Απολογισμό της θητείας του στο υπουργείο Τουρισμού έκανε ο Χάρης Θεοχάρης. Έχοντας ήδη αναλάβει να νέα του καθήκοντα ως κοινοβουλευτικό εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας «μια τέτοιου είδους, πρόκληση. Με έναν διαφορετικό ρόλο, καλούμαι να συμβάλω εποικοδομητικά στη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος και στον υγιή και πολιτισμένο διάλογο μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, με τελικό στόχο το όφελος του ελληνικού λαού», ευχαριστεί τον πρωθυπουργό για την εμπιστοσύνη που του έδειξε και απαριθμεί τα όσα έγιναν τα τελευταία δύο χρόνια στον τομέα του τουρισμού.
Γράφει: «Αρχίζοντας από το τέλος, όταν πριν από λίγο καιρό παρέδωσα τη σκυτάλη στον επόμενο Υπουργό Τουρισμού, το φίλο Βασίλη Κικίλια, ανέφερα ότι το brand της Ελλάδας είναι σήμερα ισχυρότερο από ποτέ. Η φράση αυτή δεν είναι σύνθημα, ούτε σχήμα λόγου.
Ο Ελληνικός Τουρισμός έδωσε την πιο δύσκολη μάχη -πολλοί, ακόμη και εντός Ελλάδας τη θεωρούσαν εξ αρχής χαμένη- και την κέρδισε με θεαματικές επιδόσεις. Είμαι υπερήφανος, διότι, με την προσπάθεια που όλοι μαζί καταβάλαμε, ξεπερνώντας συχνά ακόμη και τα όρια των δυνάμεών μας, καταφέραμε να οδηγήσουμε την εθνική τουριστική βιομηχανία μας σε μια εντυπωσιακή ανάκαμψη.
Η αίσθηση που είχαμε όλοι μας στη διάρκεια του καλοκαιριού, κρίνοντας από αυτό που βλέπαμε γύρω μας, ότι όλοι οι τουριστικοί προορισμοί ανά την Ελλάδα «βουλιάζουν» από ξένους επισκέπτες, ότι οι επιχειρηματίες και, κυρίως, οι εργαζόμενοι βρήκαν ξανά το χαμόγελό τους και υπερκαλύπτουν τις ζημιές του δύσκολου 2020, επιβεβαιώνεται πλήρως από τα στατιστικά δεδομένα. Είχαμε πάνω από 8 εκατ. αφίξεις επισκεπτών από το εξωτερικό κατά την περίοδο Μαΐου-Αυγούστου 2021, ενώ μόνο τον Αύγουστο, η Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας ανακοίνωσε ότι υποδεχτήκαμε πάνω από 3 εκατ. ξένους τουρίστες. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι συγκρίσεις για την απόδοση του τουριστικού κλάδου δε γίνονται πια με τα στοιχεία του 2020, αλλά με το 2019, όταν η Ελλάδα είχε πετύχει ρεκόρ εισερχομένων ταξιδιωτών. Οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί εκτιμούν ότι τα έσοδα από τη φετινή σεζόν ενδεχομένως να φτάσουν έως και τα 12 δισ. ευρώ.
Ως προς τα λιγότερο προφανή δεδομένα, όμως, η χώρα μας σημειώνει τη μεγαλύτερη ανάκαμψη σε αεροπορικές θέσεις στην Ευρώπη μετά από την υγειονομική κρίση, ενώ η μέση δαπάνη ανά επισκέπτη στην Ελλάδα έχει πραγματοποιήσει άλμα ανόδου, σχεδόν κατά 30%. Ρεκόρ καταγράφηκε επίσης στην κατηγορία του αποκαλούμενου «υψηλού τουρισμού», με τους πιο απαιτητικούς επισκέπτες -οι οποίοι όμως δαπανούν αντιστοίχως μεγαλύτερα ποσά για τις υπηρεσίες που λαμβάνουν από τις ελληνικές τουριστικές επιχειρήσεις.
