Σαφή απολογισμό των κυβερνητικών πολιτικών στο πεδίο της οδικής ασφάλειας επιχειρεί ο υπουργός Επικρατείας Άκης Σκέρτσος, μέσω ανάρτησής του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Ο κ. Σκέρτσος επισημαίνει ότι τα τελευταία χρόνια καταγράφεται μετρήσιμη μείωση στα θανατηφόρα τροχαία, αποτέλεσμα ενός συνδυασμού θεσμικών αλλαγών, ενίσχυσης των ελέγχων και αλλαγής αντιλήψεων πίσω από το τιμόνι.

Ο κ. Σκέρτσος υπογραμμίζει ότι «στο πεδίο της οδικής ασφάλειας, αποδείξαμε ότι μπορούμε να αλλάξουμε αν το θέλουμε», αποδίδοντας τη βελτίωση της εικόνας στους δρόμους στις συντονισμένες παρεμβάσεις από το 2019 και μετά.

Όπως αναφέρει, η μείωση των θανατηφόρων τροχαίων «δεν είναι τυχαία», αλλά προκύπτει από στοχευμένες πολιτικές, νέες κυρώσεις, εκπαιδευτικές καμπάνιες και την «σταδιακή διαμόρφωση νέας οδηγικής κουλτούρας».

Παράλληλα, ο υπουργός σημειώνει ότι για πρώτη φορά η Ελλάδα υπηρετεί με συνέπεια έναν εθνικό στόχο: τη θεαματική μείωση των τροχαίων θυμάτων και την ένταξη της χώρας στις πιο ασφαλείς οδικά στην Ευρώπη.

«Το ζητούμενο πλέον είναι η συνέπεια και η συνέχεια για να σταματήσουμε να θρηνούμε αδικοχαμένους ανθρώπους στους δρόμους μας και η Ελλάδα να σταματήσει να βρίσκεται στις χειρότερες θέσεις της Ευρώπης», τονίζει.

Ο κ. Σκέρτσος καταλήγει λέγοντας ότι ο στόχος αυτός υπηρετείται με μετρήσιμα αποτελέσματα και δεν πρέπει να αφεθεί να χαθεί, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι η πορεία αναστροφής των αρνητικών δεικτών αποτελεί υποχρέωση απέναντι στην κοινωνία και ειδικά στις νεότερες γενιές.

Αναλυτικά η ανάρτηση Σκέρτσου: 

«Αντί ετήσιου απολογισμού. Ή αλλιώς πώς κατακτιέται η πρόοδος και η φροντίδα για την ασφάλεια των ανθρώπων.

Από όλα όσα καταπιαστήκαμε μέσα στο 2025, αυτό που μου δίνει τη μεγαλύτερη ελπίδα ότι τελικά δεν είμαστε «Επιμηθείς» ως λαός -καταδικασμένοι να επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη ξανά και ξανά- είναι η σημαντική αλλαγή που καταγράψαμε στην οδική μας συμπεριφορά κατά την τρέχουσα χρονιά, ως αποτέλεσμα πολιτικών που υλοποιούνται από το 2020 και μετά.

Γιατί αποδίδω μεγαλύτερη σημασία στους δείκτες τροχαίων δυστυχημάτων; Διότι ειλικρινά πιστεύω -και μιλάω από πικρή οικογενειακή εμπειρία- ότι είναι ίσως από τους πιο άδικους και αδικαιολόγητους τρόπους για να χάσει κάποιος τη ζωή του, και δυστυχώς σε πολλές περιπτώσεις στο ξεκίνημά της.

Επιπλέον, διότι η κακή οδική συμπεριφορά είναι δείγμα πολιτισμικής υστέρησης. Μαρτυρά έλλειψη σεβασμού στον εαυτό μας αλλά και στους συνανθρώπους μας που κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή, χωρίς δική τους ευθύνη, από δικές μας λάθος επιλογές και αποφάσεις.

Και τρίτον, διότι 6,5 χρόνια πλέον σε αυτή τη δουλειά έχω διαπιστώσει ότι η μεγαλύτερη πρόκληση για κάθε κυβέρνηση είναι η αλλαγή της κουλτούρας, και ειδικά των συμπεριφορών εκείνων που ταυτίζονται με χρόνιες παθογένειες που αντιμετωπίζουμε ως κοινωνία.

