Πολλή κουβέντα έγινε για το θέμα των ογκολογικών ασθενών, διάβασα εκατοντάδες προσωπικές ιστορίες γεμάτες πόνο, δάκρυα, πένθος – όλοι έχουμε τέτοιες να διηγηθούμε είτε για τον εαυτό μας είτε για έναν, δύο, τρεις συγγενείς και φίλους καρδιακούς. Η κουβέντα, αντί να στραφεί προς τη σωστή κατεύθυνση, δηλαδή πώς αυτή η μάστιγα θα αντιμετωπισθεί με τρόπο ανθρώπινο και όσο το δυνατόν ανώδυνο, εστράφη και εξαντλήθηκε στη στείρα αντιπολίτευση και σύγκριση των λεγομένων δύο γιατρών πολιτικών, οι οποίοι είπαν –ο ένας πρόσφατα, ο άλλος παλιότερα– τα ίδια πράγματα: οι ασθενείς, κυρίως οι ηλικιωμένοι, τελικού σταδίου και οι συγγενείς τους χρειάζονται ανακουφιστική φροντίδα και στήριξη για ένα τέλος που αρμόζει στον άνθρωπο.
Εάν μπορέσουμε να βγάλουμε τα κομματικά γυαλιά και διά γυμνού οφθαλμού να κοιτάξουμε κατάματα την άβυσσο που ανοίγεται όταν χτυπάει την πόρτα μας η ανίατη νόσος –μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές ανίατη, η επιστήμη τρέχει, αύριο μπορεί να είναι μια παρανυχίδα– ίσως καταφέρουμε να βγούμε από τη δίνη του εγώ, που επιτάσσει πάση θυσία διατήρηση δέρματος και οστών χωρίς άλλες λειτουργίες και αισθήσεις, εκτός από άφατο πόνο…
Ακόμη κι αν υπήρχε η δυνατότητα να έχει ο καθένας μας ρεζερβέ από μια μονάδα εντατικής θεραπείας και να μη χρειάζεται κάποιος να τραβήξει κόκκινη γραμμή, δεν είναι αρκετό ότι τη γραμμή την τραβάει το σώμα μας και η φθαρτότητά του; Είναι αδιανόητο, βαρύ, ασήκωτο, όμως αυτό είναι που χρειάζεται να συζητήσουμε όχι με όρους πολιτικής κραιπάλης, αλλά με αλήθειες και επώδυνες παραδοχές. Η πολιτική ποτέ δεν θα μπορέσει να απαντήσει με επάρκεια σε αυτά τα ζητήματα διότι είναι υποχρεωμένη στον υπολογισμό κόστους και ζημίας, όσο κι αν προσπαθούμε εγώ κι εσείς να «αθωώσουμε» πότε τον Πνευματικό, πότε τη Λινού ή τον Τσακαλώτο, που είχε πει το 2018 για τις περικοπές των συντάξεων ότι οι μεγάλοι συνταξιούχοι θα έχουν πεθάνει έπειτα από κάποια χρόνια…