Ξημερώματα της 21ης Απριλίου ακούστηκαν τα ποδοβολητά στη σκάλα. Μετά το άγριο χτύπημα στην εξώπορτα. Άνοιξε η Πόντια γιαγιά μου, μέγα θύμα της Γενοκτονίας με οκτώ νεκρούς πρώτου βαθμού συγγενείας να λυγίζουν ψυχή και σώμα. Την παραμέρισαν, σχεδόν την πέταξαν κάτω και μετά απώθησαν τον επόμενο άνθρωπο που βρέθηκε στον δρόμο τους.
Γράφει η Σοφία Βούλτεψη*
Αν και μικρό παιδί, ήξερα πως κάτι περίεργο συνέβαινε εκείνες τις μέρες.
Καιρό τούς άκουγα να ψιθυρίζουν καθισμένοι στο τραπέζι της κουζίνας. Πιο πολύ με παραξένευε που ο πατέρας μου μιλούσε χαμηλόφωνα – πράγμα εντελώς ασυνήθιστο για το ταμπεραμέντο του. Μια μέρα, κόλλησα την πλάτη μου στον τοίχο δίπλα στο άνοιγμα της πόρτας.
«Πρέπει να βρούμε από τώρα ένα μέρος για να κρυφτώ», άκουσα τον πατέρα μου, που έπεφτε πάντα μέσα στις προβλέψεις του. Κάτι είπε χαμηλόφωνα η μητέρα μου και τότε εκείνος ύψωσε τη φωνή του: «Όχι, όχι στην ανιψιά σου, είναι δημόσιος υπάλληλος, θα βρει μεγάλο μπελά. Σκέψου κάτι άλλο».
Όρμησα στην κουζίνα. «Γιατί πρέπει να κρυφτεί ο μπαμπάς; Ποιος τον κυνηγάει;».
Θα το μάθαινα πολύ σύντομα και με πολύ οδυνηρό τρόπο.
Εκείνο το βράδυ της 20ής προς 21η Απριλίου 1967, ο πατέρας μου είχε γυρίσει αργά από τη δίκη – αδύνατον τότε να καταλάβω γιατί δίκαζαν τον μπαμπά μου. (Ο πατέρας μου δικαζόταν στο Α΄ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών μαζί με τον συνάδελφο Δημήτρη Σαπρανίδη για ψευδορκία σχετικά με τα γεγονότα της 20ής Αυγούστου 1965, που έμειναν στην ιστορική μνήμη ως η προβοκάτσια με τις φωτιές. Η δίκη αυτή διεκόπη από τη δικτατορία που εκείνος ματαίως προέβλεπε).
Τον άκουσα να βάζει το κλειδί στην πόρτα, σκέφτηκα «ωραία, γύρισε, κανένα πρόβλημα και σήμερα». Μετά έπιασε το τηλέφωνο. Μιλούσε, μιλούσε, μιλούσε. Περίεργο που δεν τον διακόπτει κανείς, σκέφτηκα. Μετά θυμήθηκα, πως αυτό συνέβαινε κάθε βράδυ. Συνεργαζόταν με μια επαρχιακή εφημερίδα και έδινε την ανταπόκριση.
Δεν πρόλαβε να κλείσει και το τηλέφωνο χτύπησε αμέσως. «Στους δρόμους τι γίνεται;», ακούστηκε να ρωτάει. Άγνωστο τι του απάντησαν, άλλωστε αυτή τη φορά το τηλεφώνημα ήταν πολύ σύντομο. Ακολούθησαν οι ψίθυροι στο διπλανό δωμάτιο.
Τι είναι δικτατορία;
«Πόπη, έγινε, πρέπει να φύγω. Έγινε!». «Τι έγινε;», ρώτησε η μαμά σαστισμένη. «Η δικτατορία, Πόπη, η δικτατορία! Τόσον καιρό φωνάζω!».
«Τι είναι δικτατορία;». Η φωνή μου ακούστηκε ασυνήθιστα δυνατή μέσα στη νύχτα. Άναψα συγχρόνως το φως κι’ αυτό μάλλον τους φάνηκε ακόμη πιο απειλητικό. Έτρεξαν και οι δυο κοντά μου, μηχανικά κάποιος από τους δυο έσβησε το φως.
