Συνεχίζεται η δίκη για την τραγωδία στο Μάτι με νέες καταθέσεις μαρτύρων, οι οποίες συγκλονίζουν με τις τραγικές στιγμές που έζησαν στην φωτιά.
Ειδικότερα, μετά από διακοπή τριών και πλέον εβδομάδων συνεχίστηκε σήμερα στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων η δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι με καταθέσεις μαρτύρων.
Πρώτη κατέθεσε η Σουμέλα Χατζηλαζαρίδου, η οποία κινδύνεψε να χάσει τη ζωή της όταν οι φλόγες κύκλωσαν το σπίτι της. Από το σοκ μέχρι πρότινος είχε χάσει τη φωνή της και δεν μπορούσε να μιλήσει, ενώ ακόμα και σήμερα αντιμετωπίζει προβλήματα στην ομιλία.
«Δεν μιλώ εδώ κι ένα χρόνο καλά, λόγω μετατραυματικού στρες»
«Έχετε μπροστά σας ένα θύμα ακόμα. Δεν μιλώ εδώ κι ένα χρόνο καλά, λόγω μετατραυματικού στρες. Δεν μπορώ το σκοτάδι, δεν μπορώ τη σιωπή, είμαι με αντικαταθλιπτικά. Είναι πολλοί σαν και εμένα με διάφορα προβλήματα. Οι Ματιώτες παίρνουν αντικαταθλιπτικά, έχουν αρρώστιες όπως καρκίνος, καρδιά», είπε η μάρτυρας και περιέγραψε τις στιγμές αγωνίας που έζησε όταν προσπαθούσε να ξεφύγει από τη φωτιά πηγαίνοντας προς τη θάλασσα.
«Όπως ήμουν με ρούχα, παντόφλες μπήκα στη θάλασσα. Με ρωτούσαν όσοι βρίσκονταν στη θάλασσα, «είδες τον αδελφό, τη μάνα, τον πατέρα μου». Δεν είδα κανέναν. Η κατάσταση ήταν τραγική, έσκαγαν τα υγραέρια από δύο ταβερνάκια, καίγονταν τέντες. Έπεσε ένα μαύρο σκοτάδι, δεν φαινόταν τίποτα. Με έπνιγαν τα κύματα, 10 με 12 μποφόρ μου είπαν αργότερα ότι είχε. Περίπου στις 6.15 βρέθηκα στη θάλασσα να κολυμπάω περίπου για 6-7 ώρες», κατέθεσε η μάρτυρας.
Όπως είπε, επικρατούσε χάος και βοήθεια δεν ερχόταν από πουθενά. «Δεν ήρθε κανείς να μας ειδοποιήσει. Μια βέσπα, ένα μοτοσακό, μια ντουντούκα. Έφυγα από το σπίτι μου στις 6 παρά. Δεν ήρθε κανείς να μας ειδοποιήσει, όχι μόνο να μας ειδοποιήσει, αλλά δεν ήρθε και κανείς να μας σώσει. Ούτε ένα εναέριο μέσο δεν ήρθε. Είναι κρίμα που εδώ κατηγορούμενη είναι μόνο η πυροσβεστική. Θα έπρεπε να υπήρχε το λιμενικό, η αστυνομία, το ΕΚΑΒ. Δεν είναι 104 οι νεκροί. Εγώ γνωρίζω 4 που έφυγαν από την ζωή εξαιτίας αυτής της κατάστασης», τόνισε στην κατάθεσή της.
«Μας χτυπούσαν ξύλα την ώρα που κολυμπούσαμε, που αργότερα έμαθα ότι δεν ήταν ξύλα, αλλά πτώματα»
Η περιγραφή της για τις δραματικές ώρες που βρισκόταν μαζί με άλλους πυρόπληκτους στη θάλασσα προκαλεί ανατριχίλα. «Μας χτυπούσαν ξύλα την ώρα που κολυμπούσαμε, που αργότερα έμαθα ότι δεν ήταν ξύλα, αλλά πτώματα…», είπε και συνέχισε τη σοκαριστική περιγραφή: «Περίμενα ώρες, κανένα αεροπλάνο δεν είδα. Περνούσαν οι ώρες, είπα Παναγία μου αν θέλεις να χαθώ, να χαθώ τώρα, εάν θέλεις να με σώσεις δείξε μου τα σημάδια σου. Δεν περάσανε πέντε λεπτά και άκουσα φωνές που φώναζαν βοήθεια. Βρέθηκα σε μια ομάδα έξι ατόμων. Μεταξύ αυτών η Αθήνα Μουτάφη. Ήταν απόλυτο σκοτάδι. Η κόρη της Βάσια έλεγε συνεχώς «μαμά θα πνιγούμε και εμείς;». Δεν μας είχε πει η Μουτάφη ότι είχε χάσει τον γιο της. Είχαν δεθεί με στηθόδεσμο. Μας τσίμπαγαν τσούχτρες, εγώ είμαι αλλεργική.
