«Αυτό που βίωσα ήταν πρωτόγνωρο, σαν ταινία θρίλερ, η πρώτη σκέψη πήγε στους δύο γιους μου, την απόδιωξα· ο διασώστης πρέπει αμέσως να κλειδώσει το συναίσθημα, θετικό ή αρνητικό» δηλώνει στην εφημερίδα “tomanifesto” η Χρύσα Παπά – Νάκου διασώστρια στην Εθελοντική Ομάδα Φιλύρου του Δήμου Χορτιάτη

 

Στη ΓΙΟΥΛΑ ΚΟΥΓΙΑ

 

«Εμείς δεν πάμε κι όπου βγει – πάμε γιατί πρέπει», λέει η  Χρύσα Παπά-Νάκου λίγα εικοσιτετράωρα μετά το σιδηροδρομικό δυστύχημα που συγκλόνισε την Ελλάδα και τον κόσμο για το αδιανόητο να συγκρουστούν μετωπικά δύο τρένα.

Είναι είκοσι τρία χρόνια εθελόντρια διασώστρια, έχει δυο γιους, σύζυγο, σπίτι, ετοιμάζει τα χαρτιά της για τη σύνταξη, η φωνή της στο τηλέφωνο είναι σταθερή, γλυκά δυνατή, τη ρωτώ ποια είναι η καύσιμη ύλη ενός διασώστη, τι είναι εκείνο που τη σηκώνει από τη βολή του καναπέ και οδηγεί τα βήματά της μέσα σε φλεγόμενα δάση, συντρίμμια σεισμών, πλημμύρες, «είναι η υποταγή του Εγώ στο Εμείς, η επιθυμία να αφήσω τον κόσμο καλύτερο έστω και κατά ένα λιθαράκι, είναι η δίψα να γίνομαι καλύτερη γιατί ο διασώστης διάγει βίο συνεχούς εκπαίδευσης και αδιάλειπτης αξιολόγησης».

Μόλις ειπώθηκε ίσως η πιο δύσκολη ελληνική λέξη, όμως η Χρύσα τη λέει άφοβα, διότι ξέρει πως αν δεν ασκηθεί, δεν επιμορφωθεί στις νέες τεχνολογίες, δεν εξεταστεί, δεν αξιολογηθεί υπάρχει σοβαρή πιθανότητα όταν θα βρεθεί στο πεδίο να θέσει σε κίνδυνο ζωές που κίνησε να σώσει, «η εκπαίδευση φέρνει τη γνώση, η γνώση την ψυχραιμία» λέει και περιγράφει μερικά περιστατικά κυρίως τροχαίων δυστυχημάτων όπου ακόμη και ο τρόπος που θα πλησιάσεις τον τραυματία μπορεί να αποβεί μοιραίος.

 

«Ολα μύριζαν θάνατο, όλεθρο»

Μοιραία η συζήτησή μας πηγαίνει στην καταραμένη κοιλάδα των Τεμπών, έφτασε με την ομάδα της πολύ γρήγορα, έβρεχε και όλα μύριζαν θάνατο, όλεθρο, κομπιάζει, παίρνει μια βαθιά ανάσα, δεν ρωτώ τίποτα, την αφήνω να πει όσα μπορεί να ανακαλέσει στη μνήμη της, όσα αντέχει: «Μέχρι εκείνο το πρωινό της 1ης Μαρτίου έλεγα ότι τα έχω δει όλα. Δεν είχα δει τίποτα. Αυτό που βίωσα ήταν πρωτόγνωρο, σαν ταινία θρίλερ, η πρώτη σκέψη πήγε στους δύο γιους μου, την απόδιωξα· ο διασώστης πρέπει αμέσως να κλειδώσει το συναίσθημα, θετικό ή αρνητικό, να λάβει μέτρα προσωπικής ασφάλειας και να αρχίσει το έργο του. Η θλίψη, ο θυμός, ο πόνος θα ξεκλειδωθούν μετά, μακριά από το πεδίο, στο σπίτι».

