Υποψήφια στα Δωδεκάνησα με τη ΝΔ θα είναι η καθηγήτρια και εκπρόσωπος της συντονιστικής επιτροπής στο Πολυτεχνείο Τόνια Μοροπούλου. Ανήκε την ηγεσία του φοιτητικού κινήματος κατά της δικτατορίας και έχει μείνει στη μνήμη όλων ως η φωνή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.

Σύντομο βιογραφικό

Η Τόνια Μοροπούλου γεννήθηκε στη Ρόδο. Είναι Καθηγήτρια του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και Πρόεδρος της Αντιπροσωπείας του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας. Διαθέτει 43 έτη ακαδημαϊκής και επαγγελματικής δραστηριότητας, πρωτοστατώντας στην καινοτόμο διεπιστημονική έρευνα στην προστασία μνημείων.

Έχει εκτεταμένο επιστημονικό και τεχνικό έργο σε εμβληματικά μνημεία, όπως το Ιερό Κουβούκλιο του Παναγίου Τάφου στα Ιεροσόλυμα, η Αγιά Σοφιά στην Κωνσταντινούπολη, η Μεσαιωνική Πόλη της Ρόδου, ο Ναός του Πυθίου Απόλλωνα και το Ερημόκαστρο της Ρόδου, Βυζαντινές Μονές στο Άγιο Όρος, την Κρήτη και τη Σερβία, καθώς και σε ενετικές οχυρώσεις, μνημεία και ναούς και ιστορικές πόλεις στην περιοχή της Μεσογείου, ενώ έχει εκπονήσει 150 προγράμματα για την τοπική αειφορική ανάπτυξη σε όλη την Ελλάδα και 175 μελέτες αποκατάστασης μνημείων. Συνέβαλε σταθερά στην προστασία και ανάδειξη των Ιστορικών Πόλεων, και ειδικότερα της Ρόδου, του Ρεθύμνου και της Κέρκυρας. Με το όραμα και την συμβολή της υπεγράφησαν συμφωνίες με το Υπουργείο Πολιτισμού για την Προστασία και Διαχείριση των Ιστορικών Πόλεων (1984-1990) με τη συμμετοχή των τοπικών και περιφερειακών φορέων. Σήμερα είναι επικεφαλής της Επιτροπής για τη σύνταξη ολοκληρωμένου σχεδίου διαχείρισης της Μεσαιωνικής Πόλης της Ρόδου για την ανάδειξη του ιστορικά διεθνούς και κοινωνικού χαρακτήρα της και τη διασφάλιση της αειφόρου προστασίας της.

Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία, όπως το βραβείο «ΥΠΑΤΙΑ» από το Σύλλογο Ελληνίδων Επιστημόνων, το Μεγαλόσταυρο του Μεγάλου

Ταξιάρχη του Παναγίου Τάφου και έχει προταθεί για το διεθνές βραβείο Giuseppe Sciacca που θα της απονεμηθεί το Νοέμβριο του 2019 στο Βατικανό.

Έναυσμα για την πορεία της που συνδέει την Εκπαίδευση με την Κοινωνία και τη δημόσια γενικά δράση και προσφορά, υπήρξε η συμμετοχή της στην ηγεσία του φοιτητικού κινήματος κατά της Δικτατορίας, ως Γραμματέας της Συντονιστικής Επιτροπής και πρώτη εκφωνήτρια του Πομπού της κατάληψης του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του ’73.

Διαβάστε παρακάτω ένα μικρό απόσπασμα από παλαιότερη συνέντευξη της Τόνια Μοροπούλου στο ΑΠΕ-ΜΠΕ

Ήταν 16 Νοεμβρίου 1973, όταν παραδόθηκε στη Συντονιστική Επιτροπή της κατάληψης του Πολυτεχνείου η ταυτότητα του πρώτου νεκρού. Προβληματισμός. «Τι θα πούμε στον κόσμο;». Η απάντηση ήταν η αλήθεια: «Ελληνικέ λαέ σου λέμε την αλήθεια. Ελληνικέ λαέ μας σκοτώνουν. Κατέβα στους δρόμους».

Η αντίστροφη μέτρηση, για την αιματηρή λήξη της εξέγερσης του Πολυτεχνείου είχε ξεκινήσει.

Στην ηγεσία της Συντονιστικής και στον πομπό, μεταξύ άλλων, η Τόνια Μοροπούλου. Φοιτήτρια στη σχολή Χημικών Μηχανικών του Πολυτεχνείου τότε, καθηγήτρια σήμερα στο Πολυτεχνείο, πρόεδρος της Αντιπροσωπείας του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος και επικεφαλής της διεπιστημονικής ομάδας συντήρησης του Ιερού Κουβουκλίου του Παναγίου Τάφου σήμερα. Τι κι αν πέρασαν 45 χρόνια από εκείνες τις ημέρες, οι αναμνήσεις είναι ζωντανές, γι’ αυτό και κάθε φορά, φέρνουν κομπασμό στη φωνή και υγραίνουν τα μάτια.