Έως το 2019 μου φαινόταν πραγματικά αδιανόητο ότι η ελληνική πολιτεία αδυνατούσε να θέσει ως εθνικό στόχο τη μείωση των θανατηφόρων τροχαίων και να εφαρμόσει με συνέπεια και αποτελεσματικότητα μια συγκροτημένη στρατηγική για να τον πετύχει. Ωστόσο, ο στόχος αυτός τέθηκε από τον Πρωθυπουργό, υπηρετήθηκε από το λεγόμενο επιτελικό κράτος και, πλέον, η ασκούμενη πολιτική αρχίζει να φέρνει τα αποτελέσματά της.

Ορισμένα στοιχεία είναι αναγκαία για να συλλάβουμε το μέγεθος της προόδου που έχουμε πετύχει συλλογικά.

Το 2019 έκλεισε δυστυχώς με 701 νεκρούς συνανθρώπους μας από θανατηφόρα τροχαία. Η Ελλάδα ήταν μεταξύ των τριών ευρωπαϊκών χωρών με τους υψηλότερους δείκτες απώλειας ζωής στους δρόμους.

Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΑΣ, έως τον Νοέμβριο του 2025, οι άνθρωποι που έχασαν τη ζωή τους στο δρόμο ήταν 492. Αναμένοντας τα στοιχεία του Δεκεμβρίου και με βάση την καταγεγραμμένη ετήσια τάση, αυτό σημαίνει ότι το 2025 περισσότερες από 150 οικογένειες δεν θρήνησαν φέτος νεκρούς στην άσφαλτο.

Πρόκειται για μια μείωση που προσεγγίζει σε απόλυτα μεγέθη το 25% συγκριτικά με το 2019. Ενώ αν συνυπολογίσουμε και τη σημαντική αύξηση του τουριστικού πληθυσμού, που επισκέπτεται πλέον τη χώρα μας (άνω των 40 εκ. τουριστών το 2025) και συμμετέχει κατά ένα μέρος στα τροχαία, αγγίζει το 30%.

Πώς καταφέραμε αυτή τη μείωση;

Με διυπουργική συνεργασία, ανάδειξη του προβλήματος σε σημαντική προτεραιότητα που απασχολεί κεντρικά την κυβέρνηση, καλύτερους δρόμους, αυστηρότερες κυρώσεις μέσω του νέου ΚΟΚ, ενίσχυση των μέσων μαζικής μεταφοράς με νέα δρομολόγια και σύγχρονα λεωφορεία και μετρό, συστηματικούς και συνεπείς ελέγχους από την τροχαία, αξιοποίηση της ψηφιακής τεχνολογίας, κάμερες νέου τύπου, ψηφιακές κλήσεις που αφαιρούν τον ανθρώπινο παράγοντα και την πελατειακή σχέση που έως πρότινος «έσβηνε» παραβάσεις, διαφημιστικές εκστρατείες με στοχευμένα μηνύματα.

Αν κάτι από τα παραπάνω έλειπε -και προφανώς έως το 2019 πολλά από αυτά έλειπαν υπό μια συγκροτημένη στρατηγική- δεν θα είχαμε καταφέρει να πείσουμε το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας ότι αυτή τη φορά το εννοούμε πως κάτι πρέπει να αλλάξει.

Και πράγματι, η Ελλάδα μπορεί να αλλάξει. Η άποψη πως είμαστε όμηροι των παθογενειών μας είναι βαθιά συντηρητική και εκ του αποτελέσματος λάθος. Απαιτείται όμως σχέδιο, στοχοπροσήλωση και μηχανισμός υλοποίησης. Έτσι μόνο μπορούμε να ξεριζώσουμε κάθε αντικοινωνική συμπεριφορά που μας πληγώνει και μας θυμώνει στην καθημερινότητά μας.

Και στο πεδίο της οδικής ασφάλειας, συνεπώς, αποδείξαμε ότι μπορούμε να αλλάξουμε αν το θέλουμε. Το ζητούμενο πλέον είναι η συνέπεια και η συνέχεια για να σταματήσουμε να θρηνούμε αδικοχαμένους ανθρώπους στους δρόμους μας και η Ελλάδα να σταματήσει να βρίσκεται στις χειρότερες θέσεις της Ευρώπης και σε αυτό το πεδίο.

Η Ελλάδα αλλάζει. Με υπομονή, επιμονή και σχέδιο.

Καλή χρονιά σε όλες και όλους».