Είχε μεταφερθεί στην Αθήνα στις 3 Ιανουαρίου λόγω γαστρορραγίας που υπέστη στο νοσοκομείο Τιράνων. Μετά από πολυήμερη νοσηλεία στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος εκοιμήθη στις 8:30 το πρωί σε ηλικία 95 ετών. Η σορός του θα εκτεθεί σε λαϊκό προσκύνημα για 2 ημέρες στην Αθήνα και η κηδεία του θα τελεστεί την Πέμπτη στα Τίρανα, όπως ο ίδιος επιθυμούσε.
Πολυπράγμων και δημοφιλής…
Ο κατά κόσμον Αναστάσιος Γιαννουλάτος, Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας Αναστάσιος ο φωτισμένος ιεράρχης, ο διακεκριμένος πανεπιστημιακός δάσκαλος, που προτάθηκε για Νόμπελ Ειρήνης κατά τον πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου, με πλούσιο ιεραποστολικό, κοινωνικό και συγγραφικό έργο συνέβαλε καθοριστικά στην αναγέννηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας.
Γεννήθηκε στον Πειραιά την 4η Νοεμβρίου 1929. Η μητέρα του ήταν από την Πρέβεζα, ο πατέρας του από τη Λευκάδα, ο παππούς του από την Κεφαλονιά.
Το 1952, ολοκληρώνει με άριστα τη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, το 1960, χειροτονείται διάκονος, τέσσερα χρόνια αργότερα πρεσβύτερος-αρχιμανδρίτης. Το 1965-1969, σπουδάζει Θρησκειολογία, Ιεραποστολική και Εθνολογία στα Πανεπιστήμια Αμβούργου και Μαρβούργου και το 1972, εκλέγεται καθηγητής της Ιστορίας των Θρησκευμάτων του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1981-1990, ως τοποτηρητής της Μητροπόλεως Ειρηνουπόλεως (Κένυα, Τανζανία, Ουγκάντα) αναπτύσσει ευρύτατο ιεραποστολικό και κοινωνικό έργο. Το 1991 γίνεται ομότιμος καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.Το 1992, εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας και, το 2005, γίνεται επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Με σύνθημα το «Χριστός Ανέστη», ο Αρχιεπίσκοπος φθάνει στην Αλβανία από το 1991 ως Πατριαρχικός Έξαρχος προκειμένου να διαπιστώσει την κατάσταση στην οποία βρισκόταν τότε η Ορθόδοξη Εκκλησία στη χώρα. Η οργάνωσή της ξεκίνησε από μηδενική βάση. Το έδαφός της ήταν κατεξοχήν εχθρικό, καθότι υπήρχε μεγάλη καχυποψία λόγω της ελληνικής καταγωγής του και δεν είχε καμιά εξασφάλιση οικονομικών πόρων.
Ήταν 24 Ιουνίου του 1992 όταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξέλεξε ως Αρχιεπίσκοπο της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας τον επίσκοπο Ανδρούσης Αναστάσιο Γιαννουλάτο και η Εκκλησία της Αλβανίας αποκτά και πάλι κεφαλή ύστερα από χρόνια.
Εργάστηκε σκληρά και έδωσε ελπίδα και βοήθεια σε όλους ανεξαιρέτως στην Αλβανία, κρατώντας στα χέρια του το πηδάλιο της Εκκλησίας. Προχώρησε στην ανασύσταση και ανασυγκρότηση της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Αλβανίας, με τη διαμόρφωση αρχικά νέου καταστατικού χάρτη το 2006. Καθόρισε τις σχέσεις της Εκκλησίας με την Πολιτεία με επίσημη Συμφωνία, η οποία έγινε νόμος του κράτους το 2009. Παράλληλα, ξεκίνησε τους αγώνες διεκδίκησης της εκκλησιαστικής περιουσίας την οποία το αθεϊστικό κράτος του Χότζα είχε δεσμεύσει.
Καθοριστικής σημασίας το κοινωνικό έργο του Αναστάσιου στην Αλβανία και στην Αφρική - Διεθνής αναγνώριση
Η Αλβανία απέκτησε σχολεία, πανεπιστήμια, ναούς, χώρους εργασίας και παραγωγής έργου για τις υπηρεσίες της Εκκλησίας, οικοτροφεία, πνευματικά κέντρα, χώρους αγάπης και φιλοξενίας για ορφανά και ηλικιωμένους, θεολογική ακαδημία για την εκπαίδευση των στελεχών της, ενώ η Αρχιεπισκοπή άνοιξε την αγκαλιά της όχι μόνο για τους χριστιανούς για τους οποίους έγινε σημείο αναφοράς, αλλά και για όλους όσοι είχαν ανάγκες χωρίς διακρίσεις και διώξεις.
Είχε αναγορευθεί επίτιμος διδάκτωρ Θεολογίας: της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού, ΗΠΑ (1989), του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1995) και του St. Vladimir’s Theological Seminary (2003) και του Πανεπιστημίου Κραϊόβας (2006). Ακόμη, υπήρξε επίτιμο μέλος της Θεολογικής Aκαδημίας Mόσχας (1998) και εταίρος της Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης (2001). Έλαβε Δίπλωμα π. Δημητρίου Στανιλοάε (η ανώτερη θεολογική διάκριση) του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου (2003). Ακόμη, αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτωρ Φιλοσοφίας: του Tμήματος Iστορίας και Aρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Iωαννίνων (1996), του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Aθηνών (1996), του Tμήματος Πολιτικής Eπιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης της Σχολής των Nομικών, Oικονομικών και Πολιτικών Eπιστημών του Πανεπιστημίου Aθηνών και όλων των Tμημάτων της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Aθηνών (1998), του Tμήματος Διεθνών και Eυρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς (2001), του Tμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Kρήτης (2002), των Τμημάτων Φυσικής, Ιατρικής, Δημοτικής Εκπαιδεύσεως και Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών (2004), του Πανεπιστημίου Βοστώνης (2004), των Τμημάτων Ιατρικής και Γεωπονίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Επίσης, έλαβε το Χρυσούν Μετάλλιον (η ανώτατη διάκριση) του ως άνω Πανεπιστημίου (2005). Τέλος, υπήρξε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου (2007), του Πανεπιστημίου Κορυτσάς (2008), του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας καθώς και εκείνου της Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού των Παρευξείνιων Λαών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης (2009).