«Μην φωνάζεις και μην ξανανάψεις το φως. Θα λείψουμε για λίγο με τον μπαμπά. Δεν θ’ ανοίξεις την πόρτα μέχρι να επιστρέψω», διέταξε η μητέρα μου.
Δεν είχε χαράξει, δεν είχε προλάβει καλά καλά να επιστρέψει η μητέρα μου, αφού είχε εξασφαλίσει καταφύγιο στον πατέρα μου σε γειτονικό φιλικό σπίτι, και ακούστηκαν τα ποδοβολητά στη σκάλα. Την ώρα που ορμούσαν ψάχνοντας ένα ένα τα δωμάτια με προτεταμένα τα όπλα, εγώ πάσχιζα να φορέσω τη δεύτερη κάλτσα μου.
Έριξα μια ματιά στο όπλο μπροστά μου και παραιτήθηκα από την προσπάθεια να φορέσω την κάλτσα. Αισθάνθηκα κάποιον να με τραβά απότομα. Κοίταξα και είδα πως με κρατούσε με το ελεύθερο χέρι του, στο άλλο κρατούσε το όπλο. Τα πόδια μου αιωρούνταν πάνω από το έδαφος.
«Βγες, κρατάμε την κόρη σου», άκουσα να φωνάζουν. Μπροστά εγώ, στην πλάτη μου το όπλο και πίσω η μητέρα μου να επαναλαμβάνει πως ο άνδρας της δεν είχε επιστρέψει στο σπίτι εκείνο το βράδυ, πως δεν είχε ιδέα πού βρίσκεται και πως έπρεπε να με αφήσουν αμέσως.
«Χαθείτε από τα μάτια μου αντίχριστοι»!
Μέσα στην αναμπουμπούλα η γιαγιά μου αποφάσισε να αναλάβει δράση. Σε έξαλλη κατάσταση, ορμούσε καταπάνω τους για να με ελευθερώσει από τα χέρια τους. Φαίνεται πως καταλάβαινα τον κίνδυνο, έσφιγγα τα μάτια και φώναζα «Μη, γιαγιά! Μη, γιαγιά!».
Έψαξαν παντού, αλλά μια έκπληξη τους περίμενε στο δωμάτιο της γιαγιάς. Δεν υπήρχε ίχνος τοίχου εκεί μέσα, παντού κρεμασμένα εικονίσματα.
«Μην φοβάσαι, γιαγιά, κι εμείς χριστιανοί είμαστε», είπε κάποιος.
«Χαθείτε από τα μάτια μου, αντίχριστοι!» φώναξε εκείνη και με απίστευτη δύναμη μπήκε ανάμεσα σ’ εμένα και το περίστροφο.
Θα ακολουθούσαν δραματικά γεγονότα για τη χώρα – και την οικογένειά μου.
Με εντολή της χούντας διέγραψαν τον πατέρα μου από την ΕΣΗΕΑ, άρα και από τον ασφαλιστικό μας φορέα, τον ΕΔΟΕΑΠ. Ουσιαστικά μας απαγόρευσαν το δικαίωμα στην περίθαλψη. Όταν αρρώστησα με πνευμονία, δεν υπήρχε τρόπος να νοσηλευτώ. Ήταν τότε που ένας θαυμάσιος γιατρός και άνθρωπος, ο αείμνηστος αρχίατρος του ΕΔΟΕΑΠ Βασίλης Σπανός, ανέλαβε την ευθύνη και με μετέφεραν κρυφά σε μια ιδιωτική κλινική, αναλαμβάνοντας ο ίδιος την ευθύνη.
Και άλλα πολλά… Εμείς μπορεί να πάθαμε και τα λιγότερα. Το συνειδητοποίησα χρόνια αργότερα, όταν γνώρισα τον Αλέκο Παναγούλη, αλλά και πολλούς άλλους που μαρτύρησαν στα κρατητήρια της χούντας.
Αλλά στα παιδικά μάτια όλα φαντάζουν μεγάλα. Και τα τραύματα βαθιά.
«Μόνο εμάς κυνηγάνε;»
Τότε, υπήρχε και κάτι άλλο που δεν καταλάβαινα. Δεν έβλεπα κανέναν άλλον γύρω μας να ταλαιπωρείται. Στη γειτονιά όλα συνέχιζαν κανονικά, ο κόσμος διασκέδαζε, έβαζαν δυνατά μουσική, στο σχολείο κανένα άλλο παιδάκι δεν έδειχνε να έχει αλλάξει κάτι στη ζωή του.
