Για όσους ήταν... ψαγμένοι στην εποχή μου, είχε μείνει ιστορική η ελληνική ταινία του 1979 της... υπόγειας τέχνης, όπως λεγόταν το συγκεκριμένο καλλιτεχνικό ρεύμα, με τον τίτλο «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα», σε σκηνοθεσία Νίκου Νικολαΐδη και με πρωταγωνιστές τον μακαρίτη πλέον Κ. Τζούμα και τον Χρήστο Βαλαβανίδη.

Ο σκηνοθέτης μελέτησε τη μετατροπή των κοινωνικών αξιών, χρησιμοποιώντας το παράδειγμα μιας ομάδας πέντε φίλων που συναντιούνται μετά από έναν μακροχρόνιο διαχωρισμό και μοιράζονται τις λεπτομέρειες της δύσκολης ζωή τους. Η ταινία έγινε το σύμβολο της γενιάς του 1950 και αντανακλούσε τις προσωπικές απόψεις του δημιουργού σχετικά με το πρόβλημα της αλλοτρίωσης στον σύγχρονο κόσμο.

Οι πέντε φίλοι, σαραντάρηδες, εκπρόσωποι της γενιάς του 1950, ξανασυναντιούνται μετά από πολλά χρόνια σιωπής. Ο ένας έρχεται από φυλακή, όπου μπαινοβγαίνει χρόνια, ο άλλος από μια σειρά τυφλών φόνων, ο τρίτος αφήνοντας πίσω του γυναίκα και παιδιά, ο άλλος από την περιπλάνηση και η τελευταία, το κορίτσι της παρέας, σκαστή απ’ το τρελοκομείο όπου κρύβεται για χρόνια.

Μετέωροι όλοι, τυραννισμένοι από άγονους έρωτες, σημαδεμένοι από τον θάνατο αγαπημένων συνομηλίκων, προδομένοι από την πολιτική των καιρών τους, προσπαθούν, μάταια, να ξαναστήσουν την παλιά συμμορία της εφηβείας τους. Η επανάσταση χάθηκε. Ο καθένας θα τραβήξει τώρα για τον δικό του θάνατο, ανοίγοντας έτσι ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της γενιάς του.

Αυτά μου θύμισαν τα όσα εξελίσσονται σήμερα στον χώρο της Κεντροαριστεράς και ειδικότερα τα όσα συμβαίνουν μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Νέας Αριστεράς. Οι «φίλοι» και οι «σύντροφοι» του χθες αναζητούν την επανάσταση που κάποτε ονειρευόντουσαν, αλλά δεν μπορούν να τα βρουν μεταξύ τους ούτε για την κατάθεση μιας πρότασης για Προανακριτική.

Χαμένος ο καθένας στο δικό του όνειρο, εγκλωβισμένοι σε κάτι που χάθηκε, επιβεβαιώνουν ότι τα... κουρέλια δεν τραγουδάνε ακόμη. Ισως και καλύτερα, καθώς μόνο φάλτσα είχαν να μας παρουσιάσουν...