Έα συγκλονιστικό άρθρο γνώμης για τον αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της φιλοκυβερνητικής αλβανικής εφημερίδας «Τέμα», από τον εκδότη της, Mero Baze. Το κείμενο, με τίτλο «Τον Αρχιεπίσκοπο, τον οποίο (δεν) αγαπήσαμε, αλλά που μας αγάπησε!», δημοσιεύτηκε την ημέρα του θανάτου του αρχιεπισκόπου Αλβανίας, στις 25 Ιανουαρίου.

Το κείμενο, που είναι σε μετάφραση ακριβή και αυτολεξεί, έχει ως εξής:

«O Μακαριότατος, ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος, δεν είναι πια ανάμεσά μας. Για να εξηγήσω τι ήταν αυτός για την Ορθόδοξη Εκκλησία στην Αλβανία και για το άλλο κομμάτι –στην πλειοψηφία τους αθεϊστές– της κοινωνίας μας, αξίζει να διατυπώσω ορισμένες από τις αναμνήσεις που έχω απ’ αυτόν.

Η αποδοχή ενός επικεφαλής της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας το 1991, όταν Πρόεδρος της χώρας ήταν ο Ramiz Alia και η ενθρόνιση του στη συνέχεια ως Αρχιεπισκόπου Αλβανίας το 1992, όταν Πρόεδρος της χώρας ήταν ο Sali Berisha, συνοδεύτηκε από μακροχρόνια αντιπαράθεση. Μολονότι η αντιπαράθεση έληξε τυπικά όταν αυτός ανέλαβε τα καθήκοντά του, οι εντάσεις δεν καταλάγιασαν ποτέ, όσες φορές χρειαζόταν να υποδαυλιστούν. Μολαταύτα, ούτε ο Ramiz Alia, ούτε κι ο Sali Berisha τάχθηκαν πλήρως εναντίον του. Και ο λόγος ήταν διότι η διεθνής διπλωματία ήταν ικανοποιημένη και σίγουρη μ’ αυτόν και το μήνυμα αυτό το διαβίβασε και στους δύο Προέδρους.

Μετά από τον πρώτο χρόνο στην εξουσία, όταν ο Berisha άρχισε να έχει προβλήματα με την Ελλάδα στο νότιο τμήμα της χώρας, ειδικά με τις εκκλήσεις για αυτονομία της Βορείου Ηπείρου στη Δρόπολη, από περιθωριακά στοιχεία, οι προβολείς του στράφηκαν στην Ορθόδοξη Εκκλησία και στον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο. Οι Μυστικές Υπηρεσίες της SHIK είχαν μετατραπεί σε Ταλιμπάν στην παρακολούθηση των ιερέων στο νότιο τμήμα της Αλβανίας και κάθε σχέσης που αυτοί είχαν με τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο και την Ελλάδα. Το αποκορύφωμα της έντασης ήρθε με την απέλαση το καλοκαίρι του 1993, Έλληνα ιερέα από τη Δρόπολη. Αυτός ήταν κι ένας από τους λόγους που στο νέο Σχέδιο Συντάγματος του 1994, ο Berisha αποφάσισε να συμπεριλάβει άρθρο που απαγόρευε να έχουν τα θρησκευτικά ιδρύματα στην Αλβανία ως επικεφαλής τους ιεράρχες που δεν ήταν "αλβανικής καταγωγής και αίματος". Ήταν μια σχεδόν ρατσιστική διατύπωση, σαφώς πολιτικά παρασκηνιακή εναντίον του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου. Αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία πολιτική διαμάχη της Αλβανίας με τον Αρχιεπίσκοπο.

Ρώτησα τον τότε Π/Θ Aleksander Meksi, όταν του πήρα συνέντευξη στο γραφείο του με θέμα το δημοψήφισμα, ποιες ήταν οι πιθανότητες αποπομπής του Αρχιεπισκόπου. Έριξε μια ματιά στο ταβάνι, για να μου πει πως το Γραφείο του ήταν υπό παρακολούθηση, και χαμηλώνοντας τη φωνή, μου είπε:

-Ο Θεοφάνης ο Popa μου έχει πει: Τον Αρχιεπίσκοπο τον παίρνει μόνο ο Θεός.

