Μεγάλη ανάσα έχουν πάρει οι πλέον «στοχοποιημένοι» φορολογούμενοι από τα μέτρα που εφαρμόστηκαν το περυσινό έτoς, περιορίζοντας σημαντικά τους φόρους και τις ασφαλιστικές εισφορές που πλήρωναν τα προηγούμενα χρόνια. Συγκεκριμένα, η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, η αναστολή της εισφοράς αλληλεγγύης που όπως όλα δείχνουν θα καταργηθεί το 2023, και οι αλλαγές στη φορολογική κλίμακα τόνωσαν τα εισοδήματα των μισθωτών του 2020 σε μία ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της Καθημερινής, οι επιβαρύνσεις, από 37,1% που ήταν το 2019 για μια οικογένεια με δύο παιδιά -όταν ο μέσος όρος στις χώρες του ΟΟΣΑ έφθανε στο 24,4%- αναμένεται να μειωθούν σημαντικά όταν δημοσιοποιηθούν τα στοιχεία των εισοδημάτων του 2020. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών η υποχώρηση θα είναι μεγάλη, κατά 4-5 μονάδες, και το ποσοστό των φορολογικών επιβαρύνσεων θα διαμορφωθεί κοντά στα επίπεδα του 32%.
Ωστόσο, μέχρι και το 2019 τα στοιχεία του Tax Foundation, που παρουσίασε στη χώρα μας το ΚΕΦίΜ, αποδεικνύουν την τεράστια επιβάρυνση των νοικοκυριών είτε πρόκειται για εργαζομένους χωρίς παιδιά είτε με παιδιά, συρρικνώνοντας επί της ουσίας τις αποδοχές τους. Σημειώνεται ότι τις τρεις πρώτες θέσεις της κατάταξης με τα μεγαλύτερα φορολογικά βάρη καταλαμβάνουν η Τουρκία, η Γαλλία και η Σουηδία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2019, εργαζόμενος χωρίς παιδιά έδωσε το 40,1% των ακαθάριστων αποδοχών του σε φόρους και εισφορές έναντι 36,1% που είναι ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ. Όπως προκύπτει από την έκθεση, το ποσοστό των ακαθάριστων αποδοχών διαμορφώνεται ως εξής:8% είναι ο φόρος εισοδήματος,12,5% είναι οι εισφορές που πληρώνει ο εργαζόμενος και παρακρατούνται από τον μισθό του και 19,7% είναι οι εισφορές που πληρώνει ο εργοδότης για τον εργαζόμενο.
Σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες με υψηλή φορολογική επιβάρυνση στην εργασία, η χώρα μας δεν παρέχει σημαντικές φορολογικές ελαφρύνσεις σε οικογένειες με παιδιά. Μάλιστα οι ελληνικές οικογένειες, πέρα από τους φόρους που καταβάλλουν, πληρώνουν επιπλέον από την τσέπη τους 1,5 δισ. ευρώ για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση των παιδιών τους, ή 0,85% του ΑΕΠ. Δηλαδή περί τις 3.200 ευρώ ετησίου. Επίσης, σύμφωνα με έκθεση του ΟΟΣΑ, η κατά κεφαλήν δαπάνη υγείας στην Ελλάδα είναι 1.678 ευρώ, με το 34% του ποσού αυτού να βγαίνει απευθείας από την τσέπη των Ελλήνων. Δηλαδή καταβάλλονται περί τα 570 ευρώ ετησίως.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΚΕΦίΜ:
- Οι εργαζόμενοι χωρίς παιδιά με μεσαία εισοδήματα που ζουν σε χώρες του ΟΟΣΑ κατέβαλαν πάνω από το ένα τρίτο ή 34,6% του μισθού τους σε φόρους εισοδήματος και ασφαλιστικές εισφορές.
- Η φορολογική επιβάρυνση της εργασίας για εργαζομένους χωρίς παιδιά στον ΟΟΣΑ κυμαίνεται από 7% στη Χιλή έω5 52,2% στο Βέλγιο.
- Το 2020, η μέση φορολογική επιβάρυνση οικογενειών μέσω φορολογίας εισοδήματος και ασφαλιστικών εισφορών ήταν 24,4%, 10,2% μονάδες χαμηλότερη από την επιβάρυνση εργαζομένων χωρίς οικογένεια. Οι χώρες με την υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση της εργασίας προσφέρουν συνήθως τις μεγαλύτερες ελαφρύνσεις σε οικογένειες με παιδιά.
Σύμφωνα με τον εκτελεστικό διευθυντή του ΚΕΦίΜ Νίκο Ρώμπαπα: «Παρά τη σχετική βελτίωση των επιδόσεων και της κατάταξης της χώρας μας σε σχέση με πέρυσι, και η φετινή μελέτη του Tax Foundation υπογραμμίζει την ανάγκη για περαιτέρω σημαντική ελάφρυνση του φορολογικού βάρους που επωμίζονται τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσει στην Ελλάδα. Μετά το πέρας της πανδημίας, η συνέχιση της προσπάθειας για τη δημιουργία ενός λιγότερο τιμωρητικού φορολογικού πλαισίου πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα αιχμής για την κυβέρνηση, προκειμένου όχι μόνο να ενισχυθεί η ανάκαμψη αλλά και να αναστραφεί η πολυετής πλέον τάση της φυγής από τη χώρα εξειδικευμένου επιστημονικού προσωπικού και διευθυντικών στελεχών».