Κατά τα τελευταία χρόνια η 9η Μαΐου αποτελεί ταυτόχρονα ημέρα γιορτής και ενδοσκόπησης. Γιορτής, γιατί τότε, πριν από 70 χρόνια, μέσα από τις στάχτες του τελευταίου παγκοσμίου πολέμου, οραματιστές και τολμηροί ηγέτες, αποφάσισαν να αφήσουν πίσω κοινές δραματικές εμπειρίες και αμοιβαία μίση και να ιδρύσουν μια ένωση κρατών πάνω στις αρχές της αλληλεγγύης, της υπευθυνότητας και την ειρήνης.
πρ. Ευρωπαίου Επιτρόπου και Υπουργού Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας
Ενδοσκόπησης, γιατί αποτελεί αφορμή να αναγνωρίζουμε και να εξετάζουμε με τρόπο όλο και πιο μεθοδικό, όχι μόνο τις επιτυχίες αλλά και τις προκλήσεις και τους κινδύνους τους οποίους καλείται να αντιμετωπίσει η’ Ενωση. Γιατί ακόμη και τώρα, η Ευρωπαϊκή Ένωση διέρχεται την εφηβική της τάση. Η ενηλικίωση της θα έρθει ιστορικά, και μέσα από την υπέρβαση αυτών των προκλήσεων και κινδύνων. Πολλές προκλήσεις έχουν εκδηλωθεί στην Ευρώπη κατά τα τελευταία χρόνια και έχουν τύχει εκμετάλλευσης από τους πόσης φύσεως λαϊκιστές και εθνικιστές. Η οικονομική κρίση, η μετανάστευση κρίση, η κρίση ασφάλειας με την έξαρση της τρομοκρατίας, οι εκστρατείες παραπληροφόρησης, το Brexit. Κυβερνήσεις και πολιτικοί που αγνόησαν την κληρονομιά της γενιάς του πολέμου και στράφηκαν στο εσωτερικό των χωρών τους, συνέβαλαν στην καλλιέργεια του ευρωσκεπτικιστικού λόγου, εκτρέφοντας συγχρόνως τον εθνικισμό. Πολιτικές που οδήγησαν κράτη-μέλη στην παρέκκλιση από τις θεμελιώδεις αξίες του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού, έβαλαν σε δεύτερη μοίρα το κράτος δικαίου και τη συλλογική μας ευθύνη. Η Ευρωπαϊκή Ενωση τον τελευταίο καιρό μίκρυνε, καθώς ένα σημαντικό κομμάτι της, το Ηνωμένο Βασίλειο, επέλεξε να ακολουθήσει το δικό του δρόμο.
Όλες αυτές οι προκλήσεις έθεσαν σε κίνδυνο τα αξιακά θεμέλια της Ενωμένης Ευρώπης. Μας θύμισαν ότι ούτε η δημοκρατία, ούτε η ελευθερία, ούτε η σταθερότητα, ούτε η ειρήνη είναι δεδομένες. Αντιθέτως, είναι κεκτημένα τα οποία για να διατηρηθούν, απαιτούν συνεχή επαγρύπνηση και ανάλογη δράση. Στις τελευταίες ευρωεκλογές αλλά και στις κατά τόπους εθνικές εκλογές, οι λαοί της Ευρώπης έστειλαν ένα σαφές μήνυμα δημοκρατίας, απαιτώντας διασφάλιση του ευρωπαϊκού μας μέλλοντος. Η σημερινή ηγεσία της ΕΕ, καθώς και οι ηγεσίες των κρατών μελών, σε αυτή την κρίσιμη καμπή, φέρουν στους ώμους τους τη μεγαλύτερη ευθύνη για να προστατευθούν αυτές οι κατακτήσεις.
Το τελευταίο έτος είναι ιστορικό. Η Ευρώπη αλλά και ολόκληρος ο κόσμος κλήθηκε να αντιμετωπίσει μια ακόμη μεγάλη κρίση, μια κρίση που μας καλεί να αλλάξουμε ριζικά τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε και σχεδιάζουμε τις δημόσιες πολιτικές, σε εθνικό, ευρωπαϊκό αλλά και διεθνές επίπεδο. Η πανδημία του κορονοϊού είναι μια κρίση πρωτίστως υγειονομική, με τεράστιες όμως οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες. Δεν κληθήκαμε απλά να προστατεύσουμε τη δημόσια υγεία, αλλά ταυτόχρονα να διασφαλίσουμε τη διατήρηση εισοδημάτων και θέσεων εργασίας και την ενίσχυση συνολικά του παραγωγικού μας ιστού και της κοινωνικής μας συνοχής.
