Ανοιξε η συζήτηση για την «επόμενη μέρα της πανδημίας» σε ό,τι αφορά στις δημοσιονομικές υποχρεώσεις που θα πρέπει να εκπληρώσει η Ελλάδα, αλλά και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Με την ελπίδα ότι από το καλοκαίρι και μετά ο πλανήτης ολόκληρος θα αρχίσει να αφήνει πίσω του τον Covid-19, έχει ήδη δρομολογηθεί η διαπραγμάτευση για το τι μέλλει γενέσθαι από το νέο έτος. Όλες οι πληροφορίες συγκλίνουν στο οτι το 2022 θα συνεχιστεί η δημοσιονομική χαλάρωση, κάτι που σε πρακτικούς ορούς σημαίνει ότι δεν θα υπάρξει υποχρέωση για «παραγωγή πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ ούτε μέσα στο 2022. Από εκεί και πέρα όμως, δεδομένου ότι η Ελλάδα αργά η γρήγορα θα κληθεί να παρουσιάσει το μεσοπρόθεσμο σχέδιο δημοσιονομικής στρατηγικής -η αναθεώρηση του οποίου έχει παγώσει εδώ και έναν χρόνο λόγω πανδημίας-, θα πρέπει να ληφθεί απόφαση και για το τι μέλλει γενέσθαι σε μεσοπρόθεσμη βάση.

Το μεγάλο ερώτημα, που δεν αναμένεται να απαντηθεί πριν από το τέλος του καλοκαιριού, είναι το εξής: από πού θα πιάσει η Ελλάδα το νήμα των μεταμνημονιακών υποχρεώσεων; Από το 2023 και μετά, η χώρα θα επανέλθει στον σχεδιασμό του 2018 που προέβλεπε ότι «θα πρέπει να παράγονται πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 2%» ή θα κληθεί να υλοποιήσει -ενδεχομένως-ένα πιο αυστηρό πλάνο προκειμένου να καλύψει το δημοσιονομικό κενό που άνοιξε και την περίοδο 2020-2022 λόγιο της συσσώρευσης ελλειμμάτων;

Επιβάρυνση του ελλείμματος

Τα δεδομένα της φετινής χρονιάς σε δημοσιονομικό επίπεδο, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για επιμονή στους δημοσιονομικούς στόχους που είχαν τεθεί πριν από την πανδημία. Κανονικά, η Ελλάδα θα έπρεπε να συντάξει το φθινόπωρο του 2021 προϋπολογισμό για το 2022 με βασικό στόχο και παραδοχή ότι θα υπάρξει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ. Με δεδομένη μια μέση πρόβλεψη για ρυθμό ανάπτυξης της τάξεως του 3%-4% το 2021 και άνω του 5% το 2022, αυτό θα σήμαινε πρακτικά υποχρέωση παραγωγής πρωτογενούς πλεονάσματος περίπου 6 δισ. ευρώ. Το 2021 είχε προβλεφθεί από πέρυσι ότι θα κλείσει με πρωτογενές έλλειμμα της τάξεως των 6-7 δισ. ευρώ. Ωοτόσο, με την κακή εκκίνηση της χρονιάς όσον αφορά την επέλαση της πανδημίας, το φετινό πρωτογενές έλλειμμα θα επιβαρυνθεί σημαντικά. Με βάση τις πληροφορίες που έχει ήδη δημοσιεύσει η «Ναυτεμπορική», στο υπουργείο Οικονομικών υπάρχει σενάριο που ανεβάζει το πρωτογενές έλλειμμα ακόμη και στα 14 δισ. ευρώ. Πώς δικαιολογείται ο διπλασιασμός;

  1. Με την ανάγκη λήψης πρόσθετων μέτρων στήριξης για να αποφευχθούν τα λουκέτα επιχειρήσεων και η απώλεια θέσεων εργασίας. Έχει ήδη καταστεί σαφές ότι τα 7,5 δισ. ευρώ, που έχουν ενσωματωθεί στον φετινό προϋπολογισμό για να στη-ριχθεί η οικονομία, δεν θα φτάσουν. Ο λογαριασμός αναμένεται να ανέβει ακόμη και πάνω από τα 11-12 δισ. ευρώ.
  2. Με την εκτίμηση ότι δεν θα επιτευχθεί φέτος ο στόχος για την άντληση εσόδων της τάξεως των 47-48 δισ. ευρώ, ποσό αισθητά μεγαλύτερο σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα. Ηδη, πρακτικά χάνεται το πρώτο τρίμηνο για το λιανικό εμπόριο, κάτι που θα «κοστίσει ειδικά στον ΦΙ1Α και στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης. Αντίστοιχα, η εκκίνηση του δεύτερου lockdown ουσιαστικά από τον Νοέμβριο του 2020, θα χτυπήσει ακόμη περισσότερο την κερδοφορία των επιχειρήσεων και κατά συνέπεια και τα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων.

