Μια σημαντική απόφαση – σταθμός   για να υπερχρεωμένα νοικοκυριά  εξέδωσε το Ειρηνοδικείο Νέας Ιωνίας. Πρόκειται για την απόφαση με αριθμό 416/2020 με την οποία ζευγάρι ηλικιωμένων εγγυητών που όφειλαν σε πιστώτρια τράπεζα το ποσό των 461.000 ευρώ, με εγγεγραμμένη προσημείωση υποθήκης στην πρώτη τους κατοικία, υποχρεώθηκαν για να την περισώσουν να καταβάλουν  στην πιστώτρια τράπεζα το ποσό των 33.34 ευρώ για 36 μήνες,  δηλαδή συνολικά  1.200,24 ευρώ.

του Ανδρέα Β. Πηλαβάκη*

Αναγράφω χαρακτηριστικό απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση: (σε περίπτωση αιτήματος διάσωσης της πρώτης κατοικίας) απόκειται  στην ευχέρεια του Δικαστηρίου να καθορίσει το ποσοστό επί της εμπορικής αξίας της κύριας κατοικίας του οφειλέτη που θα πρέπει ο τελευταίος να πληρώσει ως αντίτιμο της διατήρησης της κατοικίας του. Η ευχέρεια αυτή μπορεί να  φτάσει μέχρι και την μηδενική καταβολή σε περίπτωση που είναι αδύνατη η όποια καταβολή, χωρίς την υποβάθμιση του ανεκτού ορίου διαβιώσεως των αιτούντων, αφού το άρθρο 9 Ν. 3869/2010, ορίζει μόνον το ανώτατο όριο του ποσοστού καταβολής, επιτρέποντας έτσι στο Δικαστήριο να εξειδικεύσει κατά περίπτωση, ενώ ταυτόχρονα παρέχεται το νομοθετικό έρεισμα για τον ορισμό ακόμη και μηδενικής καταβολής. Ο νόμος στην περίπτωση του άρθρου 8 παρ. 5 Ν.3869/2010 επιτρέπει ρητά τις μηδενικές καταβολές, στη δε περίπτωση της παρ. 2 δεν τις επιτρέπει άμεσα, αλλά έμμεσα, με το να θέλει μόνο το ανώτατο όριο του ποσοστού καταβολής. Ειδικότερα η κατ’ άρθρο 2 παρ.1 του Συντάγματος πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας να σέβεται και να προστατεύει την αξία του ανθρώπου, θέτει ως όριο της πολιτειακής πράξης, όπως είναι και η δικαστική απόφαση, την διατήρηση εκείνων των συνθηκών διαβιώσεως του πολίτη που θα του επιτρέπουν να ζει με αξιοπρέπεια, ενώ ,εάν το Δικαστήριο στερήσει αυτήν τη δυνατότητα στους αιτούντες, τότε προκρίνει έναντι της αξίας του ανθρώπου την ικανοποίηση περιουσιακών δικαιωμάτων, σε αντίθεση με την ως άνω θεμελιώδη συνταγματική διάταξη που πρέπει να διαπνέει το δίκαιο και την ερμηνεία του.

Δεύτερη, άξια παρατήρησης και σχολιασμού στην ιδία απόφαση είναι η απόρριψη  της  ένστασης που υπέβαλε η πιστώτρια τράπεζα περί  πτωχευτικής ικανότητας των αιτούντων, διότι η οφειλέτρια έλαβε το δάνειο για τη λειτουργία πρατηρίου καυσίμων, η οποία ήταν  εμπορική πράξη με την εγγύηση των αιτούντων, οι οποίοι απέκτησαν παράγωγα εξ αντικειμένου την εμπορική ιδιότητα. Η ένσταση αυτή απορρίφθηκε  ως αβάσιμη καθότι  η εγγύηση είναι κατ’ αρχή πράξη αστική, αφού παρέχεται χαριστικά και για την εξυπηρέτηση ξένων συμφερόντων, αν όμως δίνεται από εγγυητή που εκμεταλλεύεται την πίστη του ονόματός του για κερδοσκοπία, με αμοιβή ή άλλη χρηματική ωφέλεια, ή αν ο εγγυητής  έχει οικονομικό συμφέρον, τότε η εγγύηση είναι για τον εγγυητή πράξη αντικειμενικά εμπορική και μάλιστα ανεξάρτητα από τον εμπορικό χαρακτήρα της κύριας οφειλής. Όμως η παρασχεθείσα εγγύηση από τους αιτούντες απέβλεπε αποκλειστικά και μόνο στην εξυπηρέτηση της νύφης τους, δεν δόθηκε για κερδοσκοπία, ούτε οι ίδιοι είχαν οικονομικό συμφέρον από τη σύμβαση πιστώσεως για την οποία εγγυήθηκαν . Επομένως η παρασχεθείσα εγγύηση είναι πράξη αστική και όχι εμπορική, και οι αιτούντες δεν έλαβαν ποτέ την  ιδιότητα του εμπόρου.

Πολλές αιτήσεις έχουν απορριφθεί μέχρι και σήμερα με λανθασμένα σκεπτικά, και με πιστή εφαρμογή του γράμματος  και όχι του  πνεύματος του νόμου. Και τα πράγματα γίνονται χειρότερα με την εφαρμογή του νόμου 4745/2020 για επαναπροσδιορισμό των αιτήσεων που εκκρεμούν  για υπαγωγή στον νόμο 3869/2020, και ταχεία εκδίκασή των, χωρίς εξέταση των διαδίκων ή μαρτύρων.

*Δικηγόρος Πειραιά