-Δηλαδή, όταν πεθάνει; τον ρώτησα με την αλαζονεία του νεαρού που δεν έχει κάποιο θρησκευτικό συναίσθημα. Κούνησε το κεφάλι του. Κατάλαβα όμως ότι σαφώς ήταν με το μέρος του Αρχιεπισκόπου.

Το δημοψήφισμα του 1994, που πιο πολύ έμοιαζε με ένα πλήθος χωρίς προσανατολισμό που πήγαινε πίσω από τον Berisha, δεν πέρασε. Οι σοσιαλιστές δεν το κουνούσαν από το σπίτι για καμμία διαδήλωση, μόνον έλεγαν σε όλους: Ο Berisha επιδιώκει να γίνει βασιλιάς. Τότε όμως για πρώτη φορά διαπίστωσα ότι οι Αλβανοί Ορθόδοξοι ενώθηκαν σιωπηρά, δεν είπαν λέξη ενάντια στο δημόσιο λιντσάρισμα που γινόταν στον Αρχιεπίσκοπό τους και στάθηκαν στο πλευρό του. Αυτή ήταν η στιγμή που εγώ άρχισα να σκέπτομαι την προσωπικότητά του και το βάρος του στη ζωή του τόπου μου. Η αντιπαράθεσή μου ως δημ/φου με τον Αρχιεπίσκοπο Το 1995, όταν η Ορθόδοξη Εκκλησία κήρυξε άγιο της τον Άγιο Κοσμά [Αιτωλό], υπήρξαν αντιδράσεις στην κοινή γνώμη. Ένα μέρος των μουσουλμάνων ή των ανθελλήνων μελετητών παρουσίαζαν το βιογραφικό του Αγίου Κοσμά ως ενός αντιαλβανού Έλληνα, ενώ η Εκκλησία υποστήριζε ότι είναι ένας άγιός της που είχε διαδώσει την Ορθοδοξία στις αλβανικές κοινότητες.

Εγώ, όντας δημ/φος της "Φωνής της Αμερικής", συνέταξα έκθεση γι’ αυτή την αντιπαράθεση, περιέλαβα σε αυτή και εκπρόσωπο του Υπουργείου Πολιτισμού που δεν τοποθετούνταν υπέρ του ενός ή του άλλου, αλλά ήταν σαφές πως θα ήταν ευτυχές εάν ο Άγιος Κοσμάς δεν γινόταν άγιος της Εκκλησίας. Η αντίδραση της Εκκλησίας ήταν δυσανάλογη, έστειλαν επιστολή μέχρι στην Ουάσιγκτον για την υπόθεση, εμένα όμως δεν μου το είπαν ποτέ. Μετά από μερικούς μήνες, σε γεύμα στο σπίτι της επικεφαλής της USAID στα Τίρανα, ο πρώην υποδιευθυντής της "Φωνής της Αμερικής" μου μετέφερε ένα φιλικό μήνυμα:

-Μην ασχοληθείς με την Ορθόδοξη Εκκλησία, διότι για τέτοια πράγματα γίνονται παρεξηγήσεις.

Ο άλλος συνάδελφός μου από τη "Φωνή της Αμερικής" στην Ουάσιγκτον, που ήταν κι αυτός στο γεύμα και γνώριζε φαίνεται για την επιστολή, πρόσθεσε:

-Μην ασχοληθείς καθόλου μ’ αυτούς. Ο καθένας που θα σε ακούει στις ΗΠΑ δεν θα θέτει σε αμφισβήτηση εκείνο που κάνει ένας Αρχιεπίσκοπος.

Σε μερικά δευτερόλεπτα συγκεντρώθηκαν γύρω μου ορισμένοι φίλοι που μου έλεγαν τα ίδια:

-Είσαι εντάξει, μην ξαναγράψεις για το θέμα.

Εκείνη τη στιγμή ξέσπασε το μαύρο χιούμορ μου και είπα:

-Μα όταν πεθάνει, δεν πρέπει να το πω ως είδηση;

Πλάκωσε σιωπή την οποία έσπασε ξανά ο φίλος μου:

-Εκείνη την ημέρα πάρε ρεπό.

Κατάλαβα ότι η πρόσκληση για το γεύμα είχε ως στόχο να μου διαβιβάσουν φιλικά αυτό το μήνυμα. Έτσι, αποφάσισα να μην ασχοληθώ ξανά με την Εκκλησία. Οι κακές εντυπώσεις όμως δεν με άφησαν ήρεμο.

Στο μεταξύ ένας ιερέας στο Ελμπασάν, ο Nikol Marku, είχε αποφασίσει να ηγηθεί εκκλησίας στο φρούριο της πόλης, ανεξάρτητης από τον Αρχιεπίσκοπο. Η αλβανόφωνη εκπομπή του ΒΒC, μέσω του δημοσιογράφου Sokol Gruda, προετοίμασε λεπτομερή ρεπορτάζ για την υπόθεση. Την επομένη, ο Biberaj (σ.σ.: Επικεφαλής της αλβανόφωνης εκπομπής της «Φωνής της Αμερικής» εκείνη την εποχή), με ρώτησε στο τηλέφωνο:

-Ήσουν στο Ελμπασάν, στην εκκλησία του Nikol Marku; -Όχι, του απάντησα. -Είχαμε εμείς κάποιο ρεπορτάζ για την υπόθεση;

-Όχι, του είπα . Εγώ δεν ξαναγράφω για την Εκκλησία, κι εξήγησα τον λόγο.

Έκανε ένα «χμμ» και δεν είπε τίποτα άλλο. Αργότερα πληροφορήθηκα ότι ο Θωμάς, ο εκπρόσωπος της Εκκλησίας, είχε κάνει ξανά παράπονα στην Ουάσιγκτον για το ρεπορτάζ του BBC, υποστηρίζοντας ότι το είχα κάνει εγώ για τη "Φωνή της Αμερικής".

Οι σχέσεις της Εκκλησίας με τους δημοσιογράφους-επικριτές ήταν ένα ξεχωριστό κεφάλαιο και συχνά δημιουργούσαν προβλήματα στην Εκκλησία αντί να τη βοηθήσουν. Το ψέμα εκείνο, όμως, ευτυχώς με απάλλαξε οριστικά από τις αντιπαραθέσεις με την Εκκλησία, διότι τώρα ήταν αυτοί που είπαν ψέματα. Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος έφτιαξε τη νέα Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας Μολαταύτα, δεν απαλλάχθηκα από την κακή γεύση που μου είχε αφήσει, ως επικριτής της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεν ήμουν τέτοιος, στην Αλβανία όμως αυτό είχε γίνει ένα δημοφιλές άθλημα.

