«Το βομβαρδισμένο Κίεβο είναι, τρόπον τινά, η ιδανική τοποθεσία για να εξηγήσουμε στην παγκόσμια κοινότητα τι αντιμετωπίζουμε εμείς οι Έλληνες» γράφει ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας σε σημερινό του άρθρο στην Καθημερινή της Κυριακής και αναφέρεται στις κοινές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν η Ελλάδα και η Ουκρανία.
Πριν από λίγες ημέρες επισκέφθηκα το Κίεβο. Στην τρίτη επίσκεψή μου στην Ουκρανία μετά τη ρωσική εισβολή. Είχα ήδη επισκεφθεί δύο φορές την Οδησσό, την κοιτίδα της Ελληνικής Επανάστασης. Στο Κίεβο, δίπλα στον σταθμό βρεθήκαμε μπροστά από κατεστραμμένα κτίρια που είχαν χτυπηθεί την προηγούμενη ημέρα από ιρανικά drones. Την εικόνα αυτή δεν την περίμενε κανείς σε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα το 2022. Ούτε και η συνάντηση στο υπουργείο Εξωτερικών έμεινε ανεπηρέαστη από τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν στη χώρα. Σήμανε συναγερμός και κατεβήκαμε στο καταφύγιο, όπου συνεχίσαμε τις συνομιλίες.
Πρώτη φορά στην Ιστορία της Ελλάδας μνημόνιο συνεργασίας υπογράφηκε σε καταφύγιο κατά τη διάρκεια αεροπορικού βομβαρδισμού. Ζήσαμε πρωτόγνωρες στιγμές λίγο αργότερα, όταν περπατώντας στον δρόμο με τον Ουκρανό ομόλογό μου, ήρθαμε σε επαφή με μια κοινωνία που προσπαθεί να διατηρήσει στοιχεία ομαλής διαβίωσης μέσα στον πόλεμο. Η επίσκεψη εμπεριείχε σειρά μηνυμάτων προς πολλαπλούς αποδέκτες.
Πρώτον. Εκπροσώπησα την Ευρωπαϊκή Ενωση, τη στιγμή που οι άλλοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι ακύρωναν τις επισκέψεις τους, παρέχοντας έμπρακτη στήριξη στην ουκρανική κοινωνία που προσπαθεί να επιβιώσει. Δείχνοντας, επί του πεδίου, ότι δεν υποκύπτουμε σε εκφοβισμό. Προβάλλοντας, τέλος, τις αξίες που πρεσβεύουμε ως ευρωπαϊκές κοινωνίες: τον σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο, στην ελευθερία των λαών να αποφασίζουν οι ίδιοι για το παρόν και το μέλλον των χωρών τους. Στην απόλυτη και αταλάντευτη θέση μας για την προάσπιση της ακεραιότητας των εθνικών συνόρων, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί μέσα από διεθνείς συμφωνίες – συνθήκες. Εχοντας αποκτήσει ιδία εικόνα για τα τεκταινόμενα, και όχι ως παρατηρητές από την τηλεόραση. Εχοντας άποψη, απευθύνεται κανείς με άλλο βάρος στο Συμβούλιο.
Δεύτερον. Στην Ουκρανία διαβιοί σημαντική ελληνική κοινότητα, η οποία υποφέρει. Είναι πολύ σημαντικό να δηλώσουμε την παρουσία της Ελληνικής Δημοκρατίας επί του εδάφους. Να εκφράσουμε το έμπρακτο ενδιαφέρον μας για την κοινότητα αυτή, την ανησυχία μας για το παρόν και το μέλλον της. Συνάντησα τον πρύτανη του Πανεπιστημίου της Μαριούπολης, καθηγητή Ελληνικών Σπουδών. Υπό τελείως διαφορετικές συνθήκες από τη συνάντηση που είχαμε μόλις πριν από δέκα μήνες στη Μαριούπολη. Μια πόλη που δεν υπάρχει πια. Εξέφρασα την ετοιμότητα της Ελλάδας να στηρίξει την προβολή του ελληνικού πολιτισμού και την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, να διασώσει αυτή τη μοναδική κοιτίδα. Να επισημάνω στο σημείο αυτό ότι ο πρόεδρος Ζελένσκι με ευχαρίστησε για την ενεργό υποστήριξη της Ελλάδας στην υποψηφιότητα για συμπερίληψη του ιστορικού κέντρου της Οδησσού στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Το ελληνικό στοιχείο είναι παρόν στην Ουκρανία εδώ και αιώνες. Εχει υποστεί διωγμούς και πολέμους. Αλλά δεν αφανίστηκε. Και είναι χρέος μας να το προστατέψουμε όσο μπορούμε.
