Τέσσερις μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος, ανάμεσά τους μηχανικός και άλλοι πρώην εργαζόμενοι της Boeing, κατέθεσαν χθες Τετάρτη ενώπιον επιτροπής έρευνας της αμερικανικής Γερουσίας και προειδοποίησαν πως υπάρχουν «σοβαρά προβλήματα» στις διαδικασίες παραγωγής των μοντέλων της 737 Max, 787 Dreamliner και 777 του αμερικανικού κολοσσού της αεροναυπηγικής.
«Δεν είμαι εδώ επειδή είχα καμιά επιθυμία να έρθω εδώ. Είμαι εδώ διότι (...) δεν θέλω να δω τη συντριβή 787 ή 777», είπε στους γερουσιαστές ο Σαμ Σάλεπουρ, μηχανικός ειδικευμένος στον έλεγχο ποιότητας στην Μπόινγκ για δεκαεπτά χρόνια, υπογραμμίζοντας πως έχει «σοβαρές ανησυχίες για την ασφάλεια του 787» και του 777.
«Αγνοήθηκα. Παραμερίστηκα. Μου είπαν να το βουλώσω. Δέχθηκα απειλές κατά της σωματικής μου ακεραιότητας», συνέχισε ο μηχανικός. «Αν μου συμβεί κάτι, έχω ήσυχη τη συνείδησή μου, επειδή αισθάνομαι πως (...) καταθέτοντας ανοικτά, θα σώσω πολυάριθμες ζωές».
Την έρευνα της Γερουσίας πυροδότησε επιστολή δικηγόρων της βιομηχανίας προς την υπηρεσία πολιτικής αεροπορίας (FAA).
Η ακρόαση, διάρκειας σχεδόν δυο ωρών, ήταν η πρώτη σειράς τέτοιων, κατά τη διάρκεια των οποίων θα κληθούν να καταθέσουν στελέχη της Μπόινγκ και της FAA, διευκρίνισε ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Ρίτσαρντ Μπλούμενθαλ, πρόεδρος της επιτροπής έρευνας.
«Γίνονται ολοένα πιο σοβαρές κατηγορίες, σύμφωνα με τις οποίες η κουλτούρα ως προς την ασφάλεια στην Μπόινγκ έχει διαρραγεί και ότι οι πρακτικές της είναι απαράδεκτες», ανέφερε ο κ. Μπλούμενθαλ, διαβεβαιώνοντας πως έλαβε πολλές τέτοιες μαρτυρίες τις τελευταίες ημέρες. «Ξέρουμε ότι έχουμε ακόμη πολλή δουλειά να κάνουμε και προχωράμε σε ενέργειες σε όλο τον όμιλο», αναγνώρισε η κατασκευάστρια μετά την ακρόαση. «Τα αντίποινα είναι απόλυτα απαγορευμένα στην Μπόινγκ», διαβεβαίωσε, αναφέροντας ακόμη ότι από τον Ιανουάριο ο αριθμός των αναφορών που έχουν υποβληθεί για προβλήματα στην παραγωγή από εργαζομένους της αυξήθηκε κατά 500% σε ετήσια βάση. «Συνεχίζουμε να θέτουμε την ασφάλεια και την ποιότητα πάνω απ’ όλα τα υπόλοιπα», διαβεβαίωσε ο όμιλος, εκφράζοντας «σιγουριά» για «την ασφάλεια και την αντοχή των 787 και 777».
Εκτός του κ. Σάλεπουρ, κατέθεσαν επίσης ο Εντ Πίρσον, άλλοτε στέλεχος της Μπόινγκ που είχε ασχοληθεί ιδίως με το πρόγραμμα του 737 Max, ο Τζο Τζέικομπσεν, που δούλεψε 25 χρόνια στην FAA, έπειτα από 11 χρόνια στην Μπόινγκ, και ο Σον Προυτσνίκι, ειδικός στην αεροπορική ασφάλεια, πρώην πιλότος εμπορικών αεροσκαφών.
