Καθώς βρισκόμαστε ήδη στη μέση της πρώτης θητείας της σημερινής κυβέρνησης, ο μέχρι τώρα απολογισμός του έργου της δεν έχει ένα συνήθη διαδικαστικό χαρακτήρα αλλά εξυπηρετεί μια πολλαπλή πολιτική και ουσιαστική ανάγκη. Αυτά τα δύο χρόνια από τις τελευταίες εκλογές ισοδυναμούν με έναν ολόκληρο κύκλο που τώρα δείχνει να κλείνει για να ανοίξει άμεσα ένας καινούργιος.
Με τα «αν» δεν γράφεται ασφαλώς η Ιστορία και γι’ αυτό ουδείς μπορεί να γνωρίζει ποια θα ήταν τώρα η κατάσταση εάν λίγους μήνες μετά την ανάδειξη της ΝΔ στην εξουσία δεν είχε ενσκήψει σε παγκόσμιο επίπεδο η πανδημία του κορονοϊού. Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη κλήθηκε, σε μια φάση που ο λαός την εμπιστεύθηκε για να θεραπεύσει τη ζημιά της περιόδου 2015-19, να αντιμετωπίσει και να διαχειριστεί ταυτόχρονα διαδοχικές κρίσεις που ήταν έκτακτες, «εκτός προγράμματος».
Όποιος θέλει να είναι ειλικρινής και καλοπροαίρετος, θα αναγνωρίσει ότι ο πόλεμος με τον αόρατο εχθρό -όπως σωστά χαρακτηρίστηκε από την αρχή η υπόθεση του κορονοϊού- ήταν αρκετός για να θέσει στο περιθώριο όλα τα υπόλοιπα. Ένας πόλεμος που η έκβασή του ήταν αβέβαιη και ως εκ τούτου η συγκέντρωση όλων των δυνάμεων σε αυτόν θα ήταν απολύτως δικαιολογημένη. Αν ο πόλεμος αυτός χανόταν, τα άλλα θα είχαν εξ αντικειμένου μικρή σημασία.
Ας δούμε τη σημερινή εικόνα. Η Ελλάδα, παρά τις δυσκολίες και τα σκαμπανεβάσματα, διακρίθηκε στην τιθάσευση αυτού του ύπουλου και διαρκώς μεταλλασσόμενου εχθρού. Η φράση που ακούστηκε «Πρέπει να πω: σας θαυμάζει ο κόσμος όλος», από την βασίλισσα Σοφία της Ισπανίας στην πρόσφατη συνάντησή της με τον Κ. Μητσοτάκη, αντανακλά τον διεθνή έπαινο προς την πατρίδα για τη συμβολή της στη δύσκολη αυτή νίκη.
Αυτή η εικόνα όμως δεν είναι η μοναδική. Σε αυτά τα δύο χρόνια η ΝΔ ως κυβέρνηση εκτός από τη στήριξη της κοινωνίας, της οικονομίας και της απασχόλησης δεν άφησε να πάει χαμένη ούτε μια στιγμή για την προετοιμασία της επόμενης ημέρας.
Η πικρή αλήθεια είναι ότι κάποιοι, αντί να συμβάλουν με ειλικρίνεια και πίστη στην κοινή προσπάθεια, το έκαναν υποκριτικά και παθητικά έχοντας επενδύσει στην αποτυχία της κυβέρνησης να διαχειριστεί την πανδημία. Κι όταν αυτό δεν τους βγήκε, άλλαξαν προσανατολισμό αναζητώντας άλλες ρωγμές για να διοχετεύσουν το πολιτικό τους βιτριόλι. Απέτυχαν όμως και πάλι οι ίδιοι.
Το παζλ των προβλημάτων αυτής της διετίας σε όλα τα μέτωπα έρχεται να επιβεβαιώσει κάτι που ορισμένοι κατά περίπτωση αμφισβητούν αλλά τελικά αποτελεί κανόνα. Κι αυτό είναι το αισθητήριο των πολιτών, της κοινωνίας. Η εμπιστοσύνη την οποία έδειξε η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη τον Ιούλιο του 2019 δικαιώνεται από τότε καθημερινά, ακόμη και υπό τις πιο αντίξοες και απρόβλεπτες συνθήκες.
