Η Ζωή Κωνσταντοπούλου επέλεξε για ακόμη μια φορά να εμφανιστεί στη Βουλή όχι ως πολιτικός με πρόταση, αλλά ως αυτόκλητη τιμητής των πάντων. Με ύφος καταγγελτικό και ρητορική υπερβολής, επιτέθηκε στην κυβέρνηση, στον πρωθυπουργό, ακόμη και στους θεσμούς, μετατρέποντας τη συζήτηση για μια συγκεκριμένη τροπολογία σε προσωπική σταυροφορία. Ο λόγος της δεν στόχευε στην ουσία του νομοθετήματος, αλλά στην πρόκληση εντυπώσεων. Η πολιτική αντιπαράθεση για την ίδια είναι σκηνικό προσωπικής προβολής, όχι υπεύθυνης τοποθέτησης.
Η πρόεδρος της Πλεύσης Ελευθερίας επικαλέστηκε το Σύνταγμα και τα δικαιώματα των πολιτών, χωρίς όμως να αναγνωρίζει ότι η δημοκρατία λειτουργεί μέσα σε κανόνες και σεβασμό προς τα θεσμικά σύμβολα. Η αναφορά της στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη ήταν εργαλειακή, όχι ουσιαστική. Ενώ μιλά για λαϊκή κυριαρχία, υποβαθμίζει το ίδιο το σημείο που τιμά τους ήρωες που έπεσαν για την πατρίδα, επιχειρώντας να το μετατρέψει σε σκηνή διαμαρτυρίας. Ο συναισθηματισμός και η θεατρικότητα αντικαθιστούν τη νηφαλιότητα και τον σεβασμό.
Με τη ρητορική της περί «στρατιωτικού νόμου» και «εκδικητικής κυβέρνησης», η κ. Κωνσταντοπούλου προσπαθεί να χτίσει ένα αφήγημα διωκόμενης αλήθειας. Όμως η υπερβολή και η δραματοποίηση φανερώνουν πολιτική ένδεια, όχι γενναιότητα. Η κοινωνία έχει ανάγκη από ψυχραιμία, σταθερότητα και θεσμική συνέπεια – όχι από πυροτεχνήματα και προσωπικές κορόνες.
Η Ζωή Κωνσταντοπούλου δεν αντιπαρατίθεται πολιτικά· συγκρούεται για να προκαλέσει. Εγκλωβισμένη σε έναν διαρκή ρόλο «αντισυστημικής εισαγγελέως», αναλώνεται στην καταγγελία χωρίς πρόταση και στη φωνή χωρίς περιεχόμενο. Αντί να προσφέρει εναλλακτική, επιλέγει να επιτίθεται με οξύτητα, καλλιεργώντας ένταση και διχασμό. Το αποτέλεσμα δεν είναι πολιτικός διάλογος, αλλά θόρυβος - και αυτός, όσο δυνατός κι αν ακούγεται, δεν πείθει κανέναν.