Αν οι πολιτικοί αντιδρούσαν σε κάθε κριτική όπως η Ζωή Κωνσταντοπούλου, τότε για να το πούμε ωμά αν και μεταφορικά, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης «θα έπρεπε να έχει πιαστεί στα χέρια με τη μισή Ελλάδα». Αυτό είναι κατ΄ εμέ το κεντρικό νόημα της συζήτησης που άναψε μετά την έντονη επίθεση της Προέδρου της Πλεύσης Ελευθερίας στον Δημήτρη Ουγγαρέζο, κατά τη διάρκεια της πρωινής εκπομπής όπου ήταν φιλοξενούμενη.
Η αντίδρασή της ήρθε επειδή ο Ουγγαρέζος έκανε ένα ελαφρύ, ξεκάθαρα πολιτικό σχόλιο για τον σύντροφό της - και πρώην βουλευτή της Πλεύσης Ελευθερίας Διαμαντή Καραναστάση, απαντώντας της έπειτα ότι «δεν χάσαμε και τον Αβραάμ Λίνκολν».
Κι όμως, ούτε το σχόλιο αυτό ήταν προσβλητικό, ούτε χυδαίο, ούτε αφορούσε προσωπική ζωή, ή οικογενειακές επιλογές ή σεξιστικά υπονοούμενα. Ήταν καθαρά πολιτικό. Και σε μια δημοκρατία η πολιτική διαδρομή κάθε προσώπου που μπαίνει στη δημόσια σφαίρα, είτε είναι αρχηγός κόμματος, είτε βουλευτής, είτε σύμβουλος, είτε δημόσιο πρόσωπο που επηρεάζει πολιτικά, κρίνεται αναπόφευκτα. Αυτό δεν είναι επίθεση - αυτό είναι το αυτονόητο θεμέλιο της δημοκρατικής λογοδοσίας.
Η Ζωή Κωνσταντοπούλου, όμως, έδειξε για ακόμη μία φορά ότι δυσκολεύεται να αποδεχτεί αυτόν τον κανόνα. Όταν κάποιος επιλέγει να πολιτεύεται, θέτει τον εαυτό του σε δημόσια κρίση και δεν έχει το δικαίωμα - πολύ περισσότερο την πολυτέλεια - να μαλώνει με όποιον εκφράζει μια άποψη που δεν του αρέσει, αρκεί φυσικά η άποψη να κινείται στα παραπάνω πλαίσια. Αν ήταν έτσι, κανείς πολιτικός δεν θα μπορούσε να σταθεί δημόσια ούτε μία μέρα.
Αυτό είναι και το ουσιαστικό ζήτημα, αφού κάποια στιγμή, οι πολιτικοί πρέπει να αποδεχτούν ότι η κριτική δεν είναι επίθεση. Είναι μέρος του λειτουργήματος που οι ίδιοι επέλεξαν. Και η κοινωνία έχει κάθε δικαίωμα και κάθε και υποχρέωση να κρίνει.