Η Αλόνα Τατάροβα θεωρεί τον εαυτό της από τους λίγους εκείνους τυχερούς μέσα στη δυστυχία του πολέμου αυτού, καθώς «όλα τα μέλη της οικογένειάς μου είναι καλά, έχω καθημερινή επικοινωνία μαζί τους. Δεν μπορούν να μιλούν ελεύθερα διότι έχουν την αίσθηση ότι όλες οι επικοινωνίες παρακολουθούνται -και δεν γνωρίζουμε από ποιον. Η επικοινωνία αφορά τα ελάχιστα, είναι μια “καλημέρα”, ένα “είμαστε καλά” ή “τώρα που μου έστειλες μήνυμα, όλα είναι ήσυχα”». Όμως, «ακόμη και μια καλημέρα είναι σήμα ότι ζουν», λέει για τους θείους, τις θείες, τα ξαδέλφια της και τα παιδιά τους, «τα μωρά μας», όπως τα αποκαλεί.
Αναφέρεται όμως και σε κάτι ακόμη: στην ψυχολογική προεργασία της, από τα πρώτα 24ωρα του πολέμου ακόμη, να προετοιμάσει τον εαυτό της στο ενδεχόμενο να διακοπεί ξαφνικά ακόμη και αυτή η ελάχιστη επικοινωνία. «Είχα τη εντύπωση ότι προτιμούσα ένα κακό νέο από το να μη γνωρίζω τίποτε απολύτως», θα μας πει.
Και, με ένα κόμπο στο λαιμό, «αν κάτι δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ – και απεύχομαι προφανώς να έχω και άλλες τέτοιου είδους μνήμες – ήταν το πρώτο τρίωρο όταν ξεκίνησε ένας άτακτος βομβαρδισμός του Κιέβου, πολύ κοντά στη γειτονιά που έμενε η ξαδέλφη μου με τα παιδιά της». Αγωνία που βρήκε τη γιατρειά της στο μήνυμα της ξαδέλφης της, «είμαστε με τους μικρούς στο υπόγειο και προσευχόμαστε να πάνε όλα καλά».
Επόμενο θέμα της συνέντευξης, η προσφυγιά. «Κάποια μέλη της οικογένειάς μου, τις πρώτες δέκα ημέρες, ήταν στο Κίεβο, αλλά τώρα έχουν καταφέρει να διαφύγουν. Στο Κίεβο ζούσαν, εκεί ήταν τα σπίτια τους. Κατάφεραν να μετακινηθούν δυτικά, δυσκολεύτηκαν να φύγουν. Τα πιο κρίσιμα 24ωρα ήταν τα πρώτα, που κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τι γινόταν». Τελικώς, η επιλογή των δικών της ανθρώπων και του ευρύτερου περιβάλλοντός της, είναι, ως επί το πλείστον, να μην φύγουν: «εκεί είναι η ζωή τους και αναμένουν το σήμα πότε θα μπορέσουν να επιστρέψουν στα σπίτια τους», υπογραμμίζει. Άλλωστε, συμπληρώνει, «οι άνθρωποι λένε, “όπου να ‘ναι, τελειώνει”. Δεν είμαι βέβαιη αν βασίζεται σε πληροφορίες ή σε ελπίδες. Εκτιμούν πάρα πολύ τις οικονομικές κυρώσεις της διεθνούς κοινότητας, παρόλ’ αυτά υπάρχει πολύ μεγάλη απογοήτευση σε σχέση με τη μη ικανοποίηση του αιτήματος να κλείσει ο εναέριος χώρος».
Γεννημένη στο Λβιβ της Ουκρανίας το 1990 η Α. Τατάροβα, η γέννησή της συνέπεσε σχεδόν, με την ανεξαρτησία της Ουκρανίας. Ήλθε στην Ελλάδα 8,5 ετών, με «αρκετές αναμνήσεις» από το Λβιβ, αλλά και μια εξωραϊσμένη εικόνα, όπως η ίδια λέει. Την εικόνα μέσα από τα μάτια ενός παιδιού. Θυμάται το χωριό της, τη γιαγιά της, όμορφες στιγμές με την οικογένειά της, την οποία στερήθηκε όταν μετανάστευσε.
