συνέργεια σε παράβαση καθήκοντος.

Κατά την κρίση της, όπως σημείωσε, ο Νίκος Παππάς δεν ξεπέρασε κανένα όριο, ο διαγωνισμός για τις τηλεοπτικές άδειες ήταν αδιάβλητος και δεν ξεπέρασε καμία κόκκινη γραμμή.

Σύμφωνα με την εισαγγελέα της έδρας η διαγωνιστική διαδικασία για τις τηλεοπτικές άδειες πραγματοποιήθηκε υπό πλήρη διαφάνεια και τήρηση της νομιμότητας και εκ μέρους του δικαζόμενου υπουργού Επικρατείας δεν υπήρξε καμία παρέμβαση για ευνοϊκή μεταχείριση της εταιρείας του Ιωάννη Βλαδίμηρου Καλογρίτσα, που μετείχε στον διαγωνισμό και αναδείχθηκε ως ένας από τους τέσσερις συνολικά υπερθεματιστές.

«Από καμία πλευρά, δεν προκύπτει οποιαδήποτε πράξη εκ μέρους του κ. Παππά για να ευνοηθεί ο Ιωάννης Βλαδίμηρος Καλογρίτσας ως το τέλος του διαγωνισμού, για παράδειγμα περισσότερες δόσεις για καταβολή τιμήματος η οτιδήποτε άλλο. Μετά το τέλος του διαγωνισμού ως υπερθεματιστής μεταξύ των τεσσάρων ήταν και ο Ιωάννης Βλαδίμηρος Καλογρίτσας (γιός του επιχειρηματία), ενώ η αρμόδια επιτροπή έλεγξε και πάλι τις προϋποθέσεις συμμετοχής στον διαγωνισμό χωρίς να εντοπιστεί κάτι μεμπτόν» σημείωσε χαρακτηριστικά.

Μάλιστα ανέφερε ότι δεν προέκυψε από μάρτυρες ή άλλο αποδεικτικό μέσο οποιαδήποτε παρέμβαση του κ. Παππά στον διαγωνισμό, ενώ τόνισε πως το γεγονός ότι τελικά η εταιρεία του γιου του Χρήστου Καλογρίτσα δεν μπόρεσε να προσκομίσει τα χρήματα και να πάρει τελικά την τηλεοπτική άδεια, είναι απόδειξη που κατά την άποψη της «καταρρίπτει το κατηγορητήριο».

Επίσης είπε ότι δεν όφειλε ο Νίκος Παππάς να διενεργήσει ο ίδιος τον έλεγχο των προϋποθέσεων για τη συμμετοχή στον διαγωνισμό. Αντίθετα, είχε υποχρέωση να απέχει. Αν έκανε ο ίδιος τον έλεγχο θα ήταν κάτι εντελώς αντίθετο με τη διαφάνεια του διαγωνισμού και θα κινούσε υπόνοιες μεροληψίας, υποστηρίζοντας πως «Άλλωστε, το γεγονός ότι τελικά δεν έλαβε άδεια η εταιρεία Καλογρίτσα, καθώς δεν μπόρεσε να καταβάλει το τίμημα καταρρίπτει πλήρως το κατηγορητήριο. Εδώ πρέπει να σταματήσουμε την έρευνα για την παράβαση καθήκοντος για τον Νικόλαο Παππά».

Για τα sms Παππά – Καλογρίτσα η εισαγγελέας πρότεινε να μην ληφθούν υπόψη, όπως και η κατάθεση σε βάρος τού Νίκου Παππά από τον επιχειρηματία, αφού σύμφωνα με την ίδια  «από την ακροαματική διαδικασία δεν προέκυψε κανένα στοιχείο που να επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό του συγκατηγορουμένου του επιχειρηματία Χρήστου Καλογρίτσα ότι ενεργούσε παρασκηνιακά για να εκτελέσει το σχέδιο δημιουργίας τού τηλεοπτικού σταθμού».

Προχώρησε και στην κρίση ότι ο Καλογρίτσας επιχειρεί με τη δίκη ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου να ανατρέψει την σε βάρος του καταδικαστική απόφαση του Διεθνούς Εμπορικού Διαιτητικού Δικαστηρίου που δικαίωσε τους Χούρι και τον υποχρέωσε να πληρώσει τα 3 εκατ. ευρώ ενώ δήλωσε ότι «δεν προκύπτει κάτι για σχέση Νίκου Παππά – CCC – Καλογρίτσα».

Η αναφορά της για τη γραμματέα Καλογρίτσα ήταν η εξής: «Δεν φαίνονται αληθοφανή όσα κατέθεσε η κ. Ευθαλία Διαμαντή. Ήταν η ευκαιρία για να δώσει πολιτικές διαστάσεις, επέλεξε να αναφέρει σε θέματα για πρώτη φορά μετά από χρόνια και τα οποία που δεν έχουν σχέση με την υπόθεση. Επέλεξε να πει σε αυτό το δικαστήριο υπό το φως της δημοσιότητας. Περιέπεσε σε αντιφάσεις και τα οψίμως αναφερόμενα περί ροής χρημάτων για λόγους πολιτικού εντυπωσιασμού κλονίζουν την αξιοπιστία της συγκεκριμένης μάρτυρα».

«Από όλα όσα αναφέρθηκαν προκύπτει ότι ο Καλογρίτσας δεν ήταν ο άβολος μπροστινός του Παππά για τη δημιουργία ενός σταθμού φιλικού προς το τότε κυβερνών κόμμα» και κατέληξε λέγοντας πως «δεν προέκυψε ότι ο Καλογρίτσας είχε αφοσίωση στο κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Στο γραφείο του τον επισκέπτονταν και άλλα πρόσωπα».

Μετά την αγόρευση της εισαγγελέως εκκρεμούν οι αγορεύσεις των δικηγόρων και εν συνεχεία απομένει η απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου.