Με αφορμή την παρουσίαση του καινούργιου του βιβλίου «The Art of War and Peace» στην Αθήνα από το Delphi Economic Forum, ο συγγραφέας και επικεφαλής του Brenthurst Foundation, Dr. Greg Mills, μας μίλησε για τις παγκόσμιες γεωπολιτικές εξελίξεις.
Με τις παγκόσμιες αλλαγές ισχύος, ιδίως την άνοδο της Κίνας και την πιο επιθετική στάση της Ρωσίας, πώς διαμορφώνεται η παγκόσμια τάξη; Ποιες είναι οι συνέπειες για το παραδοσιακό δυτικό πλαίσιο ειρηνευτικών αποστολών;
Ο κόσμος εισέρχεται ταχέως σε μια νέα εποχή πολυπολικότητας. Η μεταψυχροπολεμική εποχή της Pax Americana φτάνει στο τέλος της, με τις αμερικανικές στρατηγικές να αποτυγχάνουν σε καίριες περιοχές, όπως το Αφγανιστάν και η Ερυθρά Θάλασσα. Χώρες που θεωρούσαν τις ΗΠΑ τον κύριο εταίρο ασφαλείας τους, όπως σε τμήματα της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, στρέφονται πλέον σε άλλους παίκτες. Η αποτροπή των ΗΠΑ έχει αποδειχθεί αναποτελεσματική στην Ουκρανία και το Ισραήλ, ενώ οι αντίπαλοί της –η Κίνα, η Ρωσία, το Ιράν, η Βόρεια Κορέα και η Βενεζουέλα– εμβαθύνουν τη συνεργασία τους. Το «διεθνές σύστημα κανόνων», που καθοδηγείται από τη Δύση, θεωρείται από πολλές χώρες όλο και περισσότερο ως αναποτελεσματικό, στερούμενο νομιμοποίησης ή και τα δύο. Ταυτόχρονα, στις δυτικές κοινωνίες, η άνοδος του λαϊκισμού και των θεωριών συνωμοσίας συνοδεύεται από την κατάρρευση της εμπιστοσύνης προς τις ελίτ, τους εμπειρογνώμονες και τους θεσμούς. Στρατιωτικά και πολιτικά, φαίνεται να υπάρχει μια αυξανόμενη απόσταση μεταξύ της αλαζονικής αυτοεικόνας των δυτικών ηγετών και των αποτυχιών τους στην πράξη.
Αυτή η τάση ξεκίνησε με την εισβολή στο Ιράκ το 2003, αλλά επιταχύνθηκε με την κατάρρευση της διεθνούς προσπάθειας στο Αφγανιστάν, την αποτυχία της αμερικανικής αποτροπής να σταματήσει τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, και την αδυναμία των ηγετών των ΗΠΑ να σταθεροποιήσουν τη Μέση Ανατολή. Παρότι η κυριαρχία των ΗΠΑ στο παγκόσμιο σύστημα μειώνεται, δεν έχει εμφανιστεί ένας σαφής και ικανός διάδοχος. Κατά συνέπεια, αναμένουμε μια περίοδο πολυπολικότητας, αστάθειας και συγκρούσεων, η οποία θα διαρκέσει μέχρι είτε η Δύση, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ ή της Ευρώπης, ανακτήσει την ικανότητα και τη νομιμοποίησή της, είτε έως ότου αναδειχθούν νέοι ηγέτες στο παγκόσμιο σύστημα.
Στο βιβλίο σας «Η Τέχνη του Πολέμου και της Ειρήνης» αναφέρεστε στη σημασία της κατανόησης των τοπικών συνθηκών στις ζώνες συγκρούσεων. Πώς εφαρμόζεται αυτή η αρχή στην αστάθεια που επικρατεί στην Αφρική;
Η Αφρική αντιμετωπίζει συγκρούσεις και βία λόγω ποικίλων ιστορικών και σύγχρονων αιτιών. Τα αφρικανικά κράτη δημιουργήθηκαν από τις αποικιοκρατικές δυνάμεις, με σύνορα που χαράχτηκαν αυθαίρετα, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά συμφέροντα. Ετσι, μετά την ανεξαρτησία τους, τα κράτη αυτά δεν χρειάστηκε να αναπτύξουν ισχυρές εσωτερικές δομές εξουσίας, όπως συνέβη στην Ευρώπη. Οι αποικιοκρατικές γραμμές έγιναν ο καθοριστικός παράγοντας για το σχήμα των κρατών και όχι τα συστήματα εσωτερικής διακυβέρνησης και φορολογίας. Αυτό τα έκανε εγγενώς αδύναμα. Η κατάσταση επιδεινώθηκε από την άνοδο αυταρχικών καθεστώτων, την επιδίωξη εξωτερικών συμφερόντων κατά τον Ψυχρό Πόλεμο και τη διατήρηση αποικιοκρατικών οικονομικών δομών, όπου η εξωτερική ελίτ αντικαταστάθηκε απλώς από εγχώριες.