Η συνομιλήτριά μας δεν έχει μείνει όμως στην εικόνα που είχε για την πατρίδα της ως το 1998, καθώς από τότε την επισκεπτόταν κάθε 3 – 4 χρόνια. Η Ουκρανία έχει αλλάξει πάρα πολύ τα τελευταία χρόνια, σημειώνει και διαπιστώνει, ειδικότερα, «μια μεγαλύτερη στροφή προς τη Δύση». Χαρακτηρίζει, εξάλλου, «τεράστιο ψέμα» τον ισχυρισμό ότι η χώρα ήταν χωρισμένη στα δύο και επικαλείται τα δικά της παιδικά χρόνια: «ως παιδί που πήγα ως την Γ’ Δημοτικού στην Ουκρανία διδάχθηκα και τις δύο γλώσσες, διδάχθηκα τα ρωσικά ως δεύτερη γλώσσα, την οποία μιλάει ένα πολύ σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού. Ο ίδιος μου ο πατέρας ήταν ρωσόφωνος, ακόμη και στο σπίτι μου μιλούσα δύο γλώσσες. Δεν υπάρχουν έχθρες μεταξύ των ανθρώπων επειδή μιλούν μια διαφορετική γλώσσα, που ήταν μια lingua franca από το σοβιετικό καθεστώς».
Θυμάται κι άλλα στη συζήτησή μας: «στο σπίτι μας, στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι φερ’ ειπείν, μιλούσες με τον έναν άνθρωπο ουκρανικά και με τον άλλον ρωσικά. Όταν αυτό ξεκίνησε να συνδέεται και με γεωπολιτικά ζητήματα, συνειδητοποίησα ότι χρησιμοποιείται ως μια ρητορική – “όπλο” για να μας πείσει για κάτι…». Και προσθέτει: «το 70% – 80% των ανθρώπων που αυτές τις ημέρες δίνουν συνεντεύξεις από τα καταφύγια, οι μανάδες με τα μωρά τους, μιλούν ρωσικά. Αυτό απαντά στο αν υπάρχει ένα χάσμα στην κοινωνία ή όχι». Η Ουκρανία είναι μια πολυσυλλεκτική χώρα, ένα μεγάλο ψηφιδωτό, συμπληρώνει.
Στον αντίλογο δε, της Μόσχας περί αυτονομίας και καταπίεσης της ρωσικής μειονότητας από το Κίεβο, ανταπαντά με το επιχείρημα ότι έως πριν από ένα μήνα «είχαμε την πολυτέλεια να συζητάμε με ορθολογικά επιχειρήματα». Όχι όμως, όταν «έχει γίνει εισβολή σε ένα ανεξάρτητο κράτος, με δολοφονίες ανθρώπων -κι αυτό είναι κάτι που μπορεί να επιβεβαιώσει η εκεί ελληνική κοινότητα».
Μιλά και για την εμπέδωση της αντίληψης, από το 1991 ως το 2014, ότι η χώρα ανήκει «σε αυτό που λέμε, “ελεύθερος κόσμος”, ανήκει στη Δύση, πιστεύει και υποστηρίζει τις ευρωπαϊκές αξίες, επιθυμεί την ανεξαρτησία, την ελευθερία. Το 2014 είναι η καταλυτική στιγμή, κατά την οποία ο τότε Πρόεδρος Γιανουκόβιτς αποφασίζει εν μία νυκτί να αποκόψει το δρόμο της Ουκρανίας προς την Ευρώπη, κάτι που πολλοί άνθρωποι πλήρωσαν με το αίμα τους».