Καταλαβαίνω ότι θέλει να μιλήσει για κάτι άλλο, ρωτώ τι κάνει στον ελεύθερο χρόνο της, πώς μαλακώνει τα σωθικά της, πώς σβήνει την αποφορά της νεκρής σάρκας, «διαβάζω, περπατώ, αγναντεύω τη θάλασσα, αγαπώ την Ιερισσό στη Χαλκιδική, μαγειρεύω, χορεύω, είναι όμως και στιγμές που θέλω να μένω μόνη», ευτυχώς τα ίδια θέλει και ο σύζυγός της, είναι μαζί δεκαετίες τρεις, εθελοντής διασώστης κι εκείνος, μαζί πήγαν και στα Τέμπη, αρχίζει πάλι να περιγράφει θραύσματα από την εθνική τραγωδία, «όποιος πει ότι μπορεί να καταλάβει ή ότι λυπάται το ίδιο με τους οικείους των νεκρών, λέει ψέματα, κάνουμε προβολές, μπαίνουμε υποθετικά στη θέση της μάνας που χάνει το παιδί της, ποτέ δεν μπορούμε να καταλάβουμε τι σημαίνει να θάβεις ένα κομματάκι σε κλειστό φέρετρο. Είκοσι πέντε μαύρες σακούλες με ανθρώπινα μέλη συνέλεξε και παρέδωσε η ομάδα μας. Από τον δήμο μας χάσαμε πέντε παιδιά».

 

Για ένα χτύπημα στην πλάτη

Σωπαίνουμε, ακούγεται μόνο η αναπνοή της, η φωνή της έρχεται πάλι στ’ αυτιά μου κρυστάλλινη, «όταν επέστρεφα από τα Τέμπη ο πρώτος που μου τηλεφώνησε ήταν ο γιατρός μου, έχω κάνει πολλές χειρουργικές επεμβάσεις, ήθελε να μάθει αν είμαι καλά, πάντα είμαι καλά όταν βοηθώ τον συνάνθρωπο, όταν ξέρω ότι κάποιος βρήκε το χέρι μου να πιαστεί, ή ότι παρακίνησα έστω κι έναν ακόμη να γίνει εθελοντής».

Μαθαίνω ότι ο εθελοντισμός στην Ελλάδα δεν είναι σε υψηλό επίπεδο, επαφίεται κυρίως στη γενναιότητα και την αυταπάρνηση λίγων, ένας νόμος που ψηφίστηκε προ δύο ετών χρήζει βελτιώσεων, η Χρύσα αισιοδοξεί πως θα γίνουν, για το κοινό καλό, όχι για την ίδια, «εμένα η ανταμοιβή μου είναι ένα χτύπημα στην πλάτη, μια χειραψία» λέει και μου ζητεί συγγνώμη «για την πολυλογία», ένιωσε καλά, ξαλάφρωσε που μίλησε, «οι εθελοντές διασώστες είναι χωρίς ψυχολογική υποστήριξη, προσπαθούμε μεταξύ μας να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον, γιατί ύστερα από τραγικά συμβάντα όλοι θέλουμε βοήθεια, μόνο έτσι θα είμαστε έτοιμοι για την επόμενη φορά που μπορεί να είναι ακόμη πιο δύσκολη».

Δίνουμε υπόσχεση ότι θα ανταμώσουμε στο Ασβεστοχώρι, θα με καλέσει ένα βράδυ που διοργανώνει στο σπίτι της τα περιβόητα «αυγά πάρτι» της, είναι συνάξεις των μελών της ομάδας της ή συγγενών και φίλων γύρω από το τραπέζι με ό,τι βρεθεί πρόχειρο στο ψυγείο, αυγά, πατάτες τηγανητές, σαλάτα, ένα ποτήρι κρασί, δάκρυα για τα δύσκολα, γέλια για το δώρο της ζωής – οι εθελοντές διασώστες είναι από τους λίγους που ξέρουν την αξία τού ζω, αναπνέω, περπατώ, βοηθώ κι εσένα όταν με χρειαστείς.