Στην διάρκεια του 2021, το 50% της κρουαζιέρας στην Ευρώπη εντοπίστηκε στη χώρα μας, ενώ για πρώτη φορά από το 1971 είχαμε περισσότερο homeporting από transit στα λιμάνια ανά την επικράτεια. Και εννοείται ότι το homeporting είναι πολύ πιο προσοδοφόρο για την Ελλάδα από ότι η απλή διέλευση των κρουαζιερόπλοιων.
Θα μπορούσα να αναφέρω δεκάδες ακόμη παραδείγματα, τα οποία αποδεικνύουν ότι μια πολύ μεθοδική και επίμονη προσπάθεια, μέσα στις πιο σκοτεινές ώρες της πανδημίας, προετοίμαζε συστηματικά την εκτόξευση του Ελληνικού Τουρισμού, αμέσως μόλις θα το επέτρεπαν οι συνθήκες. Εργαστήκαμε, σε πλήρη σύμπνοια ο δημόσιος και ο ιδιωτικός τομέας του τουριστικού κλάδου, σε παράλληλους άξονες ταυτόχρονα:
– Τη διαφήμιση και την προώθηση της Ελλάδας διεθνώς ως απολύτως ασφαλούς, από υγειονομικής άποψης, προορισμού για κάθε τουρίστα.
– Την προστασία και την ενίσχυση των εργαζομένων, καθώς και των επιχειρήσεων, από τις αρνητικές επιπτώσεις της κρίσης.
– Τη δημιουργία θεσμικής υποδομής για την ανάπτυξη νέων, σύγχρονων μορφών εξειδικευμένου αλλά αποδοτικού και δημοφιλούς τουρισμού (καταδυτικός, ορειβατικός, τουρισμός υγείας και ευεξίας κ.λπ), σε ένα μοντέλο αειφορίας.
– Χωρίς να υπολογίσουμε το προσωπικό κόστος σε χρόνο, ενέργεια, έκθεση στον αυξημένο επιδημικό κίνδυνο κ.λπ, επενδύσαμε στην «τουριστική διπλωματία». Προγραμμάτισα μια σχεδόν παγκόσμια περιοδεία, με αλλεπάλληλα ταξίδια, προκειμένου να συναντήσω αυτοπροσώπως κρατικούς αξιωματούχους, εκπροσώπους tour operator και αεροπορικών εταιρειών, στελέχη της τουριστικής αγοράς, από τη βαλκανική γειτονιά μας, την Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη, τη Ρωσία, τις ΗΠΑ και το Μεξικό, έως την Κίνα.
Θέλω να πιστεύω ότι από τις κατ’ ιδίαν συζητήσεις, από τις διαπραγματεύσεις και τις συμφωνίες που επιτύχαμε, η Ελλάδα βγήκε ιδιαίτερα ενισχυμένη και ανέβηκε στη θέση του κυρίαρχου στην αγορά της Μεσογείου.
Στο πλαίσιο αυτό, αναφέρω ενδεικτικά ότι, ύστερα από απευθείας συνεννοήσεις που είχαμε κατά την επίσκεψή μου στις ΗΠΑ με τα ανώτατα στελέχη των 3 μεγάλων αεροπορικών εταιρειών των ΗΠΑ (Delta, American και United Airlines), καθιερώθηκαν 9 τακτικές, απευθείας πτήσεις από αμερικανικές πόλεις προς την Αθήνα.
Στην πορεία, οι τιμητικές διακρίσεις που απέσπασε η χώρα μας από έγκριτους διεθνείς οργανισμούς ήταν πολλές και σημαντικές. Όπως πχ το βραβείο από τον World Travel & Tourism Council (WTTC) για το επιτυχές άνοιγμα του κλάδου εν μέσω της πανδημίας.
Προσωπικά, επανεξελέγην στο εκτελεστικό συμβούλιο και την προεδρία της Ευρωπαϊκής επιτροπής του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού. Αλλά και πέρα από όλα αυτά, ήταν έκδηλη η αλλαγή κλίματος στη διεθνή κοινότητα υπέρ της Ελλάδας, ο σεβασμός και το κύρος που πλέον απολαύει, ιδιαίτερα για το πώς αντιμετωπίσαμε την διαρκή απειλή της πανδημίας στον τουριστικό τομέα».