Τα στοιχεία από την τελευταία μέτρηση της GPO είναι αποκαλυπτικά: το 97,1% του πληθυσμού ανησυχεί για το δεχόμενο η ουκρανική κρίση να οδηγήσει σε περαιτέρω αυξήσεις τιμών στα βασικά αγαθά και στα τιμολόγια ενέργειας, ενώ το 93% αναμένει πολύ σοβαρή επιδείνωση της ελληνικής οικονομίας.
Του Αντώνη Παπαργύρη
Ο δείκτης οικονομικής αισιοδοξίας βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο, στο οποίο δεν είχε καταγραφεί ούτε στις πιο δύσκολες συνθήκες των συνεχόμενων lockdown της περιόδου της υγειονομικής κρίσης. Στα πλαίσια αυτά η οικονομία των νοικοκυριών καθίσταται το βασικό πολιτικό πεδίο της αντιπαράθεσης, καθώς η κυβερνητική ρητορική περί εισαγόμενης ενεργειακής κρίσης δεν μπορεί να λειτουργήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Μπροστά σε όλα αυτά η κυβέρνηση έπρεπε να απαντήσει και η πρώτη αντίδραση ήρθε από τον Πρωθυπουργό, ο οποίος εξήγγειλε πακέτο μέτρων για τους πιο ευάλωτους πολίτες.
Η επάρκεια των μέτρων και το κατά πόσο θα μπορέσουν να προσφέρουν μια κάποιου είδους ανακούφιση θα κριθεί το επόμενο διάστημα.
Ο Κ. Μητσοτάκης για μία ακόμη φορά κατά τη διάρκεια της θητείας του κάνει μια ιδεολογική υπέρβαση, προτάσσοντας την ανάγκη για κρατικές παρεμβάσεις, έτσι ώστε να τεθούν κανόνες στη λειτουργία της αγοράς. Επιχειρεί με το νέο πακέτο μέτρων να επαναπροσεγγίσει τα ευάλωτα νοικοκυριά και τη δοκιμαζόμενη μεσαία τάξη και να δείξει ότι αντιλαμβάνεται τη στενωπό στην οποία έχει βρεθεί η μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας.
Η αντιπολίτευση από την πλευρά της επιμένει και αναδεικνύει το γεγονός ότι οι ανατιμήσεις είχαν ξεκινήσει πολύ πριν από την ουκρανική σύγκρουση και οφείλονται σε καθυστερήσεις και κυβερνητική αβελτηρία. Στον ΣΥΡΙΖΑ αντιλαμβάνονται ότι αυτό είναι το πιο δύσκολο σημείο στο οποίο έχει βρεθεί η κυβέρνηση από την εκλογή της και, όπως είναι αναμενόμενο, θα σπεύσουν να αναδείξουν τις κυβερνητικές αστοχίες προσδοκώντας να καρπωθούν τα όποια πολιτικά οφέλη.
Η ιστορικά αποδεδειγμένη εμπειρία που θέλει τις κρίσεις να ενισχύουν τις κυβερνήσεις και να συσπειρώνουν τους πολίτες γύρω από αυτή, στην προκειμένη περίπτωση δεν φαίνεται να λειτουργεί απόλυτα. Η σφοδρότητα της κρίσης σε συνδυασμό με τη μεγάλη αβεβαιότητα που προκαλεί μια πολεμική σύγκρουση μπορεί να δικαιολογήσει για κάποιο χρονικό διάστημα την κυβερνητική αμηχανία. Η επί μακρόν διατήρησή της ωστόσο στρέφεται εξ ολοκλήρου στην κυβερνητική πλειοψηφία με απρόβλεπτες ορισμένες φορές συνέπειες.
Στην παρούσα φάση οι εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις επηρεάζονται και θα καθοριστούν σε μεγάλο βαθμό από τη διάρκεια και την έκβαση της σύγκρουσης στην Ουκρανία και από τον αντίκτυπο που αυτή δημιουργεί στο ενεργειακό πεδίο και κατ’ επέκταση στις πληθωριστικές πιέσεις που θ’ ασκηθούν στην εθνική οικονομία.
Οσον αφορά συγκεκριμένα τον ρωσοουκρανικό πόλεμο, οι Έλληνες πολίτες σε ποσοστό 60,5% επιλέγουν την ουδετερότητα ως στάση, ενώ το 36,7% θεωρεί ότι η χώρα πρέπει να συστρατευθεί με τις αποφάσεις του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Απορρίπτουν σε ποσοστό 65,8% την αποστολή στρατιωτικού υλικού και «τριχάζονται» σχετικά με τον καταμερισμό των ευθυνών για την εν εξελίξει πολεμική σύγκρουση. Το 33,9% δείχνει ως βασικό υπεύθυνο τον ρώσο πρόεδρο, ενώ το 29.7% επιρρίπτει τη βασική ευθύνη στον συνασπισμό των δυτικών δυνάμεων. «Εξίσου και οι δύο πλευρές» απαντά αυθόρμητα το 33,1%, με τις απαντήσεις να έχουν σαφή κομματική αναφορά.
Τις ευθύνες του Βλ. Πούτιν αναδεικνύουν κυρίως οι ψηφοφόροι της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ, ενώ κατά του δυτικού συνασπισμού τοποθετούνται ξεκάθαρα αυτοί του ΚΚΕ και της Ελληνικής Λύσης. Οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζονται οι πιο μοιρασμένοι μεταξύ των τριών απαντήσεων. Η ποσοστιαία ισορροπία των παραπάνω θέσεων μπορεί να ξενίζει ορισμένους, έχει όμως μια ερμηνεία που εδράζεται στον αντιδυτικισμό ενός σημαντικού τμήματος της ελληνικής κοινωνίας που συνεχίζει να βρίσκει έδαφος σε όλους τους πολιτικούς χώρους.
Το άρθρο δημοσιεύεται στην εφ. Τα Νέα