Τρίτον. Το βομβαρδισμένο Κίεβο είναι, τρόπον τινά, η ιδανική τοποθεσία για να εξηγήσουμε στην παγκόσμια κοινότητα τι αντιμετωπίζουμε εμείς οι Ελληνες. Στις επαφές μου, τόσο με τον ομόλογό μου όσο και με τον πρόεδρο Ζελένσκι, συνειδητοποίησα ακόμη περισσότερο το στοιχείο των κοινών προκλήσεων. Οι δύο χώρες έχουν μεγάλους και επιθετικούς γείτονες στα ανατολικά τους. Γείτονες που υποστηρίζουν ότι τα εδάφη μας κακώς αποσπάστηκαν από αυτοκρατορίες του παρελθόντος, τη ρωσική, την οθωμανική. Για τους ανατολικούς γείτονες της Ελλάδας και της Ουκρανίας τα σύνορα δεν υφίστανται. Είναι τεχνητά. Αμφισβητούνται ευθέως. Τόσο η Ελλάδα όσο και η Ουκρανία δήθεν κατέχουμε «ξένα εδάφη». Την Κριμαία, το Ντονμπάς, τα νησιά του Αιγαίου. Στην καλύτερη περίπτωση, οι χώρες μας πρέπει να ασκούν μειωμένη κυριαρχία στα εδάφη, μέσω της αποστρατιωτικοποίησής τους. Οι χώρες μας, σύμφωνα με το αναθεωρητικό αφήγημα, καταπατούν τα δικαιώματα των «εθνικών» μειονοτήτων.
Οι απειλές για εισβολή, που στην περίπτωση της Ουκρανίας έπαψαν να είναι απειλές, διαδέχονται την άσκηση υβριδικού πολέμου. Με όλα τα μέσα, όπως η εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού, η διακοπή των ενεργειακών ροών. Ο πόλεμος προπαγάνδας και οι προσωπικές επιθέσεις εναντίον της ηγεσίας των χωρών μας αποτελεί μέρος του υβριδικού πολέμου.
Η τουρκική πλευρά έχει υιοθετήσει πλήρως τις ρωσικές μεθόδους. Το επισημαίνει ξεκάθαρα: «προσέξτε, αν δεν θέλετε να γίνετε Ουκρανία». Απέναντι στην πρωτοφανή πρόκληση που αντιμετωπίζουμε απαντάμε. Διεθνοποιώντας την τουρκική επιθετικότητα σε συμμάχους και εταίρους. Χτίζοντας τις συμμαχίες μας. Με τους Ευρωπαίους εταίρους, τις ΗΠΑ, τις χώρες της ευρύτερης γειτονιάς μας, καθώς και με ανερχόμενες δυνάμεις που ασπάζονται τις ίδιες αξίες, όπως η Ινδία και η Ιαπωνία. Σεβόμενοι πάντα τις θεμελιώδεις αρχές του Διεθνούς Δικαίου και του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Αλλη, όμως, είναι η βαρύτητα του λόγου μας όταν προβάλλουμε τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε, στην Αθήνα, στις Βρυξέλλες, στην Ουάσιγκτον. Και άλλη όταν τις εκφράζουμε από το καταφύγιο στο Κίεβο.
Από το Κίεβο μεταφέραμε ένα μήνυμα που είναι δύσκολο να αγνοηθεί. Για αυτό εξοργίσθηκε η Τουρκία. Το μήνυμα είναι απλό. Οι πρακτικές εναντίον της Ουκρανίας, εάν δεν τεθεί φραγμός, βρίσκουν και άλλους μιμητές. Η πιο συγκινητική στιγμή της επίσκεψής μου ήταν όταν ο Ουκρανός ομόλογός μου επανέλαβε μπροστά στις κάμερες το σύνθημα της Ελληνικής Επανάστασης «ελευθερία ή θάνατος». Η επίσκεψη αυτή εκπλήρωσε τους στόχους της. Η ουκρανική πλευρά εξέφρασε την ευγνωμοσύνη της για την παρουσία μας στο Κίεβο. Και δεν είναι τυχαίο, ότι ομόλογοί μου, όπως της Λιθουανίας και της Γερμανίας, που συνάντησα πρόσφατα, έδειξαν ιδιαίτερη κατανόηση και στήριξη για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα μας.
Η Ελλάδα σήμερα, σε κάθε ευκαιρία, αποδεικνύει ότι είναι παράγοντας ασφάλειας και σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή της, με αναβαθμισμένο κύρος και διεθνή αξιοπιστία.