Με ξεκάθαρο στόχο την οριστική εξόφληση των ακριβών διμερών δανείων προς τις χώρες της ευρωζώνης η Ελλάδα προχώρησε στις 15 Δεκεμβρίου σε νέα κίνηση πρόωρης αποπληρωμής χρέους.
Έπειτα από το «πράσινο φως» του European Stability Mechanism, εξοφλήθηκαν δάνεια του Greek Loan Facility (GLF), συνολικού ύψους 5,287 δισ. ευρώ, με κυμαινόμενο επιτόκιο και λήξεις από το 2033 έως το 2041. Η παρέμβαση αυτή έρχεται να προστεθεί στις προηγούμενες πρόωρες αποπληρωμές, οι οποίες συνολικά ξεπερνούν τα 15 δισ. ευρώ, ενισχύοντας σημαντικά τη βιωσιμότητα του χρέους και περιορίζοντας την έκθεση σε επιτοκιακό κίνδυνο.
Ειδικότερα:
- τον Δεκέμβριο 2024 καταβλήθηκαν 7,935 δισ. ευρώ,
- τον Δεκέμβριο 2023 αποπληρώθηκαν 5,29 δισ. ευρώ,
- ενώ τον Δεκέμβριο 2022 είχαν καταβληθεί 2,645 δισ. ευρώ.
Παράλληλα, έχει ήδη δρομολογηθεί νέα πρόωρη αποπληρωμή 8,8 δισ. ευρώ εντός του 2026, με στόχο την περαιτέρω συρρίκνωση των ακριβών υποχρεώσεων που απορρέουν από το πρώτο μνημόνιο.
Σημαντική είναι και η συμβολή της πρόωρης αποπληρωμής των δανείων προς το ΔΝΤ, καθώς έχουν διατεθεί 7,9 δισ. ευρώ, οδηγώντας στη μηδενική πλέον έκθεση της χώρας στο συγκεκριμένο χρέος. Συνολικά, οι πρόωρες αποπληρωμές ανέρχονται σε 29 δισ. ευρώ, με εξοικονόμηση τόκων άνω των 3,5 δισ. ευρώ. Μόνο από την κίνηση της 15ης Δεκεμβρίου, η ελάφρυνση τόκων εκτιμάται σε 1,6 δισ. ευρώ.
Μετά την ολοκλήρωση των διμερών δανείων (GLF), στο επίκεντρο περνούν οι υποχρεώσεις προς τον European Financial Stability Facility, ύψους 141,8 δισ. ευρώ, με λήξη το 2070. Την ίδια στιγμή, στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και στον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) εξετάζονται εναλλακτικά σενάρια περαιτέρω ελάφρυνσης του προϋπολογισμού, καθώς από το 2034 θα αρχίσουν να προστίθενται και οι υποχρεώσεις 61,9 δισ. ευρώ προς τον European Stability Mechanism, οι οποίες λήγουν το 2060.
Καθοριστικό ρόλο στη στρατηγική αυτή παίζει το ισχυρό ταμειακό απόθεμα, που ανέρχεται σε περίπου 44,8 δισ. ευρώ, αλλά και τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία φθάνουν το 3,8% του ΑΕΠ για το τρέχον έτος. Οι παράγοντες αυτοί επιτρέπουν αφενός την απρόσκοπτη κάλυψη των τόκων και αφετέρου την υλοποίηση παράλληλων προεξοφλήσεων, μειώνοντας το συνολικό κόστος δανεισμού.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΔΔΗΧ, οι συνολικές χρηματοδοτικές ανάγκες για το 2026 διαμορφώνονται στα 24,7 δισ. ευρώ. Από αυτά, το Δημόσιο θα καταβάλει 8,9 δισ. ευρώ για χρεολύσια και 5,2 δισ. ευρώ για τόκους, συμπεριλαμβανομένων των πράξεων ανταλλαγής επιτοκίων. Παράλληλα, αναμένονται έσοδα 4,2 δισ. ευρώ από πηγές όπως το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, ενώ επιπλέον 618 εκατ. ευρώ εκτιμάται ότι θα προέλθουν από συμμετοχές σε μετοχές και επενδυτικά κεφάλαια.
Το αποτέλεσμα είναι ότι δεν υφίσταται πίεση για βεβιασμένες εξόδους στις διεθνείς αγορές, με τις κινήσεις του ΟΔΔΗΧ να παραμένουν στοχευμένες, διασφαλίζοντας σταθερή παρουσία στις αγορές, κανονικότητα στις εκδόσεις και συνεχή ενίσχυση της ρευστότητας στη δευτερογενή αγορά.