Όλοι οι διανοούμενοι μουσουλμανικής καταγωγής και αθεϊστικής νοοτροπίας ήταν τρελοί εχθροί της Εκκλησίας κι εγώ, καθώς εκπλήρωνα τυπικά ορισμένες απ’ αυτές τις προδιαγραφές, μπήκα στη λίστα. Επί της αρχής, η κατηγορία των ανθρώπων αυτών ασχολούταν επί 24ωρης βάσης με τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο. Από την άλλη, πολλοί Ορθόδοξοι διανοούμενοι, ασχολούντο σε 24ωρη βάση με τον πρόεδρο της Μουσουλμανικής Κοινότητας ή με τα αραβικά τζαμιά στην Αλβανία. Αυτοί, κατά παρόμοιο τρόπο, επεδίωκαν να "μεταμορφώσουν" τους αντιπάλους. Αυτή η απαίσια μόδα πολιτικής ενασχόλησης για την επιβολή του ελέγχου επί των θρησκευτικών κοινοτήτων είναι το μοναδικό πολιτικό βάθρο της θρησκευτικής διάσπασης στην Αλβανία. Εκείνο που ξεκάθαρα μπορούσε να διαπιστώσει κανείς ήταν ότι ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος είχε όχι μόνο την πραγματική υποστήριξη των Ορθοδόξων της Αλβανίας, αλλά ήταν και η σημαντικότερη προσωπικότητα του ορθόδοξου κόσμου στην ευρύτερη περιοχή. Χάρη στον Αρχιεπίσκοπο συγκεντρώθηκαν εκατομμύρια ευρώ δωρεών για την Ορθόδοξη Εκκλησία και ανοικοδομήθηκε η πλειοψηφία των εκκλησιών που είχαν καταστραφεί. Άνοιξε τα δικά του σεμινάρια στην Αλβανία και κατάρτισε νέες γενιές θρησκευτικών λειτουργών, που αποτελούν σήμερα την πιο υγιή θρησκευτική οικογένεια στην Αλβανία, με πειθαρχία και πραγματική πνευματική προσφορά. Κανείς δεν κατάφερε όσο η Ορθόδοξη θρησκεία στην Αλβανία να καταρτίσει τόσους πολλούς ανθρώπους, για να υπηρετήσουν με τις δικές της δυνάμεις στα θρησκευτικά της ιδρύματα. Τους ιμάμηδές μας τους μορφώνουν σε χώρες του αραβικού κόσμου με ακραία μουσουλμανική κουλτούρα, ενώ τους καθολικούς ιερείς κανονικά τους μορφώνει το Βατικανό. Μόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία διαμόρφωσε εντός Αλβανίας τη βασική της ιεραρχία και σήμερα διαθέτει μια πλήρη Ιερά Σύνοδο, στελεχωμένη με θρησκευτικές προσωπικότητες, στην πλειοψηφία τους Αλβανοί.

Μια προσωπική συνάντηση με τον Αρχιεπίσκοπο

Την άνοιξη του 2018 έτυχε να συναντηθώ με τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο για ένα προσωπικό θέμα, είχα ένα πρόβλημα με την εκκλησία της Θεοτόκου στο χωριό μου. Επειδή είχα αρχίσει να ζω με τα προβλήματα του χωριού, αποφάσισα να ανοικοδομήσω την εκκλησία της Θεοτόκου που είχε κατεδαφιστεί το 1967, μετά από την κακόφημη επιστολή του Enver Hoxha προς τους μαθητές λυκείου Δυρραχίου. Στην πραγματικότητα λεφτά δεν είχα, αλλά είχα τις υποσχέσεις φίλων μου, οι οποίοι τις τήρησαν όλοι τους, αναλαμβάνοντας όλες τις εργασίες και καθιστώντας εφικτή την ανοικοδόμηση.

Ακόμη πιο όμορφη ήταν η ιστορία με την καμπάνα που είχε εξαφανιστεί το 1967. Ο Aljosha, συγχωριανός μου που ζει στο Τεπελένι, υποσχέθηκε να βρει μια καμπάνα και προσφέρθηκε να την αγοράσει με δικά του λεφτά. Μετά από μερικές ημέρες μου τηλεφώνησε και μου είπε ότι κάποιος είχε παραδώσει την καμπάνα της εκκλησίας του χωριού Πέστανι στην εκκλησία Τεπελενίου. Ήθελε να τηρήσει την ανωνυμία του. Πήγα χαρούμενος στην εκκλησία για να τη δω. Ήταν η καμπάνα της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου, γνωστή στο χωριό ως "Η μεγάλη εκκλησία". Είχε και την επιγραφή: Η καμπάνα της εκκλησίας του χωριού Πέστανι. Όπως μου διηγήθηκαν, ο νεαρός που την παρέδωσε ήταν γιος ενός απ’ εκείνους τους εθελοντές νέους, οι οποίοι το 1967 είχαν έλθει στο χωριό να κατεδαφίσουν την εκκλησία. Ο πατέρας του πέταξε την καμπάνα σε μερικούς θάμνους για να την κρύψει. Στη συνέχεια επέστρεψε τη νύχτα μ’ έναν φίλο του και την μετέφεραν μέχρι το Τεπελένι, κρύβοντάς την στο χωριό του. Η καμπάνα έμεινε εκεί σε υπόγειο μέχρι το 1990. Όταν ο κομμουνισμός κατέρρεε και ο πατέρας του πλησίαζε στο τέλος της ζωής του, άφησε παραγγελία στους γιους του να επιστρέψουν την καμπάνα στο χωριό Πέστανι, διότι σε αυτό ανήκε, και επιπλέον η καμπάνα τους προφύλαξε από κακουχίες. Ο νεαρός που παρέδωσε την καμπάνα, πρόσθεσε περήφανος: Η καμπάνα ήταν τόσο σημαντική για την οικογένειά του, που ο ίδιος κατάφερε να καταταγεί στη Φρουρά της Δημοκρατίας.

