Στοχευμένες, κλαδικές, φορολογικές παρεμβάσεις, λαμβάνοντας πάντα υπόψη όχι μόνο την επίδρασή τους στα δημοσιονομικά δεδομένα του 2020, αλλά και την επίπτωσή τους στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2021, θα ανακοινώσει έγκαιρα η κυβέρνηση. Αυτό προαναγγέλλει, με συνέντευξή του στο ΑΠΕ- ΜΠΕ, ο γενικός γραμματέας Οικονομικής Πολιτικής του υπουργείου Οικονομικών, Χρήστος Τριαντόπουλος.

Στόχος της κυβέρνησης, σημειώνει, είναι να μην επιβεβαιωθούν τα όποια δυσμενή σενάρια, και να μετριαστούν, όσον περισσότερο γίνεται, οι υφεσιακές επιπτώσεις και οι απώλειες στην ελληνική οικονομία. Υπογραμμίζει ότι εξαιτίας της παγκόσμιας αβεβαιότητας, η κυβέρνηση στο Πρόγραμμα Σταθερότητας που απέστειλε στην ΕΕ συμπεριέλαβε δύο σενάρια. “Το βασικό σενάριο, σύμφωνα με το οποίο, η ύφεση του 2020 εκτιμάται στο 4,7%, μετά την επίπτωση των μέτρων της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας και ένα δυσμενές, σύμφωνα με το οποίο η ύφεση προβλέπεται στο 7,9%, λαμβάνοντας πάλι υπόψη την επίπτωση των μέτρων. Χωρίς τα μέτρα στήριξης που πήρε ή θα λάβει η κυβέρνηση, η ύφεση εκτιμάται μεταξύ 10% και 13,2%, αντίστοιχα”, τονίζει.

Προς την κατεύθυνση του περιορισμού των επιπτώσεων, η κυβέρνηση, όπως σημειώνει ο Χρήστος Τριαντόπουλος, προχωρά στην υλοποίηση του σχεδίου για την αντιμετώπιση της κρίσης του κορωνοϊού, τόσο μέσα από οριζόντιες πολιτικές για τη στήριξη του εισοδήματος και την ενίσχυση της ρευστότητας προς τις επιχειρήσεις, όσο και μέσα από κλαδικές παρεμβάσεις την αμέσως επόμενη περίοδο. Ένα σχέδιο που αξιοποιεί πλήρως και κοινοτικούς πόρους και προγράμματα.

Στο πλαίσιο αυτό αποτελεί κυβερνητική προτεραιότητα η άμεση ολοκλήρωση και υλοποίηση των πρόσφατων ευρωπαϊκών αποφάσεων, για την ενίσχυση εργαζόμενων και επιχειρήσεων, μέσω του προγράμματος SURE και της δημιουργίας ενός πανευρωπαϊκού ταμείου εγγυήσεων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.

Παράλληλα ο Χρήστος Τριαντόπουλος επισημαίνει ότι τα νέα δεδομένα στην οικονομική παγκοσμιοποίηση και οι σχετικές ανακατατάξεις που θα προκύψουν, θα αποτελέσουν την ευκαιρία για ανταγωνιστικές ελληνικές επιχειρήσεις στον πρωτογενή τομέα, στη μεταποίηση, στις νέες τεχνολογίες και σε διάφορους δυναμικούς κλάδους της οικονομίας μας να διεκδικήσουν νέο, μεγαλύτερο, μερίδιο στη διεθνή παραγωγική κατανομή. Και προς αυτήν την κατεύθυνση, η στήριξη της πολιτείας είναι δεδομένη, προσθέτει.

Σημαντική για τη στήριξη των επιχειρήσεων θα είναι και η συνεισφορά των προγραμμάτων και των εργαλείων- οριζόντων ή και κλαδικών- ενός “γενναίου” και φιλόδοξου ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, σε σύνδεση με το νέο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο.

Διεθνείς ανακατατάξεις

Στο σημείο αυτό ο Χρήστος Τριαντόπουλος ανέφερε ότι η κρίση δύναται να “φέρει σημαντικές αλλαγές και ανακατατάξεις σε διεθνές επίπεδο. Μπορεί, δηλαδή, να προκύψουν οικειοθελείς συνεργασίες και συμπράξεις επιχειρηματικών ομίλων για να ενδυναμωθεί η ανθεκτικότητά τους απέναντι στις επιπτώσεις της κρίσης”. Μέριμνα της πολιτείας, τονίζει, πρέπει να είναι η στήριξη της ρευστότητα των επιχειρήσεων, είτε μικρών, είτε μεσαίων, είτε φυσικά και μεγάλων,  μέσα από την παροχή προγραμμάτων και εργαλείων, κάτι που πραγματοποιείται από την κυβέρνηση την τελευταία περίοδο, αξιοποιώντας εθνικούς και κοινοτικούς πόρους.

“Ειδικότερα, για τις μεγάλες επιχειρήσεις, τέτοια εργαλεία ρευστότητας είναι, παράλληλα με τα οριζόντια μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων και ενίσχυσης της απασχόλησης, το σχήμα της επιστρεπτέας προκαταβολής, αρχικού, συνολικού ύψους 1 δισ. ευρώ, το οποίο θα επαναληφθεί, και η παροχή κεφαλαίου κίνησης με εγγύηση 80% από την Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα που μπορεί να φτάσει, για το σύνολο του εργαλείου, έως και τα 7 δισ. ευρώ”, τόνισε.

Ενώ, ως «καθ’ ύλην αρμόδιος» για το πρόγραμμα με τις νέες αντικειμενικές αξίες, αποκαλύπτει ότι έως την αναστολή, λόγω της πανδημίας, των εκτιμήσεων ως προς τις τιμές εκκίνησης και την αξία οικοπέδου σε κάθε ζώνη, είτε παλαιά, είτε υπό ένταξη, έχει παραδοθεί περίπου το 90% του έργου από τους ιδιώτες εκτιμητές και η ανάλυσή του πραγματοποιείται από ειδική Επιτροπή Ελέγχου, που θα αποφανθεί συνολικά μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας. Και επισημαίνει πως η εκτιμητική άσκηση θα συνεχιστεί, μετά την ομαλοποίηση των συνθηκών, εντός του έτους, με στόχο την επέκταση του αντικειμενικού συστήματος και σε περιοχές που ήταν εκτός έως πρότινος και η φορολογική συνεισφορά τους δεν ήταν ανάλογη.