Τίποτε δεν άλλαξε μετά τις δυο συντριβές
«Έκανα ό,τι μπορούσα για να πω στον κόσμο πως τα Max συνεχίζουν ακόμη να μην είναι ασφαλή και να προειδοποιήσω τις αρχές για τους κινδύνους στην παραγωγή της Μπόινγκ», εξήγησε ο κ. Πίρσον. Αλλά «τίποτε δεν άλλαξε μετά τις δυο συντριβές».
Τα 737 Max καθηλώθηκαν για καιρό στο έδαφος σε όλο τον κόσμο μετά τα δυο δυστυχήματα, το 2018 και το 2019 (346 νεκροί) εξαιτίας προβλημάτων στον σχεδιασμό τους, ιδίως λογισμικού για την αποφυγή απώλειας στήριξης, του MCAS, για το οποίο ούτε ενημερώθηκαν, ούτε εκπαιδεύτηκαν οι πιλότοι.
Αν δεν υπάρξει «δράση» κι αν οι ηγέτες της Μπόινγκ δεν αναλάβουν «τις ευθύνες τους», κάθε άνθρωπος «που επιβιβάζεται σε αεροσκάφος» της αμερικανικής βιομηχανίας «θα κινδυνεύει», τόνισε ο κ. Πίρσον, σύμφωνα με τον οποίο η επιτήρηση από πλευράς FAA είναι «αναποτελεσματική» και είναι καθυστερημένη, αποτελεί «αντίδραση» στα προβλήματα.
Η Μπόινγκ πρέπει να «δεσμευτεί σε αληθινές και βαθιές βελτιώσεις» και «δεσμευόμαστε πως θα φροντίσουμε να λογοδοτούν σε κάθε βήμα», ανέφερε από την πλευρά της η υπηρεσία πολιτικής αεροπορίας.
Ο κ. Μπλούμενθαλ έχει ήδη ζητήσει το υπουργείο Δικαιοσύνης να επαληθεύσει αν η Μπόινγκ τήρησε τη συμφωνία που είχε κλειστεί το 2021 για να αποφευχθεί η προσαγωγή της σε δίκη για τα τα δυο δυστυχήματα. Οι αποκαλύψεις στην ακροαματική διαδικασία χωρίς αμφιβολία θα αυξήσει κι άλλο την πίεση.
Μετά την καταγγελία που έκανε ο κ. Σάλεπουρ, η FAA άρχισε να διενεργεί έρευνα και για τους δύο τύπους. Πλέον τρία από τα τέσσερα μοντέλα των εμπορικών αεροσκαφών που κατασκευάζει η αμερικανική βιομηχανία αποτελούν αντικείμενο ερευνών του εποπτικού φορέα. Εξετάζει όλη την οικογένεια των 737 μετά το συμβάν της 5ης Ιανουαρίου, όταν αποκολλήθηκε τμήμα 737 Max 9 της Alaska Airlines εν πτήσει.
Για αυτό το συμβάν ο κ. Πίρσον κατήγγειλε πως έγινε «εγκληματική» συγκάλυψη όταν η Μπόινγκ ανέφερε, σύμφωνα με το NTSB, το εθνικό συμβούλιο ασφάλειας των μεταφορών, πως δεν είχε στα αρχεία της έγγραφα για τον χειρισμό του συγκεκριμένου τμήματος στο εργοστάσιο.
Τα έγγραφα «υπάρχουν», αντέτεινε ο κ Πίρσον: εξήγησε πως το γνωρίζει διότι «τα έστειλα εγώ προσωπικά στο FBI», στην ομοσπονδιακή αστυνομία, «πριν από μήνες».
Εκπρόσωπος της NTSB δήλωσε χθες πως η υπηρεσία δεν έχει λάβει «κανένα έγγραφο» για το ζήτημα ούτε από την Μπόινγκ ούτε από «οποιαδήποτε άλλη οντότητα».