Γυρνώντας πίσω, περίπου ένα χρόνο πριν, το Μάιο του 2021, τότε που επισκέφθηκε τη γενέτειρά της για τελευταία φορά και απαντώντας στο ερώτημα αν η εισβολή ήταν αναμενόμενη, σημειώνει: «είναι εύκολο να πεις ότι “το περιμέναμε”. Μετά τα γεγονότα με την εισβολή στην Κριμαία και τον τρόπο αντιμετώπισής της από το διεθνή παράγοντα – το άφησαν κάπως να περάσει, με πολύ χαλαρές οικονομικές και πολιτικές κυρώσεις – είχα την αίσθηση ότι δεν θα σταματήσει εκεί. Όταν αφήνεις κάτι να περάσει, προφανώς δίνεις ένα σήμα ότι ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται και πολύ για το τι συμβαίνει σε αυτήν την περιοχή. Ναι, αιωρούνταν ότι κάτι, αργά ή γρήγορα, θα γίνει».
Αναφερόμενη στη στάση της Ελλάδας στο ρωσο-ουκρανική πόλεμο λέει για τις αποφάσεις σε κυβερνητικό επίπεδο πως «έχουν πολύ θετική επίπτωση, είναι σίγουρα προς τη σωστή κατεύθυνση». Ενώ κάνει ειδική μνεία σε αυτό που, κατά την άποψή της, είναι η μεγαλύτερη πρόκληση από εδώ και πέρα: η εκπαίδευση των παιδιών που έρχονται. «Θα πρέπει να υπάρξει ένα συνολικό σχέδιο που αντιλαμβάνεται ότι μιλάμε για παιδιά που έχασαν το σπίτι τους και την οποιαδήποτε καθημερινότητά τους, για να μην μιλήσω για το ψυχολογικό κόστος… Έχουν ανάγκη από μια minimum ένταξη σε κάποιου είδους σχολείο, ένα ουκρανικό σχολείο, που να λειτουργεί είτε στην Ελλάδα είτε μέσω διαδικτύου. Χρειάζεται ένα οργανωμένο πλάνο που θα ανακουφίσει τα παιδιά, θα τους προσφέρει βασική εκπαίδευση στη γλώσσα τους, θα βοηθήσει και τις οικογένειες», είναι το αίτημα που απευθύνει μέσω του ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Η συνέντευξη κλείνει με αυτούς από τους οποίους ξεκίνησε: τους πολίτες που παραμένουν εγκλωβισμένοι στα πεδία των μαχών: «θαυμάζω το κουράγιο τους, στηρίζω την απόφασή τους να παραμείνουν». Την ακούμε πάντως να μιλά και για τα ενοχικά, όπως τα προσδιόρισε, αισθήματά της: «εγώ είμαι ασφαλής εδώ, ενώ οι άλλοι κινδυνεύουν. Στενοχωριέμαι που δεν περνώ αυτό το βάρος μαζί με τους δικούς μου ανθρώπους. Σε δεύτερο χρόνο σκέφθηκα να πάω εκεί να βοηθήσω με όποιο τρόπο μπορώ. Τελικώς πιστεύω ότι ο καθένας μπορεί να βοηθήσει από το δικό του μετερίζι».
Και κλείνει εμφατικά, «πέρα από τον απεριόριστο θαυμασμό μου για τους ανθρώπους εκεί, την περηφάνια για την καταγωγή μου από την Ουκρανία, θέλω να πω ότι δίνουν το δικό τους αγώνα για την Ελευθερία, τη Δημοκρατία, για αξίες που κι εγώ προσπαθώ να υποστηρίξω. Ελπίζω να φανούμε αντάξιοι των προσδοκιών τους στη βοήθεια που χρειάζονται τη στιγμή αυτή».
Η συνέντευξη της κ. Τατάροβα δόθηκε στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων και τον δημοσιογράφο Νίκο Παπαδημητρίου