Την ανάγκη μιας ολιστικής προσέγγισης στο μεταναστευτικό ανέδειξε ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου Δημήτρης Καιρίδης σε συνέντευξη του στην ιταλική εφημερίδα Libero.
O κ. Καιρίδης εξήγησε στην ιταλική εφημερίδα το σύστημα διαχείρισης του μεταναστευτικού που εφαρμόζεται στην Ελλάδα. «Δεν γνωρίζω τόσο καλά την κατάσταση στην Τυνησία, αλλά αυτό που σίγουρα πρέπει να κάνουμε είναι να ελέγχουμε πολύ προσεκτικά τα σύνορα. Είναι αυτό που κάνει η Ελλάδα, με πλήρη σεβασμό στο νόμο και στην ανθρώπινη ζωή, με στόχο την πρόληψη των παράνομων αφίξεων και την καταπολέμηση της δράσης των διακινητών. Παράλληλα, δημιουργήσαμε ένα σύστημα κέντρων υποδοχής και διαδικασιών για το άσυλο που μας επιτρέπουν να εξετάζουμε τα αιτήματα με γρήγορο, ανθρώπινο και αποτελεσματικό τρόπο, με σεβασμό στην ασφάλεια όλων, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης των τοπικών κοινωνιών. Σε ό,τι αφορά τους συνολικούς αριθμούς, η Ελλάδα φαίνεται να επιλέγεται λιγότερο από τους μετανάστες, σε σχέση με την Ιταλία. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, πέρυσι ζήτησαν άσυλο από την Ιταλία 84.000 άνθρωποι, ενώ στην Ελλάδα 37.000. Αλλά πρόκειται για στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη, σε αναλογία με τον πληθυσμό. Όπως προκύπτει, τελικώς, τα αιτήματα ασύλου ανά 100.000 κατοίκους, στην Ελλάδα ήταν 279, έναντι των 133 στην Ιταλία» επισήμανε και πρόσθεσε ότι στα κέντρα υποδοχής φιλοξενούνται 25.000 άτομα.
Για την καθημερινή δράση των ελληνικών αρχών, ο κ. Καιρίδης απάντησε ότι «κάθε ημέρα εντοπίζουμε πλεούμενα, κατά την πορεία πλεύσης τους και υπολογίζουμε, σε γενικές γραμμές, των αριθμό των επιβατών τους, για να δώσουμε μια εικόνα των επιτυχιών μας και των αποτυχιών των διακινητών. Σίγουρα, φέτος, αριθμός αυτός θα είναι υψηλότερος».
Σε ερώτηση της εφημερίδας πώς καταφέρνει, η Ελλάδα να αποτρέπει τις αφίξεις, ο υπουργός Μετανάστευσης απάντησε: «Οι βάρκες που οι διακινητές χρησιμοποιούν στο Αιγαίο είναι διαφορετικές από εκείνες που χρησιμοποιούνται στην Τυνησία. Στο Αιγαίο έχουμε, κυρίως, μικρά φουσκωτά που ταξιδεύουν με χαμηλή ταχύτητα. Παράγονται, κυρίως, στην Τουρκία, με μηχανές από την Κίνα και μπορούν να χρησιμοποιηθούν, σχεδόν πάντα μια μόνο φορά. Κάθε βάρκα χωράει από είκοσι μέχρι σαράντα ανθρώπους και η θαλάσσια διαδρομή της είναι ιδιαίτερα σύντομη, από τις ακτές της Τουρκίας μέχρι τα πρώτα ελληνικά νησιά. Είναι εύκολο να εντοπιστούν . Υπάρχουν και πιο μεγάλες βάρκες, κυρίως ιστιοφόρα, για όσους έχουν μεγαλύτερη ευχέρεια, αλλά ο προορισμός τους είναι η Ιταλία. Πολλές από αυτές σπάνε κατά την διάρκεια του ταξιδιού και εγκαταλείπονται, άχρηστες, στα λιμάνια των Κυκλάδων ή της Πελοποννήσου».
Ερωτηθείς για τις σχέσεις με την Τουρκία και αν έγιναν βήματα προόδου, ο υπουργός απάντησε ότι προσπαθεί να δημιουργήσει κλίμα διαλόγου με τον Τούρκο ομόλογό του, αλλά ακόμη είναι νωρίς για συμπεράσματα. «Είχαμε προκαταρκτικές συνομιλίες με την ΕΕ και τους ευρωπαίους εταίρους, για να δούμε πώς μπορούμε να ξαναφέρουμε την Τουρκία στο τραπέζι και να συνεργαστούμε. Ο Ερντογάν, από το 2020 αρνείται να εφαρμόσει την συμφωνία που υπέγραψε το 2016, βάσει της οποίας πρέπει να ξαναπαίρνει στην χώρα του, τους παράνομους μετανάστες που φθάνουν στην Ελλάδα».
Ο κ. Καιρίδης επισήμανε ότι τον Οκτώβριο θα συναντηθεί με τον υπουργό Εσωτερικών της Ιταλίας ώστε να υπάρξει καλύτερος συντονισμός των δύο χωρών στο ζήτημα του μεταναστευτικού και σε ερώτηση για το πώς μπορούν, οι χώρες της ΕΕ να σταματούν τους μετανάστες πριν φτάσουν στην Ευρώπη, απάντησε: «Τα πλοία πρέπει να μπλοκάρονται όσο γίνεται πιο κοντά στην Λιβύη και να γυρίζουν πίσω. Κοντά στην ακτή, είναι σημαντικό, αλλιώς τα πράγματα γίνονται πολυπλοκότερα. Πρέπει να δούμε πώς αυτό μπορεί να γίνει, πρακτικά, αλλά, κυρίως, είναι σημαντικό να υπάρχει μια "ολιστική προσέγγιση" στο πρόβλημα. Αν κλείσεις τη θαλάσσια διαδρομή δυτικά της Ισπανίας, ανοίγει η κεντρική διαδρομή με προορισμό την Ιταλία, είναι όλα συνδεδεμένα. Η λύση του προβλήματος περνά από το συντονισμένο κλείσιμο όλων των διαδρομών, από την Ανατολή μέχρι την Δύση».