Ο ιερέας του χωριού, πατήρ Ρωμανός, από τους πιο εύθυμους ανθρώπους που μπορεί να συναντήσει κανείς, έφερε στο σπίτι μου τον Μητροπολίτη Κορυτσάς Ιωάννη. Του είπα ότι ήθελα να ανοικοδομήσω την εκκλησία και εκείνος με ενθάρρυνε, λέγοντάς μου να μιλήσω για το κάθε τι με τον πατέρα Ρωμανό. Νομίζοντας ότι ήταν εύκολη δουλειά, αποφάσισα να ξεκινήσω τις εργασίες το Πάσχα εκείνης της χρονιάς. Ο πατήρ Ρωμανός όμως εξήγησε ότι έπρεπε να γίνουν σεβαστές ορισμένες διαδικασίες: Ο αγιασμός των θεμελίων της εκκλησίας και η άδεια από τη Μητρόπολη Αργυρόκαστρου.

Τα προβλήματα ξεκίνησαν όταν πήγα σε υπάλληλο της Μητρόπολης, ο οποίος μου είπε ότι έπρεπε να καταθέσω τα χρήματα στη Μητρόπολη και αυτή θα αποφάσιζε τι θα έκανε με τα χρήματα. Κατάλαβα ότι βρέθηκα αντιμέτωπος με ένα μεγάλο ΟΧΙ. Για να μην αντιδράσω εν θερμώ, αποφάσισα να ζητήσω να συναντηθώ με τον Αρχιεπίσκοπο. Η απάντηση μου ήρθε μετά από μερικές ώρες, την επομένη πήγα στο Γραφείο του στον Καθεδρικό Ναό των Τιράνων. Ο πατήρ Ρωμανός με συνόδευσε και μεσολάβησε για τη συνάντηση. Πήγα ως δώρο τη φωτογραφία μιας πλάκας από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου Πέστανης, όπου αναγράφονταν (σ.σ.: Ακολουθεί φωτογραφία με επιγραφή στα ελληνικά): «Η εκκλησία κτίστηκε το 1112, ανοικοδο0μήθηκε το 1861».

Ο Αρχιεπίσκοπος με υποδέχθηκε στην είσοδο και με αγκάλιασε:

-Ο Θεός φώτισε το δρόμο σου και σε έφερε εδώ, μου είπε.

Αφού κάναμε μερικά αστεία για τα περασμένα, μπήκαμε στο θέμα μου με την εκκλησία της Θεοτόκου. Του είπα ότι θα ανοικοδομούσα την εκκλησία με δωρεές από φίλους μου και ότι ο καθένας τους θα αναλάμβανε ορισμένες εργασίες. Του είπα επίσης ότι οι άνθρωποί του στο Αργυρόκαστρο με είχαν εκνευρίσει με τα γραφειοκρατικά τους εμπόδια.