Τώρα που τα χειρότερα της πανδημίας βρίσκονται πίσω, φαίνεται καθαρά ότι, για το αύριο, τα πράγματα δεν αφέθηκαν στην τύχη τους. Η χώρα και η κοινωνία βγαίνουν όρθιες και δυνατές από την πρωτοφανή αυτή περιπέτεια. Ταυτόχρονα όμως έχουν τεθεί οι βάσεις της προετοιμασίας για τη νέα εποχή που ξεκινά.
Μόνο όποιος στρουθοκαμηλίζει δεν αντιλαμβάνεται ότι ο καινούργιος κύκλος που αρχίζει, όχι μόνο για τη χώρα μας, έχει νέες προκλήσεις, πολλές αβεβαιότητες και διαφορετικά ζητούμενα. Τα στερεότυπα του παρελθόντος εξαφανίζονται σταδιακά και μαζί τους σβήνει και η ξύλινη γλώσσα που τα συνόδευε στο δημόσιο βίο.
Η ετερογονία των σκοπών αποδείχθηκε, τα δύο τελευταία χρόνια, τέτοια που στους ώμους της σημερινής κυβέρνησης έπεσε το βάρος όχι μόνο να διορθώσει τις εκκρεμότητες του παρελθόντος αλλά και να λύσει τους λογαριασμούς του μέλλοντος. Για άλλους το βάρος αυτό θα ήταν ασήκωτο. Εδώ όμως έχουν μπει πολύ γερά θεμέλια. Η δουλειά που γινόταν από την πρώτη στιγμή ήταν συστηματική, μεθοδική και υπεύθυνη με ορίζοντα τις επόμενες δεκαετίες για την Ελλάδα. Οι νοσταλγοί του χθες μπορεί να λοιδορούσαν, αυτοί που πήγαιναν σε κρίσιμες διεθνείς συναντήσεις έχοντας …χάσει τα χαρτιά τους να μην καταλάβαιναν πολλά περί «επιτελικού κράτους» και να καταστροφολογούσαν, αλλά το αισθητήριο του πολίτη είναι τελικά πολύ ισχυρότερο.
Η κοινωνία γνωρίζει και καταλαβαίνει πολύ καλά ότι το πακέτο των μεταρρυθμίσεων που ετοίμασε η κυβέρνηση είναι η αναγκαία και στέρεη γέφυρα για την ασφαλή και δημιουργική μετάβαση στη φάση της ανάπτυξης και της δημιουργίας ύστερα από την υπερδεκαετή ταλαιπωρία για την τόπο μας. Οι αλλαγές και προσαρμογές σε κρίσιμους τομείς της εργασίας, της ασφάλισης, της παιδείας, της πρόνοιας, η αξιοποίηση των εθνικών πόρων και ο θεσμικός εκσυγχρονισμός του κράτους είναι θεμελιώδεις προϋποθέσεις για να προχωρήσει μπροστά η κοινωνία μας με συνοχή και ισορροπία.
Κάποιοι πιστεύουν ότι διαστρέφοντας την πραγματικότητα θα αποκομίσουν μικροκομματικά οφέλη. Με άναρθρες κραυγές και καταγγελτικές ρητορικές νομίζουν ότι θα σπείρουν το ζιζάνιο της αμφιβολίας. Δεν έχουν να προτείνουν άλλο δρόμο και με τις πιρουέτες τους -που μας φέρνουν στη μνήμη τον εφιαλτικό Ιούλιο του 2015- σήμερα απλώς γελοιοποιούνται. Κι επειδή δεν έχουν κάτι πειστικό να πουν, την ώρα που η εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος μετριέται και επιβεβαιώνεται διαρκώς, οχυρώνονται πίσω από την κατασκευή ότι οι επιτυχίες της κυβέρνησης είναι επικοινωνιακές και σκηνοθετημένες. Όταν φθάνουν μάλιστα στο σημείο να αναμασούν, υποτιμητικά, ότι η κυβέρνηση πιάνει στον ύπνο τους πολίτες, το επόμενο σκαλοπάτι στον κατήφορο τους δεν είναι άλλο από το βγάλουν από το προεπαναστατικά ντουλάπια τους και το τσιτάτο ότι «αν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί μαζί μας, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα». Το καλύτερο για τους ίδιους πάντως θα είναι να γυρίσουν πλευρό…
* Ο Φώτης Καρύδας είναι δημοσιογράφος