Δεν υπάρχει καμία σκέψη για αλλαγή στα όρια ηλικίας για συντάξεις ξεκαθάρισε ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Πάνος Τσακλόγλου κλείνοντας τη συζήτηση που άνοιξε μετά από μια διφορούμενη δήλωσή του.
«Στην ερώτηση του τι συμβαίνει με τα ηλικιακά όρια, η απάντηση είναι η ίδια. Είμαστε ένα ευνομούμενο κράτος, έχουμε νόμους. Ο νόμος που καθορίζει τα των ορίων συνταξιοδότησης είναι του 2010. Όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις που έχουν έρθει από εκεί και μετά, τον νόμο αυτόν τον έχουν σεβαστεί. Ο νόμος λέει ότι αναπροσαρμόζονται τα ηλικιακά όρια ανάλογα με το προσδόκιμο της επιβίωσης στα 65 ανά τριετία και αυτό το πράγμα το οποίο έχει γίνει είναι ότι αυτά τα δεδομένα τα οποία έχουμε είναι ότι εξαιτίας του κορωνοϊού, αυτά έχουν ανατραπεί», συμπληρώνει, τονίζοντας: «Αποτέλεσμα είναι το ότι οι διαφορές οι οποίες έχουμε είναι πάρα πολύ μικρές και αποτέλεσμα από αυτό είναι το ότι δεν πρόκειται να γίνει καμία αναπροσαρμογή στα συντάξιμα στην επόμενη τριετία. Αλλά αυτό το πράγμα που λέει ο νόμος είναι ότι αυτό εξετάζεται ανά τριετία. Τώρα τι θα γίνει το 2027 κανένας δεν μπορεί να το γνωρίζει από τώρα».
Όπως σημειώνει ο ίδιος: «Αυτά τα πράγματα τα οποία συζητάμε τώρα, είναι κάτι που συζητάει όλη η Ευρώπη και νομοθεσία αντίστοιχη με τη δική μας έχουν αρκετές χώρες. Το όριο το οποίο πραγματικά έχει τη μεγάλη σημασία είναι το πότε μπορείς να πάρεις σύνταξη, είτε πλήρη είτε μειωμένη».
Ξεκαθάριζει ότι οι συντάξεις είναι εξασφαλισμένες τονίζοντας πως «ακόμα και στα πιο δύσκολα χρόνια των μνημονίων, οι συντάξεις δεν σταμάτησαν να καταβάλλονται ούτε μια στιγμή στην ώρα τους. Αυτό το οποίο ακούω πολύ συχνά "μα θα πάρουμε σύνταξη;", φυσικά και θα πάρετε σύνταξη, όπως θα πάρουν όλοι οι Έλληνες πολίτες τη σύνταξη η οποία τους αναλογεί».
Σχετικά με τον νόμο Κατρούγκαλου εξήγησε πως «έχουν γίνει σημαντικότατες αλλαγές από τότε που ανέβηκε αυτή η κυβέρνηση. Το μεγαλύτερο το οποίο έχει σχέση με τις ανταποδόσεις, είναι το ότι αυξήθηκαν αρκετά τα ποσοστά αναπλήρωσης, ιδίως για άτομα τα οποία έχουν εισφορές για πολλά χρόνια».
Σε ότι αφορά την προσωπική διαφορά διευκρίνισε ότι «το σύστημά μας είναι διανεμητικό, δηλαδή οι εισφορές οι οποίες δίνουμε δεν είναι για να πληρωθεί η σύνταξη η δική μας, είναι για πληρωθεί η σύνταξη των τωρινών συνταξιούχων. Αυτό γίνεται γιατί τα δημογραφικά μας έχουν χαλάσει αρκετά και επειδή ακριβώς, πριν από τα μνημόνια, οι συντελεστές αναπλήρωσης που είχαμε ήταν υπερανταποδοτικοί, ακόμα και σήμερα αυτό το πράγμα το οποίο γίνεται είναι ότι και για τις κύριες συντάξεις παραπάνω από το 1 στα 2 ευρώ τα οποία δίνουμε, τα δίνει ο προϋπολογισμός, δεν τα δίνουν οι εισφορές. Οπότε όλα αυτά πρέπει να τα συνυπολογίζουμε».
Σχετικά με τα επιδόματα μητρότητας, ο υφυπουργός σημειώνει: «Παλαιότερα, αυτό το οποίο γινόταν ήταν ότι επιδόματα μητρότητας είχαν οι μισθωτές στο Δημόσιο, που κάλυπτε και ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και ήταν για μικρότερο χρονικό διάστημα το οποίο ήταν για τις μισθωτές του ιδιωτικού τομέα. Για τις μισθωτές του ιδιωτικού τομέα ήδη στην προηγούμενη 4ετια επεκτείναμε το διάστημα στους 9 μήνες και αυτό που κάνουμε τώρα είναι ότι επεκτείνουμε το αντίστοιχο διάστημα τόσο στις αυτοαπασχολούμενες όσο και στις αγρότισσες, δηλαδή για 9 μήνες θα έχουν ένα επίδομα ίσο με τον κατώτατο μισθό».
Για το ποσοστό αύξησης των συντάξεων και ποσοστό αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών τα οποία «και τα δύο είναι στον νέο νόμο», αναφέρει: «Για το πόσο θα αυξηθούν οι συντάξεις είναι το μισό του ρυθμού του πληθωρισμού και του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης της προηγούμενης χρονιάς. Κάθε φορά κάνουμε αναπροσαρμογή και με το τι έχουμε. Στις εισφορές αυτό που γίνεται είναι ότι μέχρι και φέτος προσαρμόζονται με τον δείκτη του πληθωρισμού και έχουμε πει ότι θα κατασκευάσουμε ένα αξιόπιστο δείκτη μισθών και ελπίζουμε ότι την επόμενη χρονιά θα ακολουθεί αυτόν».