Τι στο καλό; Μόνο εμάς κυνηγάνε αυτοί οι άνθρωποι; – αναρωτιόμουν!
Δεν ήταν βέβαια έτσι, αλλά πάντως η μεγάλη πλειοψηφία συνέχισε τη ζωή της κανονικά.
Το κοινοβούλιο είχε κλείσει, οι πολιτικοί αρχηγοί είχαν συλληφθεί, τα κόμματα είχαν διαλυθεί. Αλλά στη μεγάλη τους πλειοψηφία όλοι συνέχιζαν να πηγαίνουν στις δουλειές τους, στα σινεμά τα καλοκαιρινά, στις υπηρεσίες τους, στους θεσμούς που υπηρετούσαν.
Δεν λέω ότι ήταν όλοι υποχρεωμένοι να γίνουν ήρωες. Λέω ότι δεν έχουν το δικαίωμα να αποκαλούν χούντα το δημοκρατικό μας πολίτευμα. Και δεν μπορούν να αποκαλούν «νόμους» τα διατάγματα της χούντας. Διότι οι νόμοι ψηφίζονται από το κοινοβούλιο και η χούντα το κοινοβούλιο το έκλεισε.
Γι’ αυτό και εξοργίζομαι – όπως και πολλοί άλλοι – όταν ακούω να μιλούν για χούντα σε καιρό κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας.
Και πάντα κάνω την ίδια σκέψη:
Δεν μπορεί! Είτε οι ίδιοι ή οι οικογένειές τους δεν ζούσαν στην Ελλάδα τον καιρό της χούντας, είτε απλά συνέχισαν τη ζωή τους χωρίς να ενδιαφέρονται για το τι συνέβαινε στη χώρα.
Τα ακούγαμε όλα αυτά και στον καιρό των μνημονίων – η χούντα των μνημονίων και τα λοιπά…
Το τελευταίο κρούσμα παρουσιάστηκε με αφορμή τον νόμο για τις συναθροίσεις. Έναν νόμο που υπάρχει σε όλες τις δημοκρατικές χώρες του κόσμου.
Δεν διδάχθηκαν τίποτε
Η ευκολία με την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ και τα στελέχη του μιλούν για χούντα – αυτή τη φορά με αφορμή τον νόμο για τις συναθροίσεις – δεν αποτελεί απλά περιφρόνηση προς το κοινοβουλευτικό πολίτευμα. Είναι η απόδειξη πως ούτε διδάχθηκαν, ούτε έμαθαν ποτέ τι σημαίνει χούντα.
Όσοι γνώρισαν την χούντα στο πετσί τους, όσοι διώχθηκαν, φυλακίσθηκαν, εξορίστηκαν, βασανίστηκαν στα κελιά της Μπουμπουλίνας αυτή τη λέξη δεν την πιάνουν στο στόμα τους σε καιρό Δημοκρατίας.
Δεν υπάρχει τίποτε πιο εξοργιστικό. Τίποτε πιο υποτιμητικό γι’ αυτούς που υπέστησαν τα μύρια όσα.
Αλλά αποτελεί και ύβρη απέναντι στην Ιστορία. Αυτή η χώρα υπέστη πολλά. Αλλά η χούντα υπήρξε ό,τι πιο αποκρουστικό και καταστροφικό μας συνέβη στην μεταπολεμική και μετεμφυλιακή περίοδο. Οι πραξικοπηματίες ευθύνονται για όλα τα δεινά της χώρας – μέχρι σήμερα.
Άρπαξαν την εξουσία για να κάνουν μπίζνες
Για να αρπάξουν την εξουσία, να καλοπερνάνε στις βίλες, να κάνουν μπίζνες με τον Τομ Πάππας, να διορίζουν τους συγγενείς τους και να τσεπώνουν τα λεφτά από το περίφημο «Τάμα του Έθνους» και από άλλες δυσώδεις υποθέσεις, ξέθαψαν τον κομμουνιστικό κίνδυνο – ενώ η χώρα πάσχιζε να επιστρέψει στην ομαλότητα και να επουλώσει τις πληγές της, ακόμη και τις πρόσφατες, όπως η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη.
