Δεν έχουμε απωλέσει την ακόρεστη φιλοδοξία μας να συνεχίσουμε τη μετατροπή των Ενόπλων Δυνάμεων στο πιο σύγχρονο και ισχυρό στράτευμα στην Ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Μια αποτρεπτική δύναμη, η οποία θα λειτουργεί ως ο τελικός εγγυητής της ειρήνης και της σταθερότητας στα Βαλκάνια, στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτό τόνισε ο υφυπουργός Εθνικής ‘Αμυνας Νίκος Χαρδαλιάς, σε χαιρετισμό του στο 2nd Energizing Greece με θέμα «Achieving Growth in times of Crisis. Challenges for Innovative and Sustainable Economy and Growth».
«Η κυβέρνησή μας», υπογράμμισε, «κατά την τελευταία τριετία, αντιμετωπίζοντας αλλεπάλληλες κρίσεις, κατά βάση προερχόμενες από το εξωτερικό, άδραξε την ευκαιρία προκειμένου να προωθήσει μια ριζική αναβάθμιση των δυνατοτήτων και του επιπέδου των Ενόπλων Δυνάμεων».
«Δεν αναφέρομαι αποκλειστικά στις εμβληματικού χαρακτήρα προμήθειες υπερσύγχρονων οπλικών συστημάτων, αλλά και στη βελτίωση της εκπαίδευσης του προσωπικού και των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας, στην επένδυση στην έρευνα και ανάπτυξη, καθώς και στις πρωτοβουλίες για τη μείωση του ενεργειακού αποτυπώματος και την αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας των στρατιωτικών υποδομών» διευκρίνισε ο υφυπουργός Εθνικής ‘Αμυνας.
«Ζούμε», είπε, «σε μια εποχή κλιματικής κρίσης και έντονης αμφισβήτησης κάποιων βασικών γεωπολιτικών σταθερών, τις οποίες θεωρούσαμε δεδομένες στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο».
«Σε αυτά τα χρόνια προβλήματα, ήρθαν να προστεθούν τα τελευταία έτη η πανδημία του κορονοϊού, ο πληθωρισμός, καθώς και η ενεργειακή κρίση, τα τελευταία ως απότοκα του πολέμου στην Ουκρανία» πρόσθεσε.
«Ο συνδυασμός όλων των παραπάνω, έχει οδηγήσει σε μια ιδιαίτερα εύθραυστη παγκόσμια οικονομία, και κάθε πρόβλεψη για τη μεσοπρόθεσμη εξέλιξή της, φαντάζει αυτή τη στιγμή παρακινδυνευμένη.
Ασφαλώς, για την πατρίδα μας η συγκυρία αυτή διαφαίνεται εκ πρώτης όψεως ως ακόμα πιο ατυχής, καθότι ήρθε τη στιγμή που είχε ξεκινήσει δυναμικά η ανάκαμψη από μια ιδιαίτερα δύσκολη δεκαετία περικοπών και δημοσιονομικής λιτότητας» ξεκαθάρισε ο Ν. Χαρδαλιάς.
«Ο κίνδυνος», συμπλήρωσε, «επομένως, είναι προφανής. Αν οι προσπάθειες αποτροπής, μετριασμού ή προσαρμογής σε όλες τις παραπάνω προκλήσεις αποτύχουν, διαγράφεται ως λίαν πιθανή η αποσταθεροποίηση ολόκληρης της διεθνούς έννομης τάξης, κατά τρόπο μάλιστα εν πολλοίς μη αναστρέψιμο, αν λάβει κανείς υπόψη του τα παγκόσμια και περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά της κρίσης για την οποία συζητάμε».
«Ασφαλώς», επισήμανε, «μια τέτοια αποτυχία θα επηρεάσει και τον σχεδιασμό στους ευαίσθητους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας, και ήδη οι Ένοπλες Δυνάμεις μας ετοιμάζονται για διάφορα «χειρότερα δυνατά σενάρια», ιδίως στον τομέα των υβριδικών απειλών».
«Έχοντας», συνέχισε, «διαγνώσει τον κίνδυνο, χωρίς διάθεση υποτίμησης ή υπερτίμησής του, ας μιλήσουμε για τις ευκαιρίες».
Και συνέχισε λέγοντας: «Η υφιστάμενη διεθνής συγκυρία μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης απολύτως αναγκαίων αλλαγών, οι οποίες καθυστερούσαν επί πολλά έτη, ως συνέπεια μιας αίσθησης εφησυχασμού, καθώς ενδεχομένως και διστακτικότητας».
Αναφέρθηκε στην κλιματική κρίση, τονίζοντας ότι «συζητάμε για την ανάγκη απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, ως αναγκαία προϋπόθεση για τον έλεγχο της ανόδου της θερμοκρασίας του πλανήτη μας».
«Με αφορμή», συμπλήρωσε, «τη βάναυση και απρόκλητη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ο δυτικός κόσμος, αλλά και πολλές χώρες πέραν αυτού, απέκτησαν ένα ισχυρό, άμεσο και απολύτως πραγματιστικό κίνητρο, προκειμένου να εξέλθουν από τη στασιμότητα και να προωθήσουν τη διαδικασία της ενεργειακής μετάβασης».
«Οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις», υπογράμμισε, «έχουν να μας διδάξουν πολλά στον τομέα της αξιοποίησης των ευκαιριών και της αποτροπής των κινδύνων εν μέσω κρίσεων.
Χαρακτήρισε, δε, «εντυπωσιακό» τον τρόπο με τον οποίο, κατά τη δύσκολη δεκαετία των μνημονίων, «κατόρθωσαν με περιορισμένους πόρους να προσαρμόσουν τον σχεδιασμό τους και να διατηρήσουν υψηλή αποτρεπτική ικανότητα».