-Ηρέμησε –μου είπε– Όταν έχεις κάποιον απέναντί σου που θέλει να σου δημιουργήσει ανησυχίες, γύρισε το κεφάλι και μην τον βλέπεις. Να βλέπεις τον στόχο σου. Εάν ασχοληθείς με το κάθε τι με το οποίο θα έρθεις αντιμέτωπος, δηλητήριο να περιμένεις.

Μετά με ρώτησε:

-Για ιερέα ποιον θέλεις;

-Τον πατέρα Ρωμανό, του απάντησα.

Ευλόγησε τον πατέρα Ρωμανό και με συμβούλεψε να συναντήσω τον Μητροπολίτη Δημήτριο για μια τυπική έγκριση.

-Τώρα μην μου ξαναμιλήσεις για το θέμα –μου είπε χαμογελώντας– Είσαι Ορθόδοξος.

-Μα το όνομά μου είναι Mero - του είπα.

Γέλασε ολόκαρδα.

-Ίσως δεν το ξέρεις, αλλά το όνομα "Mero" είναι το όνομα της Ημέρας της Θεοτόκου για τους άνδρες. Εσύ δεν έχεις ανάγκη να αλλάξεις όνομα. Επιπλέον, έχουμε και έναν άγιο με το όνομα ‘Όμηρος’. Δεν μας ξεφεύγεις – μου είπε γελώντας.

Γέλασα με αυτή τη "βάφτιση". Μετά συνέχισε να μου διηγείται τη ζωή του, το θέμα διατριβής στη Βοστώνη σχετικά με το ρόλο του Πατριαρχείου στην αλλαγή της πίστης των Αλβανών σε μουσουλμάνους τον 18ο αιώνα. Σύμφωνα με τον Αρχιεπίσκοπο, εφόσον το Πατριαρχείο είχε απόλυτη εξουσία επί του συνόλου των Ορθόδοξων εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στάθηκε ανίκανο και απροετοίμαστο αναφορικά με τους Αλβανούς, διότι τους απαγόρευσε τα σχολεία στην αλβανική κι εκείνοι δεν μπόρεσαν ποτέ να διαβάσουν το Ευαγγέλιο. Συνεπώς, οι Αλβανοί Ορθόδοξοι ήταν οι λιγότερο μορφωμένοι θρησκευτικά, διευκολύνοντας έτσι το έργο της Αυτοκρατορίας για αλλαγή της πίστης τους σε μουσουλμάνους. Η διαδικασία αυτή έλαβε χώρα κυρίως στη Λαμπουριά και στις περιοχές Πρεμετής, Τεπελενίου και Αργυρόκαστρου.

-Γι’ αυτό και το Πατριαρχείο θύμωσε μαζί μου – μου είπε. Και μία από τις υπηρεσίες μου στην Αφρική έχει τη βάση της την στην πικρή αυτή αλήθεια.

Του είπα ότι στη Λαμπουριά και τη Ζαγοριά, τα χωριά που δεν είναι πλέον ορθόδοξα κατοικούνται κυρίως από Μπεκτασήδες, λίγα όμως απ’ αυτά έχουν χώρους λατρείας. Οι περιπλανώμενοι δερβίσηδες, μάλιστα, συχνά φορούν και άμφια παπάδων όταν περνούν σε ορθόδοξα χωριά. Συμβαίνει όμως και οι παπάδες των εκκλησιών αυτών να τα χρησιμοποιούν ορισμένες φορές, του είπα με χιούμορ.

-Το ξέρω, το ξέρω, είπε χαμογελώντας. Είστε κρυπτορθόδοξοι.

Εδώ ο πατήρ Ρωμανός σοβάρεψε , σηκώθηκε όρθιος και είπε:

-Εγώ δεν έχω κάνει κάτι τέτοιο!

Στη συνέχεια μιλήσαμε για τα οικονομικά προβλήματα της Εκκλησίας. Μου μίλησε για τις αμέτρητες δυσκολίες που συναντούσε η Ορθόδοξη Εκκλησίας της Αλβανίας για χρηματοδότηση. Είχε εξασφαλίσει δύο άδειες για ανέγερση Υ/Η σταθμών που θα τους αξιοποιούσε για να εξασφαλίσει τα απαραίτητα έσοδα, αλλά ούτε κι αυτό ήταν πλήρης λύση.