Θα βρίσκαμε τον δρόμο μας αν δεν ζούσαμε αυτή την επτάχρονη δικτατορία. Και δεν θα καταστρεφόταν η Κύπρος. Και δεν θα δημιουργούνταν νέα θύματα, για να παριστάνουν σήμερα τους υπερασπιστές της Δημοκρατίας οι άκαπνοι απόγονοι εκείνων που συνέχισαν κανονικά τη ζωή τους.
Και τι ακούμε τώρα; Ότι ο νόμος για τις συναθροίσεις είναι χουντικής έμπνευσης και αποτελεί επαναφορά των διαταγμάτων της χούντας!
Το καταπληκτικό είναι ότι με τον συγκεκριμένο νόμο για τις συναθροίσεις καταργούνται τα τρία διατάγματα της χούντας (Νομοθετικό Διάταγμα 794/1971 «Περί δημοσίων συναθροίσεων» (Α’1), το Βασιλικό Διάταγμα 269/1972 «Περί εγκρίσεως του κανονισμού διαλύσεως δημοσίων συναθροίσεων» (Α’59) και το Βασιλικό Διάταγμα168/1972 «Περί καθορισμού των χώρων πόλεων τινών εις τους οποίους απαγορεύεται η πραγματοποίησις δημοσίων συναθροίσεων εν υπαίθρω και η διέλευσις κινουμένων τοιούτων» (Α΄35).
Ο ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποίησε τα διατάγματα της χούντας
Τα τρία αυτά διατάγματα δεν είχαν ποτέ καταργηθεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ μάλιστα, που έμεινε στην εξουσία πάνω από τέσσερα χρόνια, δεν τα κατάργησε ποτέ. Και όχι μόνο αυτό! Τα χρησιμοποίησε κιόλας – πότε για να απαγορεύσει συνάθροιση και πότε για να περιορίσει γεωγραφικά περιοχές στις οποίες δεν επιτρέπονταν οι συναθροίσεις.
Φυσικά, ουδέποτε χρησιμοποιήθηκαν όλες του οι διατάξεις. Δεν θα ήταν δυνατόν άλλωστε, αφού τα διατάγματα της χούντας προέβλεπαν απαγόρευση συμμετοχής στις συναθροίσεις σε βουλευτές και κόμματα, τα οποία είχαν διαλυθεί.
Οι διατάξεις που χρησιμοποιήθηκαν ήταν αυτές που επικαλείται σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ.
Μόνο που αυτό συμβαίνει επειδή η χούντα συνήθιζε, ελέω των γνωστών προπαγανδιστών της, να δανείζεται ρυθμίσεις από την ευρωπαϊκή κανονικότητα και να τις παραγεμίζει με τις δικές της απαγορεύσεις. Ουσιαστικά, επέτρεπε τις συναθροίσεις… καταργώντας τις. Έντυνε τον αυταρχισμό της με κανονικότητα, με δήθεν δημοψηφίσματα, με δήθεν συμμετοχή του λαού σε συνταγματικές αλλαγές.
Αλλά πού να τα ξέρουν όλα αυτά οι άκαπνοι της εκ του ασφαλούς επανάστασης!
Τα δημοψηφίσματα, το Σύνταγμα, η μάχη του ΣτΕ
Και επιτέλους, είναι εξοργιστικό να μιλούν για χούντα αυτοί που εργαλειοποίησαν τον θεσμό του δημοψηφίσματος, ήθελαν να βγάλουν την διαδικασία της συνταγματικής μεταρρύθμισης από τα «στενά όρια του κοινοβουλίου» και αποκαλούσαν την Δικαιοσύνη «θεσμικό εμπόδιο»!
Επ’ αυτών, θυμίζω και τα ακόλουθα:
Πρώτον: Του δημοψηφίσματος για το «Σύνταγμα» της 29ης Σεπτεμβρίου 1968, είχε προηγηθεί «διαβούλευση», με τη χούντα να καλεί τον λαό να… συντάξει τα άρθρα του νέου Συντάγματος, παρακινώντας τον να… εκφράσει ελευθέρως τη γνώμη του! Οι εφημερίδες δημοσίευαν καθημερινά επιστολικά δελτάρια με τα υπό αναθεώρηση άρθρα του Συντάγματος – την πρόταση της περίφημης «Επιτροπής Μητρέλια» και μερικές κενές σειρές για να λέει ο λαός τη γνώμη του – «ελευθέρως» φυσικά.