Είναι αλήθεια ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν επέδειξε γρήγορα αντανακλαστικά στο ξεκίνημα αυτής της κρίσης. Επήλθε εσωτερική σύγχυση, καθότι το ευρωπαϊκό συμφέρον προσέκρουσε στην αποκαλούμενη εσωτερική εθνική πολιτική συγκεκριμένων χωρών. Η σύγχυση μετατράπηκε σε αδράνεια και καθυστερήσεις στη λήψη στρατηγικών αποφάσεων για την αποτελεσματική
διαχείριση της πανδημίας. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί είναι, ωστόσο, συνυπεύθυνοι, καθώς δεν κινήθηκαν νωρίτερα, ασκώντας πίεση στα κράτη-μέλη προ-κειμένου οι στρατηγικές αυτές αποφάσεις να ληφθούν έγκαιρα και έτσι να αντιμετωπίσουμε από νωρίς, την κρίση, από κοινού.
Παρόλα αυτά, έστω και με καθυστέρηση, η Ευρώπη διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη διαχείριση του COVID-19, υλοποιώντας μια γενναία, συντονισμένη, κοινή εμβολιαστική πολιτική και εγκαινιάζοντας ένα μεγάλο αναπτυξιακό πρόγραμμα, χρηματοδοτούμενο από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το οποίο θα επιτρέψει στα κράτη-μέλη να ανασυγκροτήσουν τις οικονομίες τους, στην εποχή μετά την πανδημία.
Οι ανησυχίες των Ευρωπαίων πολιτών σήμερα είναι οι ίδιες με τις ανησυχίες τους πριν από πέντε χρόνια και θα συνεχίσουν να είναι οι ίδιες και κατά τα επόμενα χρόνια: η ασφάλεια, οι θέσεις εργασίας, η οικονομική εξασφάλιση, τα ζητήματα της μετανάστευσης και η μεγάλη κλιματική κρίση. Παρόλα αυτά, στην εποχή μετά την πανδημία οι ανησυχίες αυτές θα ενταθούν και οι απαιτήσεις των πολιτών από την Ένωση, θα μεγαλώσουν. Κατά την εποχή που έρχεται, το στοίχημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι να ανταποκρίνεται αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση των ζητημάτων που τις προκαλούν. Και να αποδεικνύει συνεχώς πως, όταν χρειάζεται, η Ευρώπη πυκνώνει την παρουσία της και στέκεται δίπλα στους πολίτες της, στην πράξη. Γιατί τις δύο τελευταίες δεκαετίες, σημειώθηκε απομάκρυνση της κεντρικής ευρωπαϊκής πολιτικής από τους πολίτες, οι οποίοι ορίζουν, σε τελευταία ανάλυση, την ύπαρξη και το μέλλον της.
Οφείλουμε να διασφαλίσουμε ότι οι Ευρωπαίοι πολίτες δεν θα χάσουν την εμπιστοσύνη τους στο Ευρωπαϊκό ιδεώδες και κυρίως ότι δεν θα αποδυναμωθεί το αίσθημα της ισχυρής Ευρωπαϊκής ταυτότητας.
Γιατί η κοινή μας ευημερία, η ανθεκτικότητα που απαιτεί το μέλλον, περνά μέσα από μια ισχυρή και πολιτικά ενωμένη Ευρώπη. Ήρθε η ώρα, η Ευρώπη να κάνει ένα άλμα προς τα εμπρός, ολοκληρώνοντας πολιτικά τη δομή της σε όλους τους τομείς: οικονομική και κοινωνική πολιτική, εξωτερική και αμυντική πολιτική καθώς και και πολιτική ασφάλειας.
Μόνον έτσι θα καταφέρει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των πολιτών της και να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις μεγάλες προκλήσεις της εποχής μας αλλά και εκείνες που θα προκύψουν στο μέλλον. Μόνον έτσι θα μπορέσει να επανασυνδεθεί με τις ιδρυτικές της αρχές και το όραμα των Πατέρων της, στην ολότητα τους.
Και η Ελλάδα, ως αναπόσπαστο κομμάτι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για σαράντα χρόνια, οφείλει να λειτουργήσει ως θεμελιώδης πυλώνας της πολιτικής ολοκλήρωσης της’ Ενωσης και να διαδραματίσει ενεργό ρόλο στην ανασυγκρότηση της Ευρώπης, στην εποχή που ανοίγεται μπροστά μας.
Οι κρίσεις έβγαλαν τους ευρωπαίους πολίτες από τον εφησυχασμό των προηγούμενων δεκαετιών. Οι κρίσεις συνιστούν τη μεγάλη ευκαιρία για ενδοσκόπηση και ενορατικές, τολμηρές, πολιτικές αποφάσεις.
Οι κρίσεις θα κρίνουν τελικά και την ηγετικότατα των σημερινών γενεών, τόσο σε κεντρικό, ευρωπαϊκό επίπεδο, όσο και σε εθνικό. Και η τελική ετυμηγορία θα είναι καταρχήν της ιστορίας αλλά και των γενεών που έρχονται.
(Αρθρο του Δημήτρη Αβραμόπουλου, στο 19o τεύχος του ηλεκτρονικού περιοδικού της Βουλής «Επί του…Περιστυλίου!»)