Ο μήνας που πέρασε ήταν ίσως ο πιο δύσκολος για το Μέγαρο Μαξίμου – πιο δύσκολος από το πρώτο διάστημα της πανδημίας ή την περίοδο ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο λοκντάουν. Η διαχείριση της καθημερινότητας δοκιμάστηκε με τη «Μήδεια», καθώς οι μαζικές διακοπές ρεύματος από τον χιονιά έφεραν διαφωνίες για τις ευθύνες ακόμα και στο εσωτερικό της κυβέρνησης. Η κακή επικοινωνία της Ικαρίας συνεχίστηκε με τη συνέντευξη Τύπου της Λίνας Μενδώνη για την υπόθεση του Δημήτρη Λιγνάδη. Το ελληνικό #MeToo, μάλιστα, έγινε σημείο πολιτικής αντιπαράθεσης, πράγμα που αποτυπώθηκε και στους πιο πρόσφατους δείκτες (Pulse για «Σκάι»), με τους πολίτες να εκδηλώνουν δυσαρέσκεια με τους κυβερνητικούς χειρισμούς.

Της Μυρτώς Λιαλιούτη*

Κι όμως, παρά τα όσα συνέβησαν, η φθορά που ίσως περίμεναν στην αντιπολίτευση δεν ήρθε – για την ακρίβεια, το ποσοστό της ΝΔ στις μετρήσεις πρόθεσης ψήφου (είτε αυτές έχουν δει είτε δεν έχουν δει το φως της δημοσιότητας) έχει πέσει, αλλά δεν προκαλεί ουσιαστική ζημιά. Τα υπόλοιπα κόμματα, από την άλλη, δεν κατάφεραν να έχουν οφέλη ούτε από αυτή τη μικρή χασούρα. Η αξιωματική αντιπολίτευση έμεινε στάσιμη, ενώ τα λίγα κέρδη που σε κάποιες μετρήσεις παρουσίασαν το Κίνημα Αλλαγής και το ΚΚΕ δεν ισοδυναμούν με τις μονάδες που έχασε η ΝΔ. Το μεγαλύτερο κομμάτι εκείνων που εκδηλώνουν δυσαρέσκεια με τους πρόσφατους χειρισμούς της κυβέρνησης κατευθύνονται στους αναποφάσιστους. Ειδικά για τον ΣΥΡΙΖΑ, η στασιμότητα αποτελεί μεγαλύτερο πλήγμα, καθώς αυτό είναι ίο κόμμα που φιλοδοξεί να διεκδικήσει εκ νέου με αξιώσεις την εξουσία. ΓΓ αυτό και στην Κουμουνδούρου επιλέγουν να αναδεικνύουν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των ερευνών και όχι τα νούμερα – μιλούν δηλαδή για την «ατζέντα ΣΥΡΙΖΑ» που κερδίζει έδαφος και όχι για τα ποσοστά του κόμματος, που στην καλύτερη περίπτωση δείχνουν αμελητέα άνοδο που δεν αρκεί για να καλύψει τη διαφορά που έχει σχηματιστεί.

Πώς ένας τόσο δύσκολος μήνας δεν έφερε μεγαλύτερες αλλαγές; Η κυβέρνηση πήρε χαμηλούς βαθμούς στα ζητήματα σεξουαλικής παρενόχλησης, με αιχμή τον Λιγνάδη, ωστόσο το όλο θέμα θεωρήθηκε οριζόντιο – που δεν απασχολεί, δηλαδή, τη μια ή την άλλη παράταξη, αλλά απευθύνεται στην κοινωνία στο σύνολό της. Χαρακτηριστικά, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να κερδίσει θετικές γνώμες για τον χειρισμό του – η ιστορία, δε, με τα χάσταγκ και η μετέπειτα συζήτηση στη Βουλή δεν κατάφερε να γυρίσει την πλάστιγγα υπέρ του. Η ακραία ρητορική που ενίοτε υιοθετεί ενισχύει μια εικόνα μη αξιοπιστίας για τον ΣΥΡΙΖΑ, που παράλληλα με τα εσωκομματικά προβλήματα που συνεχίζουν να έρχονται στην επιφάνεια, δεν δημιουργούν μια ελκυστική εναλλακτική πρόταση. Τα ποσοστά των υπολοίπων είναι αρκετά μικρά για να δοθεί η προοπτική της εξουσίας, άρα ένα ακόμα κίνητρο να ψηφιστούν – το ποσοστό του Κινήματος Αλλαγής, που σημειώνει μικρά κέρδη, έχει πάντως ενδιαφέρον γιατί θεωρείται διεκδικήσιμο τόσο από τη μια όσο και από την άλλη πλευρά.

Αν υπάρχει ένα πράγμα στο οποίο η αντιπολίτευση επενδύει για να αλλάξει τους συσχετισμούς, αυτό είναι η συσσωρευμένη κούραση από το παρατεταμένο λοκντάουν και οι δυσκολίες που αναπόφευκτα θα αντιμετωπίσει η οικονομία την επόμενη μέρα. Και τα δύο, ωστόσο, δεν μπορούν να αποτυπωθούν ακόμα στις δημοσκοπήσεις, ούτε είναι βέβαιο αν και πότε θα αποτυπωθούν. Τη δεδομένη στιγμή, το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών, γνωρίζοντας πως η πανδημία δεν έχει τελειώσει, περιμένει να ξεκινήσει το οριστικό άνοιγμα και να προχωρήσουν αρκετά οι εμβολιασμοί ώστε να κρίνει αν η διαχείριση ήταν πετυχημένη ή αποτυχημένη. Δεν αποδίδει δηλαδή ακόμα ευθύνες – ειδικά από τη στιγμή που δεν ταυτίζεται με το αφήγημα της άλλης πλευράς.


  • από Τα Νέα