«Όταν το απόγευμα της 16ης Νοεμβρίου –ήταν Παρασκευή– ήρθαν στη Συντονιστική να μας φέρουν την ταυτότητα του πρώτου νεκρού, κάποιοι άνθρωποι που πάνω τους είχανε αίματα…». Μιλάει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. Κομπιάζει. «… και ό,τι άλλο τέλος πάντων ήταν το αποτέλεσμα του πυροβολισμού». Είναι φανερό ότι μπροστά από το βλέμμα έχουν αναβιώσει οι εικόνες. «Εκείνη την ώρα προβληματιστήκαμε και είπαμε “τώρα τι θα πούμε στον κόσμο;”. Και θυμάμαι ότι πήγα στον πομπό και φωνάζαμε με τους άλλους που ήταν εκεί: “Ελληνικέ λαέ σου λέμε την αλήθεια. Ελληνικέ λαέ μας σκοτώνουν. Κατέβα στους δρόμους”».

Για την κ. Μοροπούλου, όπως λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ αυτό ήταν το έναυσμα για να δοθεί η μάχη μέχρι τέλους. «Εμείς είπαμε την αλήθεια και η αλήθεια αυτή είχε αυτό το αποτέλεσμα: Ο κόσμος αντί να φοβηθεί, κατέβηκε για να προστατέψει τα παιδιά του , αλλά και για να δώσει τη δική του μάχη. Ήταν μια μάχη ύπαρξης, μια μάχη αξιοπρέπειας. Μία μάχη ζωής».

Την επόμενη ημέρα, ο χρόνος σταμάτησε με το τανκ να ρίχνει την κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου. Από τον πομπό ακουγόταν: «φαντάροι, αδέλφια μας, μη μας χτυπάτε. Είμαστε όλοι αδέλφια». Ο πομπός συνέχισε να εκπέμπει, ακόμα και όταν έφευγαν οι φοιτητές από εκεί –«δεν θέλαμε να φύγουμε, ήρθαν και μας έβγαλαν συμφοιτητές μας»– τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο. “Είπαμε τον εθνικό ύμνο και κλείσαμε τον πομπό λέγοντας: “ο αγώνας συνεχίζεται”».

Αργότερα, πήραν τους νεκρούς από το αίθριο της Αρχιτεκτονικής και κρατώντας τα φορεία βγήκαν από το Πολυτεχνείο. «Κάποιοι λοκατζήδες έστρεφαν τα όπλα πάνω μας για να μας πυροβολήσουν και μας έλεγαν “ψηλά τα χέρια”, ζητώντας μας να αφήσουμε τους νεκρούς να πέσουν. Αλλά εμείς δεν σηκώσαμε τα χέρια μας».

Ήταν μια μάχη μέχρι τέλους. Μια μάχη που, ξεκίνησε δειλά με τη διεκδίκηση ελεύθερων φοιτητικών εκλογών το 1972. «Η εξέγερση μεγεθύνθηκε στον αντίλαλο των ριζοσπαστικών ιδεών της εποχής το Μάιο του ’68, της αμφισβήτησης μιας καθεστηκυίας ζωής και τάξης και βεβαίως διασυνδέθηκε στην πορεία του αυτό το κίνημα –το μαζικό πλέον κίνημα– με τις οργανωμένες παρατάξεις του αντιδικτατορικού αγώνα. Κυρίως αριστερές, αλλά και από το κέντρο. Και με ανθρώπους που είχαν όλες τις πεποιθήσεις. Από αριστερά μέχρι δεξιά. Πραγματικά δεν έλειπε κανείς» σημειώνει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Η σύνθεση ιδεών και ο άτυπος διάλογος των φοιτητών με την κοινωνία, είναι άλλωστε, τα στοιχεία που δίνουν ιδιαίτερο συμβολισμό στην επέτειο. Εξιστορεί μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Με κίνδυνο της ζωή μας, παλέψαμε συλλογικά και ανεξάρτητα από τις διαφωνίες μας, καταφέραμε να έχουμε μια σύνθεση. Αυτό είναι το μεγάλο μήνυμα του Πολυτεχνείου. Ανεβοκατεβάσαμε πάρα πολλά διαφορετικά συνθήματα στην κατάληψη του Πολυτεχνείου, για να καταλήξουμε στην ανακοίνωση της συντονιστικής για “Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία-Εθνική Ανεξαρτησία, Λαϊκή Κυριαρχία, Κοινωνική Προκοπή”. Γιατί αυτό δεχόταν ο κόσμος και αυτό κατέβαζε τον κόσμο στους δρόμους. Μας το έλεγαν με σημειώματα στα πανέρια με τα ψωμιά και τα φαγητά που μας στέλνανε μέσα στο Πολυτεχνείο. Έλεγαν “μην πείτε αυτό ή το άλλο, πείτε Δημοκρατία, πείτε Ανεξαρτησία”. Έτσι καταλήξαμε να πούμε κάτι που έβγαλε τον κόσμο από τον καναπέ του, το σπίτι του, την απάθεια, την ιδιώτευσή του, τον κατέβασε στους δρόμους και τον έκανε να συγκρουστεί βίαια και με κίνδυνο της ζωής του, με τη δικτατορία».