Η Ελλάδα δεν είναι μόνη της

Αν επιβεβαιωθεί αυτή η δυσάρεστη πρόβλεψη και φτάσει φέτος το πρωτογενές έλλειμμα στα 14 δισ. ευρώ, το να μπει στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΙΙ το 2022 θα σήμαινε δημοσιονομική προσαρμογή 20 δισ. ευρώ μέσα σε ένα 12μηνο. Τέτοια δημοσιονομική προσαρμογή δεν είχε ζητηθεί από την Ελλάδα ούτε στη μνημονιακή περίοδο. Επίσης, αυτή τη φορά υπάρχει και η εξής διαφορά: δεν είναι μόνη της η Ελλάδα. Δεν έχει δημοσιονομικό ζήτημα μόνο η χωρά μας, αλλά ολόκληρη η Ευρώπη, στην οποία φουσκώνουν τα ελλείμματα και μαζί με αυτά και το δημόσιο χρέος. Ετσι, το οτι θα υπάρξει δημοσιονομική χαλάρωση και το 2022 μάλλον θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο. Αυτό που παραμένει ανοικτό είναι αν θα ζητηθεί από τις χώρες μέλη -και την Ελλάδα-να ξεκινήσουν από το επόμενο έτος την προσπάθεια δημοσιονομικής προσαρμογής συγκρατώντας τις δαπάνες. Επίσης, μένει να φανεί με ποιο τρόπο θα ποσοτικοποιηθεί αυτή η απόφαση. Δηλαδή, αν θα δοθεί η δυνατότητα για ελλείμματα και το 2022 ή αν θα χρειαστεί να ισοσκελιστούν οι προϋπολογισμοί.

Το χρέος και η βιωσιμότητα του

Σε μεσοπρόθεσμη βάση, είναι δεδομένο ότι κάποια στιγμή θα επιδιωχθεί να αποτυπωθούν οι συνέπειες από τα δημοσιονομικά αποτελέσματα της τριετίας 2020-2022 στην καμπύλη και στη βιωσιμότητα του χρέους. Είναι πλέον απολύτως βέβαιο ότι το χρέος της Ελλάδας θα παραμείνει και το 2021 πάνω από το 200%. του ΑΕΠ, καθώς η χρονιά θα κλείσει με χρέος γενικής κυβέρνησης στο επίπεδο των 350 δισ. ευρώ.

Η συζήτηση που θα ανοίξει είναι η εξής: Θα επηρεάσει αυτή η αύξηση του χρέους τη βιωσιμότητά του; Στη σχετική συζήτηση που θα ανοίξει σύντομα, η ελληνική πλευρά θα προσέλθει με συγκεκριμένα επιχειρήματα. Αναμφισβήτητα. τα ελλείμματα της περιόδου 2020-2022 -τα οποία αθροιστικά αναμένεται οτι θα ξεπεράσουν τα 25 δισ. ευρώ-αλλάξουν προς το χειρότερο τα δεδομένα. Απο την άλλη, όμως, εκτός από τα ελλείμματα, δεν είχε προβλεφθεί ούτε και η ενεργοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης, το οποίο θα εισφέρει 19 δισ. ευρώ σε επιδοτήσεις που θα πέσουν στην οικονομία σταδιακά από το 2021 και μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια.

Επίσης, όταν συντασσόταν η προηγούμενη έκθεση βιωσιμότητας του χρέους, είχε προβλεφθεί ότι η Ελλάδα θα δανείζεται σε μεσοπρόθεσμη βάση με επιτόκιο της τάξεως του 4.5%. Με την πάροδο του χρόνου, η πρόβλεψη περιορίστηκε στο 3,5%, αλλά η Ελλάδα εξακολουθεί να δανείζεται εκδίδοντας ομόλογα 10ετίας, με επιτόκιο της τάξεως του 1%. Αυτή η διαφορά στο κόστος δανεισμού -το οποίο αφορά βεβαίως το νέο χρέος που εκδίδεται και για όλο το χρονικό διάστημα μέχρι τη λήξη του- αποτιμάται σε πολλά δισ. ευρώ σε βάθος χρόνου. Αυτό θα είναι και το ισχυρότερο «όπλο», στα χέρια της ελληνικής πλευράς για να πείσει ότι δεν θα χρειαστεί αυστηρό δημοσιονομικό πλαίσιο μετά το 2022 για να διατηρηθεί η βιωσιμότητα του χρέους. Άλλωστε, οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης -οχι μόνο τα 19 δισ. ευρώ των επιδοτήσεων, αλλά και τα 13 δισ. ευρώ των δανείων- αναμένεται να διασφαλίσουν ισχυρό ρυθμό ανάκαμψης τουλάχιστον για τα επόμενα 4-5 χρονιά.

του Θάνου Τσίρου από τη Ναυτεμπορική