Ξεκινούν οι διερευνητικές επαφές, αλλά είναι εμφανές ότι υπάρχουν φωνές σε Ελλάδα και Τουρκία που αρνούνται πεισματικά να αποδεχθούν την πραγματικότητα. Είτε από φόβο, είτε από προκατάληψη, οι δύο πλευρές τελούν υπό την ομηρία αντιλήψεων και νοοτροπιών που στην ουσία αντί δια της κοινής συνισταμένης να διασφαλίζουν τα εθνικά τους συμφέροντα, τα καθιστούν υπόλογα της ερμηνείας των γεγονότων.
Του Χάρη Παυλίδη
Σ’ αυτό το κλίμα αμοιβαίας καχυποψίας και εν πολλοίς αλληλοϋπονόμευσης ξεκινάει ο 61ος γύρος των επαφών, ώστε να διερευνηθεί και να εξετασθεί η δυνατότητα του διαλόγου. Εάν επικρατούσε ίχνος σοβαρότητας, το θέμα δεν θα είχε αναχθεί ως μείζον.
Ούτε βέβαια για όσους γνωρίζουν την εννοιολογική σημασία της λέξης «διερεύνηση» δεν θα αποτελούσε αντικείμενο μικρόψυχης κριτικής στη βάση ενός απροσδιόριστου επί του προκειμένου πατριωτισμού.
Πολλώ δε μάλλον όσον αφορά την ελληνική πλευρά, δεν θα ζητούσαν από την κυβέρνηση Μητσοτάκη να σηκώσει το βάρος 60 γύρων που προηγήθηκαν και υποδυόμενος τον Μπαμπινιώτη να εξηγεί ότι οι διερευνητικές επαφές δεν συνιστούν διαπραγμάτευση.
Άν και πιστεύω ότι ο Πρωθυπουργός συγκλίνει με την άποψη του Τζων Κέννεντυ: «Δεν θα πρέπει να διαπραγματευόμαστε από φόβο. Αλλά να μην φοβόμαστε να διαπραγματευόμαστε». Αν μη τι άλλο τα γεγονότα μαρτυρούν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν φοβάται.
Το αντίθετο συμβαίνει. Άλλοι φοβούνται αυτό που δεν φοβάται ο Πρωθυπουργός. Δηλαδή, να βάλει τέλος στην εργαλειοποίηση του εθνικού συναισθήματος. Άλλωστε έχει δηλώσει ότι η συζήτηση όταν δεν καταλήγει σε συμφωνία, υπάρχουν και το Διεθνές Δικαστήριο.
Εκτός, κι αυτοί που δεν συζητούν και αρνούνται την επίλυση των διαφορών από το διεθνές Δικαστήριο, έχουν κάποια καλύτερη ιδέα πλην της έντασης που ελλοχεύει τον κίνδυνο της σύγκρουσης. Θέλω να πιστεύω ότι ο πόλεμος είναι πολύ «ντεμοντέ» ακόμα και μεταξύ εκείνων που βιοπορίζονται με το θέμα.
Συνεπώς οι πολιτικές και οι δημοσιογραφικές πιέσεις θα είχαν νόημα ενδεχομένως με άλλον Πρωθυπουργό και άλλη κυβέρνηση. Κι αυτό γιατί πολύ απλά ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει καταστήσει σαφές ότι η συζήτηση δεν αφορά τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών.
Και κάθε λογικός άνθρωπος οφείλει τουλάχιστον να γνωρίζει ότι, όταν κάνεις μια διερεύνηση, εξετάζεις κάθε λεπτομέρεια προσπαθώντας να μάθεις τι δεν κατανοεί η άλλη πλευρά, ώστε να βρεθεί και η αιτία της διαφοράς. Υπάρχει άλλος τρόπος να ανακαλύψεις την αιτία του προβλήματος που αντιμετωπίζεις;
Είναι προφανές ότι στις διερευνητικές επαφές δεν λαμβάνονται αποφάσεις, ούτε οι συνομιλίες δεσμεύουν τη μια ή την άλλη πλευρά. Ως γνωστόν δεν τηρούνται πρακτικά. Προθέσεις ανιχνεύονται και σε κάθε περίπτωση και οι δύο πλευρές κινούνται αυστηρά σ’ ένα προκαθορισμένο πλαίσιο.
Τι δεν καταλαβαίνουν λοιπόν όσοι επικαλούμενοι την προάσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων, παραβλέπουν ότι ο παραλογισμός στις θέσεις της Τουρκίας δεν δικαιολογεί ως τακτική την εκ μέρους μας υπονόμευση;
Τι δεν καταλαβαίνουν και εμμέσως ασκούνται πιέσεις στον Πρωθυπουργό να… ξεχάσει ότι προηγήθηκαν 60 γύροι διερευνητικών πριν η δική του κυβέρνηση πράξει το εθνικά αυτονόητο;
Δεν καταλαβαίνουν ότι ο νέος γύρος που ξεκινάει δεν προέκυψε από παρθενογένεση, όπως εύστοχα παρατήρησε ο καθηγητής Χρ. Ροζάκης; Δεν καταλαβαίνουν ότι η συντήρηση της έντασης μεταξύ δύο χωρών που είναι καταδικασμένες να συνυπάρχουν, αποτελεί παράδοξη λογική;
Δεν καταλαβαίνουν ότι αυτός ο «αντιπαραγωγικός πατριωτισμός» στερεί πόρους, αλλά και διαιωνίζει το πρόβλημα στο διηνεκές σε βάρος των εθνικών συμφερόντων; Τι δεν καταλαβαίνουν;