Φωνάζαμε, ουρλιάζαμε για βοήθεια, τίποτα… Μετά τις 10.30 είδαμε ένα ψαροκάικο από την Κάρυστο. Πάει μια κυρία πιο παχιά από μένα να πιαστεί κι έπαθε ανακοπή. Εγώ τους είπα ότι δεν μπορώ να ανέβω. Ήρθε μια βάρκα και μπήκαμε μέσα. Τον άνδρα στην παρέα μου τον σήκωναν τέσσερις, είχε παραλύσει. Στο καράβι ήταν πολλοί εγκαυματίες, αλλά και νεκροί. Εγώ ανέβηκα, κόπηκε η φωνή μου δεν μπορούσα να μιλήσω καθόλου. Η φωνή μου επανήλθε μετά από 6 χρόνια…».
Η μάρτυρας μίλησε για παντελή έλλειψη οργάνωσης από τους κρατικούς φορείς: «Τυχαία ζούμε. Στη Ραφήνα συνάντησα την οικογένεια μου. Η εικόνα στη Ραφήνα, ήταν τι να σας πω… Καράβια πήγαιναν έρχονταν, ούτε ένα ασθενοφόρο. Δεν υπήρχε καμία οργάνωση. Πήγαμε στο νοσοκομείο, με έβαλαν στο οξυγόνο, η κόρη μου μου είπε την επόμενη μέρα τα εξής. Οτι ήρθε με τον γαμπρό μου στην Ραφήνα και δεν την άφηναν να περάσει. Οι πυροσβέστες έλεγαν ότι αφού είναι στη θάλασσα θα σωθεί. Πήγε στο λιμεναρχείο, τους είπε ότι πνίγεται ο κόσμος, στείλτε βάρκες. «Κάνουμε ό,τι μπορούμε» της είπαν. Δηλαδή τίποτα. Αυτοί που μας έσωσαν ήταν ψαράδες».
Στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατέθεσε η Αναστασία Φράγκου, μέλος της οικογένειας Φράγκου στην οποία ανήκει το οικόπεδο όπου εγκλωβίστηκαν και βρήκαν τραγικό θάνατο 25 άνθρωποι. Υποστήριξε ότι υπήρχαν δίοδοι διαφυγής και κατήγγειλε ότι δεν υπήρξε καμία ειδοποίηση από κρατικό φορέα ούτε σχέδιο εκκένωσης.
«Δεν καήκαμε γιατί δεν είχαμε διόδους, αλλά γιατί δεν έγινε εκκένωση, δεν ειδοποιηθήκαμε»
«Το κράτος στράφηκε εναντίον των κατοίκων ότι εμείς φταίμε και είμαστε αυθαίρετοι. Όμως υπάρχουν δίοδοι. Δεν καήκαμε γιατί δεν είχαμε διόδους, αλλά γιατί δεν έγινε εκκένωση, δεν ειδοποιηθήκαμε. Και όσοι σωθήκαμε ήταν από τύχη, γιατί η φωτιά έκανε δίνες και κάποια σπίτια και δέντρα γλίτωσαν», είπε η μάρτυρας. Περιγράφοντας τις δραματικές στιγμές, όταν η φωτιά πλησίασε το κτήμα, ανέφερε.