Ήταν φανερή η ανησυχία του για τις μελλοντικές ημέρες. Λίγο-λίγο πέρασαν τρεις ώρες χωρίς να το καταλάβουμε. Στο τέλος μου έκανε δώρο μερικά βιβλία και λευκώματα για την αναστήλωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας. Έφυγα αισθανόμενος μια μεγάλη γαλήνη στην ψυχή μου. Σαν να ήθελαν τα πράγματα να προχωρήσουν θετικά, οι εργασίες στην εκκλησία ολοκληρώθηκαν δύο ημέρες πριν από την εορτή της Θεοτόκου, εντός 4μηνης χρονικής περιόδου-ρεκόρ. Στα εγκαίνια ήρθαν εκατοντάδες άτομα, οι μισοί ήταν μουσουλμάνοι από το χωριό, οι οποίοι ανυπομονούσαν να επισκεφθούν την εκκλησία.

Συναντήθηκα ξανά με τον Αρχιεπίσκοπο σε δεξίωση στην αμερικάνικη πρεσβεία και του έδειξα φωτογραφίες από την τελετή των εγκαινίων και την ανακαινισμένη εκκλησία. Χάρηκε πολύ (σ.σ.: Παρατίθενται φωτογραφίες από την εκκλησία, πως ήταν και πως είναι). Σήμερα που γράφω αυτό το κείμενο, το εσωτερικό εκκλησίας έχει αναμορφωθεί εντελώς. Εξωραΐστηκε με εικόνες και αγιογραφίες, έχει πάρει μια εντελώς νέα, αφάνταστη όψη σε σύγκριση με μερικά χρόνια πριν. Ελπίζω να βρω τη δύναμη να έρθω να την επισκεφθώ, είπε. Στη συνέχεια, τα "ηνία της συζήτησης" πήρε ο Φίλιππος, ο Τσάκουλης, ο οποίος μπορούσε να μιλήσει με τον Αρχιεπίσκοπο μόνο μία φορά το χρόνο, διότι τον "τιμωρούσε" πάντα, καθώς ο Φίλιππος του διηγείτο ανέκδοτα με παπάδες, τα οποία φυσικά ειρωνεύονταν την Εκκλησία. Όσες φορές όμως τον συναντούσε, του "ήρε την τιμωρία" για 5 λεπτά, μέχρις ότου ο Φίλιππος να διηγηθεί ένα ακόμα ανέκδοτο, μετά τον "τιμωρούσε" ξανά.

Το τελευταίο ανέκδοτο ο Φίλιππος του το είπε πριν από δύο χρόνια.

-Πλησίασε –του είπε ο Αρχιεπίσκοπος.

- Τι νέα έχουμε;

-Δεν διηγούμαι πάλι ανέκδοτα –του είπε ο Φίλιππος– διότι θα με τιμωρήσεις. Έχω όμως μια κακή είδηση.

-Και ποια είναι αυτή;

-Φέτος δεν θα έχουμε Πάσχα.

-Και γιατί;

-Άκουσα στις ειδήσεις ότι από τις ανασκαφές που έκαναν στην Ιερουσαλήμ, βρέθηκε η σορός του Χριστού. Άρα, δεν είναι όπως μας τα λέτε, ότι αναστήθηκε και έφυγε.

Κατάλαβε ότι είχε πέσει σε παγίδα.

-Τώρα η τιμωρία είναι δύο χρόνια –του είπε . Φύγε τώρα.

Σήμερα ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος είναι ο ίδιος κάτοικος του άλλου κόσμου, αλλά εκείνο που πρόσφερε στον αλβανικό Ορθόδοξο κόσμο θα παραμείνει για πολύ καιρό στην ιστορία αυτού του τόπου. Τα άλλα θα ξεχαστούν».