Η Ελλάδα έχει παράδοση στα «ενημερωτικά» θαύματα. Από τον κραυγαλέο «αυριανισμό» των 80s μέχρι τα σημερινά τρολ του Facebook, η πορεία είναι εντυπωσιακή: πάντα περισσεύουν οι κραυγές, λείπουν τα στοιχεία. Η τότε «Αυριανή» ανακάλυπτε εχθρούς του έθνους σε κάθε σελίδα, σήμερα ταsocial media παράγουν «συγκλονιστικά ρεπορτάζ» με screenshots, memes και μισές αλήθειες που βαφτίζονται ντοκουμέντα.

Στη θέση του δημοσιογράφου-παρατηρητή, εμφανίστηκε ο «δημοσιογράφος-εργολάβος». Υπάρχουν sites που ειδικεύονται σε «ερευνητικά» θέματα, αρκεί να συμπέσουν με τις ανάγκες κάποιου χρηματοδότη. Το ρεπορτάζ δεν είναι πια διαδικασία αναζήτησης της αλήθειας, αλλά εργολαβία: πληρώνεις και παίρνεις «αποκάλυψη». Χαρακτηριστικά παραδείγματα οι ψευδο-ερευνητές που εμφανίζονται σε τηλεοπτικά πάνελ με «έγγραφα» που στηρίζονται σε ανώνυμα emails ή φωτογραφίες που θα ντρεπόταν να ανεβάσει και πρωτοετής φοιτητής.

Η έννοια της αποκάλυψης έχει καταντήσει fast food. Ενα PDF ανεβαίνει στο Telegram, αναπαράγεται από «ενημερωτικά» blogs, και σε λίγα λεπτά γίνεται έκτακτο στα δελτία ειδήσεων. Κανείς δεν κάνει τον κόπο να διασταυρώσει την πληροφορία – γιατί να χαθεί ο ρυθμός του clickbait; Ετσι γεννιούνται οι δήθεν «αποκαλύψεις»: πρόχειρες, κακοφτιαγμένες, αλλά αρκετές για να ποτίσουν την κοινή γνώμη με καχυποψία.

Τοξικό μείγμα

Η ενημέρωση δεν υπονομεύεται μόνο από τα «ερευνητικά» παραμάγαζα. Στο διαδίκτυο ακροδεξιά και ακροαριστερά τρολ συναγωνίζονται ποιος θα παραγάγει τη μεγαλύτερη θεωρία συνωμοσίας. Από τις «μαριονέτες του Μητσοτάκη» μέχρι το «παγκόσμιο σχέδιο της Δύσης», όλα χωράνε στον καμβά της παράνοιας. Ο αλγόριθμος του Facebook ή του TikTok τούς δίνει φτερά: όσο πιο ακραίο, τόσο πιο viral. Ετσι, η πραγματικότητα χάνεται μέσα σε έναν θόρυβο που μοιάζει με ψηφιακή χωματερή.

Δεν μένουν αλώβητα ούτε τα μεγάλα τηλεοπτικά κανάλια. Οταν η τηλεθέαση γίνεται το μοναδικό κριτήριο, η είδηση έρχεται δεύτερη. «Ρεπορτάζ» που βασίζονται σε φήμες, καλεσμένοι που αυτοπροβάλλονται ως «ειδικοί» χωρίς να έχουν την παραμικρή γνώση, και τίτλοι που υπόσχονται συγκλονιστικά στοιχεία, αλλά προσφέρουν μόνο φασαρία. Αντί να ξεσκεπάζουν, αναπαράγουν – και το κάνουν με μια επιμέλεια που θυμίζει τηλεμάρκετινγκ.

Η κοινωνία της δυσπιστίας

Το αποτέλεσμα; Μια κοινωνία που δεν εμπιστεύεται κανέναν. Ο πολίτης δεν ξεχωρίζει πια αν το ρεπορτάζ που διαβάζει είναι προϊόν έρευνας ή προϊόν εργολαβίας. Οταν όλα μπαίνουν στο ίδιο τσουβάλι, κερδισμένοι βγαίνουν οι δημαγωγοί που ποντάρουν στην οργή και τη σύγχυση. Από τον ΣΥΡΙΖΑ που κάποτε «ανακάλυπτε» πλεονάσματα και παρακολουθήσεις κατά παραγγελία, μέχρι τους επαγγελματίες της «επαναστατικής γυμναστικής» στα social media, η στόχευση είναι μία: να δηλητηριαστεί ο δημόσιος διάλογος.

Η κυβέρνηση δεν έχει την πολυτέλεια να μείνει απαθής. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μιλά συχνά για την ανάγκη σοβαρής ενημέρωσης και ψηφιακής παιδείας, γιατί γνωρίζει ότι το δηλητήριο της παραπληροφόρησης απειλεί θεσμούς και κοινωνική συνοχή. Η αλήθεια είναι πως το φαινόμενο δεν αντιμετωπίζεται με ένα νομοσχέδιο ή με μια απαγόρευση· απαιτούνται διαρκής επαγρύπνηση, κανόνες, αλλά και η ενεργή συμμετοχή πολιτών που δεν... τσιμπάνε με την πρώτη.

Η χώρα χρειάζεται μια ενημέρωση που θα λειτουργεί ως αντίβαρο στη δημαγωγία και όχι ως εργαλείο της. Αν δεν γίνει αυτό, η «δυσωδία στο βασίλειο της Δανιμαρκίας» θα συνεχίσει να απλώνεται, από τα κανάλια στα social και από τα social στην κάλπη. Και τότε, το τίμημα δεν θα είναι απλώς η γελοιοποίηση της δημοσιογραφίας, αλλά η ίδια η υγεία της δημοκρατίας.