«Βγήκαμε έξω από το οικόπεδο μας με τα οχήματα, αλλά δεν μπορούσαμε να περάσουμε γιατί είχε κλείσει ο δρόμος. Καταλάβαμε ότι δεν υπήρχε δυνατότητα να φύγουμε όταν ένα πεύκο λαμπαδιάσε αμέσως, λες και κάποιος έβαλε μια βόμβα. Όταν μπήκαμε ξανά στο οικόπεδο, βλέπουμε τον κοσμάκη να εισέρχεται στο χωματόδρομο φωνάζοντας βοήθεια. Το μόνο ανθρώπινο πράγμα που μπορούσαμε να κάνουμε είναι να ανοίξουμε την πόρτα και να πάμε όλοι να σωθούμε στο γκρεμό. Γιατί δεν υπάρχει παραλία όπως έλεγαν τα ΜΜΕ, αλλά ένας γκρεμός 18 μέτρα ύψος, τα οποία κατεβήκαμε πετώντας κυριολεκτικά. Φώναξε ο σύζυγος μου «τρεχάτε στο γκρεμό» και αρχίσαμε να τρέχουμε. Όταν άνοιξα την πίσω πόρτα του οχήματος να πάρω τα ζωάκια μας, είπα στη γειτόνισσα Χρύσα Σπηλιώτη που ήταν κοκαλωμένη «τρέχα, τι στέκεσαι;», χωρίς να ξέρω ότι είχε πάει για μπάνιο με το σύζυγο της και τον περίμενε. Όταν φτάσαμε στο γκρεμό ένας κύριος του βγήκε ο αστράγαλος, ένας άλλος χτύπησε τα γόνατα του. Ο γιος μου έπεσε στη θάλασσα και χάθηκε για 2,5 ώρες», κατέθεσε.
«Από τη Λεωφόρο Μαραθώνος και κάτω έγινε ένα έγκλημα εγκλωβίστηκαν οι άνθρωποι»
Στη συνέχεια στη δίκη κατέθεσε ο Αναστάσιος Αθανασόπουλος, ο οποίος έχασε την 86χρονη μητέρα του. «Την ειδοποίησε η γειτόνισσα, πολυεγκαυματίας και αυτή. Έφυγαν και οι δύο πανικόβλητες, διότι δεν υπήρχε ενημέρωση. Ούτε καμπάνες, ούτε ντουντούκες, τίποτα. Αιφνιδιάστηκαν. Πήγαν να φύγουν, δεν τους άφησαν. Ποιοι; Δεν γνωρίζω. Αυτοί που έδωσαν εντολές. Τις στραβές εντολές. Προσπάθησαν να φύγουν με αυτοκίνητο. Έχασαν ένα 10 λεπτό, πάλευαν συγκρουόμενα. Μου είπε «παιδάκι μου έγινε κάτι το τραγικό». Όλα τα αυτοκίνητα της γης μαζεύτηκαν εκεί. Γιατί να μαζευτούν εκεί; Αυτά περί αυθαίρετων είναι λάθος… Σε τρία λεπτά ξεφεύγεις. Όσοι είχαν μπει μέσα στο Μάτι, ήταν αδύνατον να φύγουν τα ποντίκια πιάστηκαν στην φάκα, από τη Λεωφόρο Μαραθώνος και κάτω έγινε ένα έγκλημα εγκλωβίστηκαν οι άνθρωποι».
Τη σκυτάλη των καταθέσεων έλαβε ο Γρηγόρης Πολίτης, ο οποίος βρήκε την μητέρα του απανθρακωμένη στο σπίτι της στη Λεωφόρο Μαραθώνος. Ο πατέρας του πρόλαβε να εγκαταλείψει την εξοχική οικία και να γλιτώσει από τον πύρινο όλεθρο. «Η μητέρα μου δεν μπόρεσε να φύγει από το σπίτι. Όταν φτάσαμε στο σπίτι, κάναμε έλεγχο. Ο πρώτος όροφος ακόμα καιγόταν. Ζητήσαμε βοήθεια πυροσβεστικού αλλά μας είπαν ότι δεν είναι δουλειά τους να κάνουν διάσωση ανθρώπου και να καλέσουμε το ΕΚΑΒ. Μετά από 20 λεπτά ήρθαν αλλά μας είπαν ότι πρέπει να έρθει η πυροσβεστική να σβήσει η φωτιά. Ξανακαλέσαμε την πυροσβεστική και φυσικά χάθηκε χρόνος. Τελικά η μητέρα μου βρέθηκε σε ένα σπιτάκι έξω από το κύριο σπίτι. Δεν είχε μείνει τίποτα παρά μόνο ελάχιστα κόκκαλα. Ήταν πλήρως απανθρακωμένη. Δεν υπήρχε οργάνωση. Όταν ξεκίνησε η φωτιά να βοηθήσουν περισσότερο στην κατάσβεση, όταν απείλησε η φωτιά δεν υπήρξε καμία ειδοποίηση και όταν έφτασε στον αστικό ιστό οι δυνάμεις θα μπορούσαν να είχαν βοηθήσει τον κόσμο να σωθεί και να μην είχαμε τόσα θύματα», κατέθεσε στο δικαστήριο.
Η δίκη θα συνεχιστεί την Τετάρτη.