Επιπρόσθετα, είχε παρασημοφορηθεί με τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος της Τιμής της Ελληνικής Δημοκρατίας από τον Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο, τον Μεγαλόσταυρο της Ρουμανικής Δημοκρατίας, τον Σταυρό του Αποστόλου Ανδρέου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος των Ορθοδόξων Σταυροφόρων του Παναγίου Τάφου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, τον Τίμιο Σταυρό του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Μάρκου Α’ του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, τον Σταυρό του Ισαποστόλου Βλαδιμήρου Α’ του Πατριαρχείου Ρωσίας, τον Μεγαλόσταυρο του Αποστόλου Παύλου της Εκκλησίας της Ελλάδος, τον Σταυρό των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Τσεχοσλοβακίας, τον Σταυρό της Αγίας Αικατερίνης της Ιεράς Μονής Σινά, τον Χρυσό Σταυρό μετά Δαφνών του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, το αργυρό μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών και το Χρυσό Κλειδί της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και της Λαμίας, μεταξύ άλλων.
Έλαβε το βραβείο Giuseppe Sciacca «για την ιεραποστολική δράση και την κοινωνική αλληλεγγύη», σε ειδική τελετή η οποία πραγματοποιήθηκε το 2015 στη Ρώμη.
Στην επίσημη αιτιολογία της βράβευσής του, το ίδρυμα Giuseppe Sciacca είχε υπογραμμίσει: «Πρόκειται για θεολόγο και ιστορικό των θρησκειών, ο οποίος έχει εκδώσει σειρά σημαντικών επιστημονικών μελετών που μεταφράστηκαν σε διάφορες γλώσσες. Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος αφιερώθηκε πολύ δυναμικά στην ιεραποστολική δράση στην Αφρική. Στη δράση του οφείλεται η οικοδόμηση 145 νέων εκκλησιών και η συντήρηση άλλων 70. Πραγματοποίησε, επίσης, και μεγάλα κοινωνικά έργα: σχολεία, νοσοκομεία και κέντρα επαγγελματικής κατάρτισης, στοχεύοντας όχι μόνο σε παρεμβάσεις που να περιθάλπουν, αλλά και σε άλλες, ικανές να ελευθερώσουν τους ανθρώπους από τη φτώχεια, μέσω της συγκεκριμένων πρωτοβουλιών και απευθείας διαχείρισης από τους διάφορους πληθυσμούς».
«Μόνο η εξουσία της αγάπης μπορεί να νικήσει την αγάπη για εξουσία»
«Μόνο η εξουσία της αγάπης μπορεί να νικήσει την αγάπη για εξουσία» είχε υπογραμμίσει ο αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος, ενώ είχε μιλήσει για μια αγάπη δίχως να γνωρίζει σύνορα και προκαταλήψεις. Στην ομιλία του είχε αναφερθεί στον Ευαγγελιστή Ιωάννη, στον Απόστολο Παύλο, αλλά και στον Άλμπερτ Αϊνστάιν που ύμνησαν ο καθένας τους τη δύναμη της αγάπης με τον δικό του τρόπο.
Όταν του είχε απονεμηθεί από το ΑΠΘ η τιμητική διάκριση «Χρυσούς Αριστοτέλης», υπό το παρατεταμένο χειροκρότημα του κοινού που αναφωνούσε «Άξιος», ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος είχε τονίσει ότι «η παγκόσμια ειρήνη δεν αποτελεί ουτοπία, αλλά άμεση προτεραιότητα όλων όσοι πονούν και αγωνίζονται για έναν καλύτερο κόσμο».
Σε κάθε ευκαιρία στηλίτευσε κάθε μορφή βίας και καλλιέργησε τον σεβασμό στη θρησκευτική ελευθερία. «Η βία στο όνομα της θρησκείας βιάζει την ουσία της θρησκείας», είχε πει χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας ταυτόχρονα ότι «η φτώχεια είναι ο χειρότερος τύπος βίας». Σε αναφορά του στη σημασία του διαθρησκευτικού διαλόγου, είχε επικαλεστεί το παράδειγμα της Αλβανίας όπου συμβιώνουν πέντε διαφορετικές θρησκευτικές κοινότητες.
Στις 14 Φεβρουαρίου 2020, στον ιστορικό καθεδρικό ναό του Άαχεν της Γερμανίας, είχε τιμηθεί με το διεθνές βραβείο «Κλάους Χεμέρλε» (ο οποίος ήταν επίσκοπος Άαχεν και καθηγητής Φιλοσοφίας των Θρησκειών), τιμητική διάκριση που απονέμεται ανά διετία από το Ρωμαιοκαθολικό Κίνημα Φοκολιάρ σε διεθνείς προσωπικότητες οι οποίες έχουν συμβάλει στην προσέγγιση και την κατανόηση κοινοτήτων με διαφορετικές πολιτιστικές και θρησκευτικές παραδόσεις.
Ανέπτυξε πλούσιο συγγραφικό έργο, ολοκληρώνοντας 240 πραγματείες και μελετήματα.