Ο επικεφαλής της παράταξης Με το Δικηγόρο, Δημήτρης Αναστασόπουλος, μιλά στο «Μανιφέστο» για την υποψηφιότητά του για την προεδρία του ΔΣΑ και το όραμά του για τον μεγαλύτερο επιστημονικό σύλλογο της χώρας
Επαναλαμβάνετε την υποψηφιότητά σας για την προεδρία στις επικείμενες αρχαιρεσίες του ΔΣΑ. Ποιο το κίνητρο και το όραμά σας για τον μεγαλύτερο δικηγορικό σύλλογο της χώρας;
Το κίνητρο παραμένει αναλλοίωτο με εκείνο των εκλογών που προηγήθηκαν, αλλά τώρα είναι πολύ εντονότερο. Να αποκαταστήσουμε, επιτέλους, το κύρος και τη θέση του λειτουργήματός μας, όχι ενδοσκοπικά για εμάς, αλλά ως οργανικού τμήματος της κοινωνίας. Να θωρακίσουμε το επάγγελμά μας, ώστε να μπορεί κάθε συνάδελφος ανεξαιρέτως, όχι απλά να επιβιώνει, αλλά να ζει με αξιοπρέπεια από το προϊόν του κόπου του, να φύγει από τη ζώνη της επισφάλειας.
Να ξεφύγουμε από το τέλμα και να δούμε κατάματα τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε σε ένα οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον που μεταβάλλεται ιλιγγιωδώς. Έχουμε μείνει τελματωμένοι σε μια άλλη εποχή και εθελοτυφλούμε, προσπαθώντας να διασώσουμε υποτιθέμενα κεκτημένα που δεν είναι βιώσιμα. Πρέπει να περάσουμε από τα κεκτημένα στις κατακτήσεις. Με λιγότερα λόγια και περισσότερη ουσία.
Ο νομικός κόσμος βρίσκεται σ’ ένα σταυροδρόμι όσον αφορά τα εκπαιδευτικά δεδομένα της χώρας, καθώς με τον πρόσφατο νόμο αρχίζουν τη λειτουργία τους ιδιωτικές νομικές σχολές στην Ελλάδα. Ποια η άποψή σας γι’ αυτό;
Διπλασιάζονται σε μία νύχτα οι νομικές σχολές της χώρας, αυτό είναι πρωτοφανές. Και μάλιστα τη στιγμή που, όπως έχει παραδεχθεί έμμεσα η κυβέρνηση και στο παρελθόν, το δικηγορικό επάγγελμα είναι κορεσμένο. Δεν γνωρίζουμε παρά ελάχιστα πράγματα για τις νέες ιδιωτικές νομικές σχολές, όσον αφορά το πρόγραμμα σπουδών, το διδακτικό προσωπικό, τις εγκαταστάσεις, τον τρόπο διενέργειας των εξετάσεων.
Κάτι που δεν επιτρέπει αισιοδοξία για το επίπεδο σπουδών που θα προσφέρουν και εγείρει αμφιβολίες για το αν θα παράγουν ολοκληρωμένους επιστήμονες. Δεν κατανοώ επίσης τη σπουδή να λειτουργήσουν από το τρέχον ακαδημαϊκό έτος. Πολύ φοβάμαι ότι σε λίγα χρόνια θα παράγουν μαζικά αποφοίτους με ανεπαρκείς γνώσεις, που θα διεκδικούν όμως ισότιμα επαγγελματικά δικαιώματα με τους αποφοίτους των δημόσιων ΑΕΙ, καθιστώντας τον υπερπληθωρισμό των δικηγόρων εκρηκτικό και υποβαθμίζοντας το επάγγελμα. Και εκεί πρέπει, επιτέλους, οι ίδιοι οι δικηγόροι να ασχοληθούμε σοβαρά με το κύρος του επαγγέλματος, θεσμοθετώντας επιτέλους φίλτρα για την πρόσβαση σε αυτό.
