Εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ πρόκειται να ανακατευθύνει η ΕΕ από το Ταμείο Συνοχής προς την Αμυνα και Ασφάλεια.
Πιο συγκεκριμένα, όπως μεταδίδουν οι «Financial Times», οι Βρυξέλλες σκοπεύουν να διαθέσουν το 1/3 του τρέχοντος κοινού προϋπολογισμού της ΕΕ 2021 - 2027, δηλαδή περίπου 392 δισ. ευρώ, για επενδύσεις σε εξοπλισμούς και στρατιωτικές υποδομές.
Μέχρι στιγμής μόνο το 5% περίπου αυτών των λεγόμενων Ταμείων Συνοχής έχει δαπανηθεί, με τους μεγαλύτερους δικαιούχους, όπως Πολωνία, Ιταλία και Ισπανία, να έχουν δαπανήσει ακόμη λιγότερα.
Οι χώρες της ΕΕ έχουν ξοδέψει σχετικά λίγα από τα Ταμεία Συνοχής τους, επειδή έχουν δώσει προτεραιότητα στα δισεκατομμύρια του Ταμείου Ανάκαμψης που διατέθηκαν σε μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους μετά την πανδημία της Covid-19 και λήγουν το 2026.
Πλέον, η προωθούμενη αλλαγή στην πολιτική δαπανών της ΕΕ αποτελεί προοίμιο για τον επόμενο πολεμικό προϋπολογισμό της ΕΕ (7ετία 2028 - 2034), με την έκθεση Νιινίστο για την Αμυνα - Ασφάλεια να προτείνει ότι το 20% του προϋπολογισμού της ΕΕ, σχεδόν 1 τρισ. ευρώ, να διατεθεί για στρατιωτικούς σκοπούς.
Ενίσχυση πολεμικής βιομηχανίας και στρατιωτικής κινητικότητας
Οι κυβερνήσεις των κρατών - μελών θα ενημερωθούν τις επόμενες βδομάδες ότι θα έχουν πλέον μεγαλύτερη ευελιξία στην κατανομή των κεφαλαίων συνοχής για την υποστήριξη των «αμυντικών» τους βιομηχανιών και των έργων στρατιωτικής κινητικότητας, όπως η ενίσχυση και κατασκευή δρόμων και γεφυρών για να «σηκώνουν» τη διέλευση των αρμάτων μάχης από χώρα σε χώρα, δήλωσαν στους «Financial Times» αξιωματούχοι της ΕΕ.
Αυτά τα κεφάλαια συνοχής δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για αγορά «αμυντικού» εξοπλισμού ή άμεση χρηματοδότηση του στρατού, αλλά επιτρέπεται η χρηματοδότηση για ενίσχυση της παραγωγής όπλων και πυρομαχικών, όπως και προϊόντων «διπλής χρήσης», όπως τα drones.
Ενδεικτικά, η Γερμανία είναι ο βασικός άξονας για την ευρωπαϊκή στρατιωτική κινητικότητα λόγω γεωγραφικής της θέσης, αλλά η υποδομή μεταφορών της είναι σε «κακή κατάσταση». Το γερμανικό υπουργείο Οικονομίας υπολόγισε το 2022 ότι η χώρα έπρεπε να δαπανήσει επειγόντως 165 δισ. ευρώ σε δρόμους, σιδηροδρομικές γραμμές και γέφυρες. Η Γερμανία πρόκειται να λάβει 39 δισ. ευρώ σε κεφάλαια «συνοχής» έως το 2027 και θα επιλεγούν να χρηματοδοτηθούν έργα που εξυπηρετούν τους στρατιωτικούς σχεδιασμούς.
Κεφάλαια αναμένεται να κατευθυνθούν και στα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης και της Βαλτικής, που έχουν αυξήσει σημαντικά τις στρατιωτικές τους δαπάνες μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, είναι γεωγραφικά κοντά στη Ρωσία και πρωτοστατούν στη στρατιωτική στήριξη του Κιέβου.
«Πρέπει να επενδύσουμε σε έργα στρατιωτικής κινητικότητας που είναι δαπανηρά» και πρέπει να γίνει «όχι μόνο για μια χώρα, αλλά και για ολόκληρη την περιοχή», δήλωσε στους FT ο υπουργός Οικονομικών της Λιθουανίας.
«Είμαστε υπό ισχυρότερη πίεση από άλλους, χρειαζόμαστε περισσότερη στρατιωτική παρουσία. Οι αμυντικές μας δαπάνες είναι υψηλές, ο επόμενος ευρωπαϊκός προϋπολογισμός θα πρέπει να το λάβει υπόψη», σημείωσε αντίστοιχα ο υπουργός Οικονομικών της Εσθονίας.
Εκτός από τη Γερμανία, ισχυρές οικονομίες της ΕΕ, όπως η Ολλανδία και η Σουηδία, που αντιτίθενται στην έκδοση κοινού χρέους (ομολόγου) για τη χρηματοδότηση στρατιωτικών σκοπών στην ΕΕ, αναμένεται να καλωσορίσουν τη χρήση των υφιστάμενων κεφαλαίων «συνοχής» και μάλιστα για έργα που ενδιαφέρεται το ιδιωτικό κεφάλαιο να επενδύσει.
Δρομολόγηση «Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Πολιτικής Αμυνας»
Στο πλαίσιο των εξαγγελιών ότι η ΕΕ θα εξελιχθεί σε «αμυντική Ενωση» η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, τάχθηκε υπέρ της δρομολόγησης ενός Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Πολιτικής Αμυνας, μιλώντας με αφορμή την προσαρμογή σε σχέση με την κλιματική αλλαγή.
Οπως σημείωσε, «το στρατιωτικό και πολιτικό προσωπικό μας πρέπει να είναι έτοιμο να συνεργαστεί σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, όχι μόνο σε εθνικό, αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο».
Η φον ντερ Λάιεν ανέφερε ότι η νέα Επιτροπή θα παρουσιάσει τη «Στρατηγική για την ετοιμότητα της Ενωσης», επισημαίνοντας ότι θα εξεταστεί τι πρέπει να αλλάξει σε όλες τις πολιτικές της ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό, εκτός από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Πολιτικής Αμυνας εστίασε και στις κρίσιμες αλυσίδες εφοδιασμού, που «πρέπει να είναι ανθεκτικές στην κρίση».
Υπογράμμισε επίσης ότι πρέπει να υπάρξει κλιμάκωση στην «αμυντική» βιομηχανική παραγωγή της ΕΕ και «αυτό απαιτεί μια πραγματική ενιαία αγορά άμυνας, με περισσότερη διασυνοριακή συνεργασία, περισσότερη τυποποίηση και ισχυρότερο ρόλο για τις ευρωπαϊκές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στις αλυσίδες εφοδιασμού μας».
Τέλος, η πρόεδρος της Κομισιόν ανέφερε ως προτεραιότητα να ενισχυθεί η ικανότητα της ΕΕ για παραγωγή προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, αλλά και μεγάλων ποσοτήτων, π.χ. σε πυρομαχικά.