Η Ευρώπη δείχνει έντονα προβληματισμένη από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται από τον πρόεδρο Τραμπ και την κυβέρνησή του. Τη βλέπει ως εχθρική και αυτομάτως θέτει εαυτήν απέναντι. Οι κινήσεις με τις οποίες αντιδρά όμως κάνουν ζημιά στην ενωμένη Ευρώπη. Διότι όχι μόνο οι ηγέτες δεν συμφωνούν μεταξύ τους ως προς την κατεύθυνση που η ΕΕ θα πρέπει να πάρει, αλλά και διαφωνούν και στο ποιος θα ηγηθεί αυτής της αντίδρασης.

Ως προς το δεύτερο σκέλος, όπως εύστοχα είπε ο Έλληνας πρωθυπουργός, η Ευρώπη θα πρέπει να έχει μία φωνή. Αυτή η φωνή σίγουρα δεν μπορεί να βγει μέσα από συζητήσεις μερίδας ηγετών των ευρωπαϊκών χωρών – οι οποίοι προσκαλούνται να συζητήσουν όχι από την ηγεσία της ΕΕ αλλά από τον πρόεδρο ενός κράτους-μέλους. Συζήτηση, μάλιστα, που δεν κατέληξε απολύτως πουθενά. Εάν η ΕΕ θα έχει ενιαία φωνή, αυτή θα πρέπει να έρθει από την ηγεσία της.

Εάν η ηγεσία δεν μπορεί να φτάσει σε αυτό, διότι ο τρόπος λειτουργίας της δεν της το επιτρέπει, τότε ενδεχομένως να πρέπει να αλλάξει αυτός ο τρόπος. Εάν, πάλι, δεν έχει δυνατή φωνή, επειδή η ηγεσία είναι αδύναμη, τότε θα πρέπει να σκεφτούμε να την αλλάξουμε. Εχουμε μπει άλλωστε σε διαφορετικό γεωπολιτικό πλαίσιο και νέες συνθήκες που απαιτούν ηγεσία με χαρακτηριστικά προσωπικότητας που ταιριάζουν σε αυτές.

Όσον αφορά την κατεύθυνση της ΕΕ, θεωρώ πως η ηγεσία κρατών-μελών πορεύεται με ένα σκεπτικό που αποκαλείται στα αγγλικά «wishful thinking», δηλαδή με βάση το επιθυμητό αποτέλεσμα. Θεωρούν πως ο Τραμπ θα είναι μια παρένθεση που σε τέσσερα χρόνια θα έχει περάσει.

Με βάση αυτό το σκεπτικό κρατούν άμυνα μέχρι να αλλάξει η κυβέρνηση. Είναι δεδομένο πως ο Τραμπ σε τέσσερα χρόνια παραδίδει σκυτάλη. Όμως εάν οι Ρεπουμπλικάνοι κερδίσουν ξανά τις εκλογές (οι Δημοκρατικοί δείχνουν να έχουν σοβαρό ζήτημα κατεύθυνσης) τότε με τις αλλαγές στους εκλέκτορες, με βάση τον πληθυσμό των πολιτειών (2030) που τους ευνοούν, είναι πολύ πιθανό να κερδίσουν και το 2032, κι έτσι τα τέσσερα χρόνια να γίνουν δώδεκα. Απαιτείται, λοιπόν, επαναπροσέγγιση της στάσης μας έναντι των ΗΠΑ.