Η αντιπολίτευση στην Ελλάδα έχει προ πολλού πάψει να αποτελεί δύναμη σοβαρής πολιτικής κριτικής και έχει μετατραπεί σε μια μηχανή παραγωγής τοξικότητας, ψευδών ειδήσεων και ανεύθυνου λαϊκισμού. Αντί για ουσιαστικό έλεγχο της εξουσίας, αντί για προτάσεις και επιχειρήματα, το μόνο που προσφέρει είναι ένας ατελείωτος χείμαρρος ύβρεων, συκοφαντιών και θεωριών συνωμοσίας.
Το φαινόμενο αυτό βαφτίζεται από κάποιους «αντισυστημισμός», όμως δεν είναι τίποτα άλλο παρά παραλογισμός και πολιτική χυδαιότητα. Η κάθε κυβερνητική απόφαση, ανεξαρτήτως περιεχομένου, αντιμετωπίζεται με κραυγές περί «καθεστώτος» και «χουντικής διακυβέρνησης». Κάθε κοινωνική κρίση, είτε πρόκειται για τραγωδίες είτε για φυσικές καταστροφές, αξιοποιείται χυδαία για πολιτικό όφελος, με την αντιπολίτευση να κατηγορεί την κυβέρνηση ακόμα και για πράγματα πέρα από τις δυνατότητές της.
Το πιο ανησυχητικό, όμως, είναι ότι αυτή η στρατηγική δεν αποσκοπεί απλώς στην πολιτική φθορά της κυβέρνησης. Στην πραγματικότητα, στοχεύει στη διάλυση κάθε εμπιστοσύνης στους θεσμούς, στην υπονόμευση της ίδιας της δημοκρατίας, στον εκτροχιασμό της χώρας. Όταν διαρκώς προπαγανδίζεται πως η χώρα κυβερνάται από «εγκληματίες», όταν η δικαιοσύνη αποκαλείται «προστατευόμενη των ισχυρών» και όταν κάθε θεσμική λειτουργία
αμφισβητείται, το αποτέλεσμα είναι η πλήρης αποσταθεροποίηση της κοινωνίας.
Αυτή η τακτική δεν είναι νέα. Έχει χρησιμοποιηθεί και στο παρελθόν, συχνά με τραγικές συνέπειες. Η αλόγιστη και ισοπεδωτική ρητορική δεν πλήττει μόνο την εκάστοτε κυβέρνηση αλλά και την ίδια τη χώρα. Γιατί, όταν όλη η δημόσια σφαίρα δηλητηριάζεται από ψέματα και μίσος, οι μόνοι που ωφελούνται είναι οι δυνάμεις του χάους και της ακυβερνησίας.
Η δημοκρατία χρειάζεται κριτική, χρειάζεται διαφωνίες, αλλά πάνω απ’ όλα χρειάζεται υπευθυνότητα. Η αντιπολίτευση, αν θέλει να είναι χρήσιμη στη χώρα και όχι απλώς καταστροφική, οφείλει να εγκαταλείψει τον παραλογισμό και να επιστρέψει στον ορθό λόγο. Αλλιώς, δεν κάνει τίποτα άλλο από το να προετοιμάζει το έδαφος για το χάος.