Δεύτερον: Στις 28 Μαΐου του 1968, η δικτατορία των συνταγματαρχών απέλυσε από το δικαστικό σώμα τριάντα δικαστές, εκδίδοντας την πρωτοφανή και διαβόητη πλέον ΚΔ΄ Συντακτική Πράξη «Περί Εξυγιάνσεως της Τακτικής Δικαιοσύνης». Οι τριάντα δικαστές, μεταξύ των οποίων και ο κατοπινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας Χρήστος Σαρτζετάκης, απολύθηκαν εντός τριών ημερών.
Παρά τα απαγορευτικά της χούντας, υπέβαλαν τις προσφυγές τους, ζητώντας να ακυρωθούν οι απολύσεις τους. Οι προσφυγές έφθασαν προς συζήτηση στο ΣτΕ τον Ιούνιο του 1969. Πρόεδρος ήταν ο μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Μιχαήλ Στασινόπουλος.
Την 21η Ιουνίου 1969, την ώρα που το ΣτΕ βρισκόταν σε διάσκεψη, ο Παττακός τηλεφώνησε απαιτώντας την διακοπή της συνεδρίασης, ώστε να μεταβούν στο γραφείο του δύο εκ των συμβούλων. Μετά από μια αρχική άρνηση – και καθώς ο Παττακός τηλεφωνούσε και ξανατηλεφωνούσε – βρήκαν μια αφορμή να διακόψουν και οι δύο σύμβουλοι (Μαραγγόπουλος και Αγγελίδης), βρέθηκαν στο γραφείο του Παττακού.
Και αυτός τους εξήγησε πως… επιβάλλεται το ΣτΕ, σε δίκες που ενδιαφέρουν την κυβέρνηση «να συνεργάζεται μετ’ αυτής κατά την έκδοσιν των αποφάσεων»! Οι κληθέντες σύμβουλοι του απάντησαν πως αυτά είναι πρωτοφανή πράγματα και του εξήγησαν πως θα παρέβαιναν τον όρκο τους αν αυτοί που είχαν αναλάβει τον έλεγχο πράξεων της εκτελεστικής εξουσίας, δέχονταν εντολές ακριβώς από εκπρόσωπο της εκτελεστικής εξουσίας.
Η «Επανάστασις κόβει κεφάλια»!
Τότε ήταν που ο Παττάκος τους είπε πως το καθεστώς το οποίο εκπροσωπεί είναι «Επανάστασις» και «κόβει κεφάλια»!
Αμέσως μετά, το ΣτΕ επανήλθε στη συνεδρίασή του και την ίδια ημέρα ακύρωσε τις απολύσεις των δικαστικών. Όπως ήταν αναμενόμενο, η χούντα εκδίωξε τον Στασινόπουλο, εξύβρισε ολόκληρο το ΣτΕ και πολλοί σύμβουλοι, αφού τους αφαιρέθηκαν τα διαβατήρια, εκτοπίστηκαν σε απομακρυσμένα χωριά.
Εκείνες οι ακυρωτικές αποφάσεις του ΣτΕ αποτέλεσαν μια από τις γενναιότερες αντιδικτατορικές πράξεις αντίστασης, μνημεία υπεράσπισης της Δημοκρατίας και των αξιών της και έμειναν στην Ιστορία του αντιδικτατορικού αγώνα.
Ήταν κι’ αυτοί «θεσμικά εμπόδια»…
Συμπέρασμα: Δεν υπάρχει τίποτε πιο επικίνδυνο από την ταύτιση της Δημοκρατίας με τη χούντα και τίποτε πιο απεχθές από την αυταρχική και ολοκληρωτική νοοτροπία – ανεξαρτήτως πολιτικού χρώματος.
Άλλωστε, απ’ ό,τι θυμάμαι στη Σοβιετική Ένωση απαγορεύονταν οι διαδηλώσεις. Όπως απαγορεύονται και σήμερα σε όλα τα μονοκομματικά καθεστώτα τύπου Κούβας και σε όλα τα λατινοαμερικάνικα καθεστώτα που θαυμάζουν οι «επαναστάτες της Δημοκρατίας»…
*Βουλευτής Β3 Νοτίου Τομέα Αθηνών, Ν.Δ., πρώην υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ και κυβερνητική εκπρόσωπος, δημοσιογράφος