Πώς αντιμετωπίζετε τις προωθούμενες αλλαγές που έχει προαναγγέλλει το υπουργείο Δικαιοσύνης στον Κώδικα Δικηγόρων, με αιχμή του δόρατος τις εξετάσεις προαγωγής στους δικηγόρους;
Πρέπει να υπενθυμίσω ότι και στο παρελθόν το υπουργείο είχε αναλάβει να διενεργεί τον διαγωνισμό των υποψήφιων δικηγόρων, για να αναθέσει εκ νέου, αργότερα, την αρμοδιότητα αυτή στην Ολομέλεια των δικηγορικών συλλόγων. Επανέρχεται τώρα με μια ανάλογου ύφους ρύθμιση. Η θωράκιση του επαγγέλματός μας, η διαχείριση του κορεσμού του, η άμεμπτη αξιολόγηση των συναδέλφων ενόψει προαγωγών είναι υπόθεση του δικηγορικού σώματος, δεδομένου ότι διασφαλίζει την ανεξαρτησία του.
Είναι αντιφατικό οι δικηγορικοί σύλλογοι να αποτελούν καταστατικά –και πολύ ορθά– νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, με υψηλό επιστημονικό επίπεδο, και να μην τους αναγνωρίζεται η ικανότητα αυτορρύθμισης καίριων ζητημάτων του κλάδου τους, που εμπίπτουν στον πυρήνα του επαγγέλματος. Οι στρεβλώσεις στις διαδικασίες εισόδου και ανέλιξης στο επάγγελμα είναι υπαρκτές. Δεν θα τις λύσει, όμως, ως διά μαγείας η απόσπαση της αρμοδιότητας από τους συλλόγους. Οι συνάδελφοι που στηρίζουν την υποψηφιότητά μου και εγώ προσωπικά το λέμε εμφατικά: αν κάποιοι απέτυχαν να διαφυλάξουν το κύρος του επαγγέλματος σε πολλαπλά μέτωπα, είναι ευθύνη δική τους, όχι του κλάδου εν συνόλω. Γι’ αυτό και ζητάμε την εμπιστοσύνη των δικηγόρων, για να αλλάξουμε παράδειγμα, και στο μείζον ζήτημα των εξετάσεων των δικηγόρων και της προαγωγής τους, κατόπιν συστηματικής διαβούλευσης με το σώμα.
Με δεδομένο ότι ειδικεύεστε στο δίκαιο της πληροφορικής και του διαδικτύου, ποια η γνώμη σας για τις σύγχρονες προκλήσεις που αντιμετωπίζει το επάγγελμα του δικηγόρου με την είσοδο της ΑΙ στη ζωή μας; Ποιοι οι κίνδυνοι και ποια μέτρα πρέπει να ληφθούν;
Η τεχνητή νοημοσύνη μεταβάλλει δραστικά το δικηγορικό λειτούργημα, όπως και μυριάδες άλλα επαγγέλματα. Αλλάζει την καθημερινή πρακτική του δικηγόρου, όχι όμως το περιεχόμενο των υπηρεσιών που παρέχει ο δικηγόρος, μόνον τον τρόπο με τον οποίο θα τις εκτελέσει. Η εξέλιξη της τεχνητής νοημοσύνης προσφέρει τη δυνατότητα αυτοματοποίησης της συλλογής, επεξεργασίας, ταξινόμησης και ανάλυσης δεδομένων, της σύνταξης δικογράφων, της ανάλυσης συμβολαίων, ακόμη και της διαχείρισης των υπό κρίση διαφορών. Επομένως, τα εργαλεία της τεχνητής νοημοσύνης μάς επιτρέπουν να κερδίσουμε χρόνο και δαπάνες. Δεν μπορούν, όμως, ούτε να υποκαταστήσουν ούτε να αντικαταστήσουν τον δικηγόρο, τις γνώσεις, την εμπειρία του, τις ιδιαίτερες δεξιότητές του, αλλά και τη διαπροσωπική σχέση και την εμπιστοσύνη με τον πελάτη.
Η Δικαιοσύνη είναι απρόσωπη, αλλά δεν παύει να είναι ανθρώπινη, απονέμεται από ανθρώπους για ανθρώπους. Η τεχνητή νοημοσύνη και η διείσδυσή της στο επάγγελμά μας θέτει σημαντικά ηθικά διλήμματα. Η σωστή χρήση της είναι, ασφαλώς, και ζήτημα νομοθετικής ρύθμισης, αλλά και δικής μας ευαισθητοποίησης. Οι δικηγόροι οφείλουμε να ορίσουμε πώς και πότε θα χρησιμοποιούμε τα εργαλεία της ΑΙ, θέτοντας και το περίγραμμα της ρύθμισης που σύντομα ή αργά θα αναλάβει ο νομοθέτης.