Αυτό το αδύναμο ξεκίνημα επιδεινώθηκε από κακές αναπτυξιακές και κυβερνητικές επιλογές, οι οποίες παραμένουν μέχρι σήμερα. Παράλληλα, οι αφρικανικοί πληθυσμοί αυξήθηκαν εκρηκτικά, από 180 εκατομμύρια κατά την ανεξαρτησία σε 1,2 δισεκατομμύρια σήμερα, με πρόβλεψη να φτάσουν τα 2,5 δισεκατομμύρια έως το 2050. Οι πιέσεις αυτές εξηγούν τόσο τις συχνές καταρρεύσεις όσο και την αδυναμία των κρατών να ανταποκριθούν στις αυξανόμενες προκλήσεις.
Το βιβλίο σας αναφέρεται στις αποτυχίες προηγούμενων ειρηνευτικών προσπαθειών σε περιοχές όπως η Μέση Ανατολή. Τι μπορούμε να μάθουμε από αυτές τις αποτυχίες για την τρέχουσα κατάσταση στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη;
Η ηγεσία είναι κρίσιμη, όχι μόνο για να προετοιμαστεί κατάλληλα ένας πόλεμος, αλλά και για να εξασφαλιστεί η ειρήνη. Για να τελειώσει μια σύγκρουση ειρηνικά, απαιτείται συνήθως εξωτερική πίεση στις εμπόλεμες πλευρές, ώστε να συμφωνήσουν να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Οι αντιμαχόμενοι πρέπει να δουν ότι έχουν περισσότερα να κερδίσουν από την ειρήνη παρά από τη συνέχιση του πολέμου. Επιπλέον, χρειάζονται μια σαφή μεθοδολογία για την επίτευξη της ειρήνης, καθώς και ηγεσία που να κατανοεί τον σωστό χρόνο για να προωθήσει τις διαπραγματεύσεις. Αυτό είναι συχνά ένα δύσκολο και φευγαλέο στοιχείο, ειδικά στους μακροχρόνιους πολέμους της Μέσης Ανατολής, όπου η έλλειψη κατάλληλης ηγεσίας έχει οδηγήσει σε μακροχρόνια αδιέξοδα.
Σε όλο το βιβλίο «Η Τέχνη του Πολέμου και της Ειρήνης», υπογραμμίζετε την ανάγκη για ισορροπία μεταξύ στρατιωτικής ισχύος και διπλωματίας. Λαμβάνοντας υπόψη αυτό, πώς πρέπει οι παγκόσμιες δυνάμεις να επαναπροσδιορίσουν την προσέγγισή τους σε πυρηνικές δυνάμεις, όπως η Βόρεια Κορέα και το Ιράν, όπου οι παραδοσιακές διπλωματικές προσπάθειες έχουν αποτύχει;
Στην περίπτωση τόσο της Βόρειας Κορέας όσο και του Ιράν, βλέπουμε ότι και οι δύο χώρες έχουν προχωρήσει είτε σε πλήρη είτε σε παραπυρηνική κατάσταση, χωρίς ουσιαστικές κυρώσεις ή αντίσταση από τη διεθνή κοινότητα. Αυτό οφείλεται εν μέρει σε παγκόσμιους περισπασμούς, όπως ο Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας, που απέσπασε την προσοχή των ΗΠΑ από τις προσπάθειες να σταματήσουν την πυρηνική εξάπλωση στη Βόρεια Κορέα, και εν μέρει σε ασυνεπείς πολιτικές, όπως φάνηκε με την υιοθέτηση του Κοινού Ολοκληρωμένου Σχεδίου Δράσης (JCPOA) με το Ιράν το 2015, και την αποκήρυξή του από τις ΗΠΑ το 2017.
Η κατάρρευση της συνοχής στις δυτικές στρατηγικές πολιτικές αντικατοπτρίζει μια ευρύτερη αποσύνθεση της αξιοπιστίας και της ικανότητας, κυρίως στις ΗΠΑ, μετά τον Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας. Πλέον φαίνεται ξεκάθαρο ότι είναι αργά για να αποτραπεί το Ιράν από την απόκτηση πυρηνικών όπλων ή τουλάχιστον από την επίτευξη καθεστώτος πυρηνικής δύναμης. Ως αποτέλεσμα, η διεθνής κοινότητα ενδέχεται να χρειαστεί να προσαρμοστεί σε μια νέα πραγματικότητα: την αποδοχή ενός πυρηνικού Ιράν, όπως έγινε και με τη Βόρεια Κορέα.