Όταν η πολιτική φθορά προχωρά πιο γρήγορα απ’ την ανανέωση, το βλέμμα στρέφεται αναγκαστικά αλλού. Ο ΣΥΡΙΖΑ, σε μια φάση εσωτερικής αποδόμησης και εξωτερικής αμηχανίας, ανακαλύπτει ξανά τη Νέα Αριστερά. Όχι ως απειλή ή ανταγωνιστή, αλλά ως πιθανό σωσίβιο σε μια θάλασσα που βαθαίνει επικίνδυνα. Η στήριξη στους νεολαίους που συνελήφθησαν για την ανάρτηση παλαιστινιακής σημαίας στην Ακρόπολη, δεν ήταν ούτε αυθόρμητη ούτε «ανθρωπιστική». Ήταν πολιτική δήλωση πρόθεσης. Και, βεβαίως, μια δημόσια υπενθύμιση ότι κάποιες πόρτες στην Κουμουνδούρου μένουν πάντα μισάνοιχτες.
Η Νέα Αριστερά από την άλλη, δεν είπε όχι. Δεν είπε ναι. Δεν είπε τίποτα. Η σιωπή ήταν το πιο εύγλωττο σχόλιο: όσο πλησιάζουν οι κάλπες, τόσο μεγαλώνει η ανάγκη να μετρηθούν τα κουκιά — κι αν χρειαστεί, να ανταλλαχθούν. Προφανώς και ο χώρος της νεαρής πολιτικής δύναμης θέλει να χτίσει δική του ταυτότητα, αλλά δεν θα πει όχι σε λίγη κάλυψη από την παλιά σκιά του ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά αν προσφέρει πρόσβαση σε μερίδα του μηχανισμού και σε χρόνο τηλεοπτικής προβολής.
Στην ουσία, οι δύο χώροι φλερτάρουν ξανά, όχι τόσο γιατί τους ενώνουν κοινές θέσεις, αλλά γιατί τους καταδιώκουν κοινά αδιέξοδα. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει αφήγημα για την επόμενη μέρα και η Νέα Αριστερά δεν έχει εκλογική βάση για να τη στηρίξει. Ενωμένοι στην ανάγκη, χωρισμένοι στην ταυτότητα, συγκλίνουν γύρω από σύμβολα – και η Παλαιστίνη, βολικά, γίνεται σύμβολο χωρίς πολιτικό κόστος στο εσωτερικό, αλλά με έντονη συμβολική αξία για το αριστερό ακροατήριο.
Το ερώτημα είναι απλό: πρόκειται για στρατηγική προσέγγιση ή για κοινή βουτιά στο τέλμα; Αν συνεχίσουν έτσι, το μόνο που θα τους ξεχωρίζει θα είναι το όνομα στο ψηφοδέλτιο. Όλα τα άλλα — από την ανάγκη για οξυγόνο, μέχρι την εξάρτηση από σύμβολα και καταγγελίες — έχουν ήδη αρχίσει να μοιάζουν επικίνδυνα.